Βασίλης Ραφαηλίδης – Ο Μαγιακόφσκι χαμογελάει
Ο Γιούτκεβιτς έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η αναβίωση του μικροαστισμού αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη σημερινή Σοβιετική Ένωση.
Το σημερινό κείμενο στο πλαίσιο του αφιερώματος στην Οχτωβριανή Επανάσταση είναι μια παρουσίαση του Βασίλη Ραφαηλίδη της ταινίας του Σεργκέι Γιούτκεβιτς “ο Μαγιακόφσκι χαμογελάει”. Η ταινία επικοινωνεί με το έργο του Μαγιακόφσκι και στηλιτεύει τη γραφειοκρατία και το μικροαστισμό, θεωρώντας τους θανάσιμους εχθρούς της επανάστασης.
Η παρουσίαση του Ραφαηλίδη γίνεται μάλλον υπέρμετρα αιχμηρή -αν όχι αντισοβιετική σε κάποια σημεία- αλλά την επιλέξαμε από άλλες κριτικές, για να φανεί τόσο η καλλιτεχνική ελευθερία που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση, όσο κι η δυνατότητα οξείας κι αυστηρής κριτικής στα κακώς κείμενα. Το κείμενο του Ραφαηλίδη είχε γραφτεί το 1980 στο “Βήμα” και προέρχεται από το βιβλίο “ο Βασίλης Ραφαηλίδης κι ο Οκτώβρης – οι σκηνοθέτες που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση”.
Δύσκολα θ’ αναγνώριζε κάποιος σε αυτήν την πειραματική ταινία με την ανάκατη κινηματογραφική τεχνική και τον καταλυτικό σαρκασμό, το γνώριμο στιλ και την προβληματική του βετεράνου του σοβιετικού κινηματογράφου, Σεργκέι Γιούτκεβιτς (Ιστορίες για τον Λένιν, Ο Λένιν στην Πολωνία). Παρά τα χρόνια του και τη βαριά του αρρώστια, τούτος ο περισσότερο Ευρωπαίος των Ρώσων κινηματογραφιστών, που είναι κι ένας έξοχος θεωρητικός του κινηματογράφου, βρίσκει τον τρόπο να διασκεδάσει, ίσως όσο ποτέ στη μακρόχρονη καριέρα του. Και μαζί να ξαναμελετήσει ένα πολύ σοβαρό θέμα, που ο Μαγιακόφσκι το είχε ήδη βάλει από το 1920 περίπου: τι σημαίνει μικροαστός, τι είναι η μικροαστική συμπεριφορά και πώς καταφέρνει κι επιβιώνει τούτο το τρομερό κοινωνικό παράσιτο;
Η ταινία δεν είναι παρά μια ιδιόρρυθμη ερμηνεία του Κοριού του Μαγιακόφσκι, με την τεχνική των “εμψυχωμένων” κουκλών, των κινουμένων σχεδίων και της “νορμάλ” υποκριτικής (με “ζωντανούς” ηθοποιούς). Ανάμεσα σε αυτά τα τρία είδη κινηματογράφου παρεμβάλλονται άλλα τρία: το ντοκιμαντέρ (και η φωτογραφία), το σινεμά βεριτέ (με τη μορφή αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο) και η “νορμάλ” φιξιόν με μορφή αποσπασμάτων από ταινίες με “υπόθεση” της εποχής του Μαγιακόφσκι. Με άλλα λόγια, ο Γιούτκεβιτς εδώ ανακατώνει, με απίθανη τόλμη, σε μια στην κυριολεξία ρούσικη σαλάτα, σχεδόν όλες τις τεχνικές και τα είδη κινηματογράφου, προκειμένου να υπηρετήσει όσο γίνεται πιο άνετα την κεντρική ιδέα που έμελλε να γίνει θρύλος με την επιβολή ενός “παγκόσμιου χαρακτήρα-συμβόλου”, του Πρισίπιν, του “αιώνιου” μικροαστού.
Στο Μαγιακόφσκι, ο Πρισίπιν είναι ο “χόμους παρασίτικους” του τσαρισμού που, χάρη στην απεραντοσύνη της δολιότητάς του, καταφέρνει κι επιβιώνει και υπό σοσιαλιστικό καθεστώς. Αλλά τη μέρα του γάμου του με μια προλετάρια, που θα του έδινε το “ελευθέρας” για να εισχωρήσει ανενόχλητος στην καινούρια νικήτρια τάξη, το σπίτι του καίγεται και ο Πρισίπιν καταψύχεται από τα παγωμένα νερά των πυροσβεστών. Έτσι καταψυγμένο ανακαλύπτουν τούτον τον Κοριό οι φανταστικοί κομμουνιστές ενός φανταστικού μέλλοντος και τον εκθέτουν ως σπάνιο ζωικό είδος στο ζωολογικό μουσείο.
Ενώ ο Κοριός μας βρισκόταν υπό κατάψυξη, τον μεγαλοφυή Μαγιακόφσκι τον έφαγαν οι κοριοί: αηδιασμένος από την “κορίαση” που απ’ το 1924 κιόλας άρχισε να εμφανίζεται στο νεαρό προλεταριακό κράτος, βάζει τέρμα στη ζωή του το 1930, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Τούτος ο πάρα πολύ βιαστικός κομμουνιστής, που πίστευε πως τα πράγματα μπορούσαν κι έπρεπε να αλλάξουν αμέσως, αρνήθηκε την ανάσταση του Κοριού.
Κι ακριβώς τούτη την ανάσταση είναι που μελετάει ο Γιούτκεβιτς σε δύο γεωγραφικά και ιδεολογικά επίπεδα: αυτό της πατρίδας του κι εκείνο του καπιταλισμού. Θα δούμε πρώτα το πρώτο που είναι και το πιο επικίνδυνο για το σκηνοθέτη και που το μελετά υπαινικτικά, πράγμα που μας επιτρέπει να επισημάνουμε ανετότερα τόσο την ευφυία του όσο και το ταλέντο του.
Ολόκληρη η αφήγηση του μεγάλου σεναριογράφου Αλεξέι Κάπλερ (πέθανε το 1979), που εδώ παίζει το ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα της εποχής του Μαγιακόφσκι, είναι γεμάτη νοσταλγία για μια εποχή “που πέρασε για πάντα”. Του είναι δύσκολο, λέει, να φανταστεί τη Μόσχα χωρίς τον όγκο του Μαγιακόφσκι. Αλλά του είναι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει πώς έφτιαξαν μπρούντζινο αδριάντα, σε έναν άνθρωπο που μισούσε τον μπρούντζο, και πώς ονόμασαν με το όνομά του τον πολυτελέστερο σταθμό του υπερπολυτελούς μετρό της Μόσχας. Ο μέγας αντικομφορμιστής ιδιοφυής ποιητής θα τρελαινόταν αν έβλεπε τούτον το σταθμό-σαλόνι, πάνω από τον οποίο κάποτε απάγγειλε το “Σύννεφο με παντελόνια” που θα ήταν αδύνατον να χωρέσει σε σαλόνι.
Ακόμα ο Γιούτκεβιτς φιλμάρει τη σημερινή Μόσχα με ευρυγώνιο παραμορφωτικό φακό -κι αυτό είναι ένα εξαιρετικά έξυπνο κι εύγλωττο σχόλιο που λέει πολλά. Ωστόσο, δεν επαναλαμβάνει και με το λόγο αυτό που ήδη λέει η εικόνα, ώστε να της επισημάνουν τις προθέσεις του τόσο οι χοντροκέφαλοι όσο και οι ανεξοικείωτοι με τη γλώσσα της εικόνας. Ας το πούμε εμείς, εν πάση περιπτώσει, μιας και μιλήσαμε μαζί του και το ξέρουμε και “λεκτικά” από πρώτο χέρι: Ο Γιούτκεβιτς έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως η αναβίωση του μικροαστισμού αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη σημερινή Σοβιετική Ένωση.
Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο σκέλος, το δυτικό μικροαστισμό. Εδώ ο σκηνοθέτης έχει πλήρη άνεση να πει τα πάντα καθαρά. Και τα λέει αλλάζοντας το φινάλε του έργου του Μαγιακόφσκι: ο κοριός δεν κλείνεται στο μουσείο, αλλά καταφεύγει στη Δύση ως καλλιτέχνης-τραγουδιστής γεγές που επιθυμεί “να εκφραστεί ελεύθερα” μέσα στο γενικότερο διογενικό (και ρουσωικό) πνεύμα της “φιλοσοφίας της επιστροφής στη φύση”, που σημαίνει επιστροφή στον πρωτογονισμό. Μέχρι που κάποτε κοντεύει να συν-τριβεί τούτος ο “ουδέτερος” καλλιτέχνης ανάμεσα στους διαδηλωτές και τους αστυνομικούς, που βρίσκονται σε θέση “μάχης”. Ωστόσο, γλιτώνει πέφτοντας στη θάλασσα και το κύμα τον φέρνει στο Βόρειο Πόλο. Εκεί οι αρκούδες τον φτύνουν για λογαριασμό όλων μας, αλλά ο αιώνιος Κοριός τελικά επιβιώνει καθισμένος πάνω στο παγόβουνο. Πρόκειται για μια λύση εντελώς απαισιόδοξη και ριζικά διαφορετική από αυτήν του Μαγιακόφσκι, που αυτοκτόνησε ίσως γιατί παραήταν αισιόδοξος. (Προσέξτε τον ιδεολογικό υπαινιγμό: ο πόλος βρίσκεται έξω από τα γεωπολιτικά σύνορα των δύο κόσμων: ο Κοριός έχει μια ευχαίρεια επιλογής του δρόμου της καθόδου του και προς τους δύο).
“Το Βήμα”, 11-3-1980
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση