Σπ. Μελετζής: Ο Ελληνικός λαός τσάκισε τα αιματοβαμμένα κοκορόφτερα του Φασισμού
Ήταν μια υπέροχη στιγμή, που ο λαός της Αθήνας μέσα σε μια ώρα συνειδητοποίησε τι ήταν φασισμός, τι ήταν Μεταξική διχτατορία και τι τον περίμενε αν σκλαβωνόταν και από τον Ιταλικό φασισμό. Και τότε όλος, με μια φωνή, βροντοφώναξε εκείνο το ιστορικό, το μεγάλο ΟΧΙ! Δεν θα περάση ο Φασισμός!
Ένα κείμενο και φωτογραφίες του φωτογράφου της Εθνικής Αντίστασης Σπύρου Μελετζή, ανοίγει το αφιέρωμα της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη. Από την έκδοση “Σπύρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά”, εκδ. «Αρχείο Σπύρου Μελετζή», Αθήνα 2002.
Η νύχτα είχε σμίξει σχεδόν με τη μέρα. Η πούλια από ώρα είχε χαθή μέσα στο αυγινό φως και μονάχα ο αυγερινός αχνολαμπύριζε μέσα στο κιτρινοκόκκινο χρώμα τ’ ουρανού. Ο ύπνος κρατούσε ακόμα κλειστά τα βλέφαρα του λαού της Αθήνας όταν ακούστηκαν ξαφνικά κείνα τα παρατεταμένα ουρλιάσματα των σειρήνων, που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ύστερα άρχισαν να κτυπάνε και οι καμπάνες των εκκλησιών, όμοια και κείνες ασταμάτητα λες κ’ ήτανε κουρδισμένος. Τρομαγμένος ο κόσμος σηκώθηκε από τα κρεββάτια του κι’ έτρεξε κοντά στα παράθυρα για να δη έξω στους δρόμους τι συμβαίνει. Άλλοι ανέβηκαν πάνω στις ταράτσες , έτσι όπως ήταν με τις πυτζάμες τους και κοίταζαν δεξιά και αριστερά προσπαθόντας να μαντέψουν γιατί χτυπάν οι καμπάνες, γιατί ουρλιάζουν απαίσια οι σειρήνες. Και όσο τα ουρλιαχτά των σειρήνων εξακολουθούσαν, τόσο και η έξαψη του κόσμου και η περιέργεια φούντωναν και ανακατεύονταν το πρωινό εκείνης της Δευτέρας στις 28 του Οκτώβρη του 1940.
Κάποια στιγμή ακούστηκε: Π ό λ ε μ ο ς! Π ό λ ε μ ο ς! Π ό λ ε μ ο ς… Γέμισαν με μιας όλοι οι δρόμοι της Αθήνας από τη λέξη αυτή. Γέμισαν και οι συνοικισμοί, όπου σαν μαύρη αντάρα απλώθηκε και σκέπασε ολάκερη την πρωτεύουσα. Δεν μπορούσες πια να δης από πού άρχιζε και πού τέλειωνε.
Οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο! Διαδόθηκε με μιας.
Σάστισε ο κόσμος και οι γυναίκες, γιαγιάδες και μανάδες άρχισαν να φωνάζουν, να βλαστημούν και να καταριώνται τον Μουσολίνι. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, έτρεχαν από δω και από κει, ρωτούσε η μια την άλλη, κλαίγανε, μαζευόντανε στις γωνιές, τέντωναν τα μάτια και τα αυτιά τους να δούνε, ν’ ακούσουν, να μάθουν.
Όπως όταν ορμά λύκος μέσα σε κοπάδι πρόβατα κι’ αυτά ξαφνιάζονται κι’ από διαίσθηση του κινδύνου θέλουν να προφυλαχθούν για να γλυτώσουν, μα από το φόβο τους και από τη σαστιμάρα τους δεν ξέρουν κατά πού να τρέξουν, έτσι έμοιαζε κι’ ο κόσμος κείνο το πρωϊνό της Δευτέρας. Σαν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να γυρνά στα σπίτια του και ο φόβος να καταλαγιάζη. Κάθε οικογένεια άρχισε ψύχραιμα να συζητά τι θα κάνη.
Κατά τις δέκα η ώρα το πρωΐ, ενώ τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα και οι σειρήνες σήμαιναν συναγερμό και οι αστυφύλακες φώναζαν στον κόσμο να πάη σε καταφύγια, ένας αντίθετος πανζουρλισμός έπιασε τον κόσμο. Ξαναγέμισαν οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας κι’ όλη η πλατεία Συντάγματος από άνδρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά. Κρατούσαν τροκάνες, έπαιζαν φυσαρμόνικες, τραγουδούσαν, έβγαζαν τα καπέλα και τα σακάκια τους και τα πετούσαν στον αγέρα ψηλά κι’ ύστερα τα μάζευαν και τα στριφογύριζαν δεξιά και αριστερά και τα ξαναπετούσαν πάλι. Τι ήταν εκείνο το πανηγύρι, εκείνη η παραζάλη, εκείνο το μεθύσι, που έκανε ένα λαό ολόκληρο μια σφιχτοδεμένη μάζα πότε να περπατά σιγά, πότε να τρέχη, να φωνάζη και ν’ ανακατεύονται οι φωνές να γίνονται βουή και μούγκρισμα, που να μη μπορής να ξεχωρίσης τίποτε και ν’ αφήνης τον εαυτό σου να παρασέρνεται μέσα σ’ αυτή τη φουρτουνιασμένη ανθρωποθάλασσα που κανένας δεν ήξερε από πού άρχιζε, πού τέλειωνε, πού τραβούσε, τι ήθελε. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε κι’ άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό μας Ύμνο:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη,
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα αντρειωμένη,
Χαίρε ω χαίρε λ ε υ τ ε ρ ι ά.»
Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται, σείστηκε η γη ολάκερη. Τραντάχτηκε συθέμελα η Αθήνα. Μια φωνή ανάκατη με χαρά, περηφάνεια και ενθουσιασμό έβγαινε αυθόρμητα μέσ’ από χιλιάδες καρδιές, μέσ’ από χιλιάδες στόματα κι’ άρχισε να υψώνεται από τη γη ως τα μεσούρανα. Άστραψε από χαρά ο Παρθενώνας. Σταμάτησε το βάδισμά της πάνω στη ζωοφόρο η Πομπή των Παναθηναίων κι’ ανήσυχοι οι Ολύμπιοι Θεοί στράφηκαν προς το μέρος, που ακούγονταν τούτο το τραγούδι της λευτεριάς για να δούνε ποιοι το τραγουδούν.
Έλαμψαν από χαρά τα πρόσωπά τους σαν είδαν πως το τραγουδούσαν Ελληνόπουλα. Σαν είδαν πως ύστερα από 2.500 χιλιάδες χρόνια η Ελληνική φυλή, ο Ελληνικός λαός δεν ξέχασε τις διδαχές των θεών τους. Τα πάντα για τη λευτεριά. Για να κρατηθή αυτή η λευτεριά πρέπει συνεχώς οι δυνάμεις του φωτός να παλεύουν με τις δυνάμεις του σκότους.
Αντίκρυ απ’ την Ακρόπολη πάνω στην κορφή του Λυκαβητού, περήφανο τ’ άλογο του Άη – Γιώργη χτυπούσε με τα μπροστινά πόδια το πλακόστρωτο, χλιμίντριζε και τέντωνε τ’ αυτιά του για ν’ ακούση και να νοιώση καλύτερα της λευτεριάς το τραγούδι. Κι’ ο Άη – Γιώργης, καβαλλάρης ζωσμένος τ’ άρματά του, λαμπροφορεμένος, σαν να πήγαινε κι’ αυτό, όμοια με το λαό, σε πανηγύρι, σήκωνε ψηλά το κοντάρι έτοιμος να το μπήξη στα σπλάχνα του αιμοβόρου δράκοντα του φασισμού, που έφραζε την πηγή και δεν έδινε νερό στον άνθρωπο να πιη, να ξεδιψάση, να προκόψη. Σαν το Γέρο του Μοριά έδειχνε κι’ αυτός με τη σειρά του στο λαό της Αθήνας, στον λαό της Ελλάδας, τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήση αν ήθελε να έχη το νερό της λευτεριάς δικό του, να βρέχη το ψωμί του να χορταίνη την ψυχή του.
Τούτη τη συμπαράσταση των Θεών των Αρχαίων Ελλήνων και του Άη – Γιώργη την ένοιωσε μέσα στην ψυχή του σα δύναμη ακατάλυτη ο ελληνικός λαός και τράνεψε τόσο πολύ, που δεν είχε κρατημό. Όμοιο σαν φυσά αγέρας δυνατός πάνω σε σπαρτά και κάνει να κυματίζουν τα στάχυα πότε δεξιά και πότε αριστερά και τα παρασέρνει στο πέρασμά του και τα στριφογυρίζει , έτσι ήταν και τούτη η ανθρωποθάλασσα, που την παράσερνε ο ενθουσιασμός και η έξαρση του πατριωτισμού τούτη την Άγια Ώρα καθώς τραγουδούσε το « χ α ί ρ ε, ω χ α ί ρ ε λ ε υ τ ε ρ ι ά.»
Ήταν μια σπάνια στιγμή. Μια ανάταση της ψυχής και του πνεύματος του λαού της Αθήνας, που σκλαβωμένος απ’ τη φασιστική διχτατορία της 4ης Αυγούστου του Μεταξά και των Μανιαδάκηδων, του ρετσινόλαδου, της εξορίας, του πάγου και των βασανιστηρίων χιλιάδων ανθρώπων, που πάλευαν ενάντια της και ζητούσαν να καλλιτερεύσουν τη ζωή, να σπάσουν τη θηλειά, που τους είχαν περάσει στο λαιμό και τους έπνιγε κάθε ώρα, ξέσπασε εντελώς αυθόρμητα κι’ άφησε να φανή όλο το μίσος που ένοιωθε για το φασισμό και όλη του την αγάπη για τη λευτεριά. Ήταν μια υπέροχη στιγμή, που ο λαός της Αθήνας μέσα σε μια ώρα συνειδητοποίησε τι ήταν φασισμός, τι ήταν Μεταξική διχτατορία και τι τον περίμενε αν σκλαβωνόταν και από τον Ιταλικό φασισμό. Και τότε όλος, με μια φωνή, βροντοφώναξε εκείνο το ιστορικό, το μεγάλο ΟΧΙ:
ΟΧΙ! Δεν θα περάση ο Φασισμός!
Θάνατος στο Φασισμό!
Ζήτω η Ελλάδα!
Ζήτω ο λαός της Αθήνας!
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!
Χαίρε ω χαίρε Λ ε υ τ ε ρ ι ά!
Έσμιξε τη στιγμή αυτή και συναδελφώθηκε όλος ο λαός, σκόρπισαν τα μίση και τα πάθη, γέμισαν όλων οι καρδιές αγάπη, έγινε πραγματική Ανάσταση.
Τρισευλογημένη αξέχαστη στιγμή. Σκόρπισε με μιας η φοβέρα του πολέμου κι’ έγινε ο θάνατος παιγνίδι. Δεν έβλεπες ούτε ένα σκυθρωπό πρόσωπο, όλα λες κι’ είχαν φωτισθή από το υπέρλαμπρο φως της λευτεριάς και λαμποκοπούσαν. Κι’ απορούσες ποια δύναμη θεϊκή, αόρατη, ξανάνιωσε σε μια στιγμή τούτο το λαό, τον ξανάπλασε και τον ύψωσε ως τα μεσούρανα, τον λευτέρωσε από κάθε πρόληψη, του ξαστέρωσε τη σκέψη, τον έλουσε στο φως της και τον φτέρωσε έτσι ώστε να νοιώθη πως δεν είναι πια αδύναμος και άβουλος αλλά λαός θεριό, λαός Τιτάνας, γίγαντα, ημίθεος. Ένας λαός, που βρήκε για μια στιγμή τον εαυτό του, τη χαρά του, τη λευτεριά του κι ας πήγαινε αύριο στον πόλεμο. Ήταν η στιγμή που τραγουδούσε:
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.»
Γιγάντωσε με μιας εκείνο το ΟΧΙ στο Φασισμό, πέταξε πάνω από πολιτείες και κάμπους, έφτασε ως τις απρόσιτες βουνοκορφές της Πίνδου. Το πήραν τα πουλιά και τόκαναν τραγούδι, γέμισαν τα φαράγγια και οι λαγκαδιές, φυσήξαν οι αγέρες του βουνού και τόσμιξαν με τ’ αφρισμένα νερά του Αώου, τόφεραν ως πάνω στης Αλβανίας τα χώματα, το πήραν οι αητοί και το σμίξαν με τα βουβά νερά του Καλαμά κι’ έγιναν τα νερά του τάφος υγρός για τους φασίστες. Αναγάλλιασε της Γκραμπάλας η βουνοκορφή και χάρηκε του Καλπακιού ο κάμπος. Φούσκωσαν των φαντάρων και των τσολιάδων τα στήθια, φύσηξαν Α Ε Ρ Α.
Α έ ρ α, α έ ρ α, και τα φαράγγια της Πίνδου ορθώθηκαν κάστρα άπαρτα. Το πήρε κι’ όλος ο Ελληνικός λαός, τόκανε πίστη και θρησκεία, τόκανε τραγούδι και φλάμπουρο, τόκλεισε μέσα στην ψυχή του φυλαχτό του και θεό του. Ζεστάθηκαν οι καρδιές του, φωτίστηκαν, έλαμψαν, έγιναν ηρωικές, θεϊκές. Το τραγούδησαν νέοι και νιές, γέροι και γριές σε κάθε γωνιά της Ελλάδας με χίλιους τρόπους. Το πήραν οι μανάδες κι’ οι γιαγιάδες και οι αδερφές, το πλέξαν φανέλλα και πουλόβερ, κάλτσα, σκούφο, γάντι, τα ’στειλαν στους φαντάρους που πολεμούσαν πάνω στ’ αδούλωτα βουνά μας να ζεστάνουν τα κορμιά τους, να ζεσταθούν και οι καρδιές τους.
Κι’ έγινε τούτο το τραγούδι θάρρος και δύναμη κι’ έδωσε φτερά στις γυναίκες της Ηπείρου, στις νέες και στις γριές και φορτώθηκαν ζαλίγκα, όλμους και ντουφέκια, μυδράλια και κανόνια, σφαίρες και μολύβια και τρόφιμα και τ’ ανέβασαν ως πάνω στις κορφές της Πίνδου. Κι’ από τη ζέστα του κορμιού τους κι’ από την φλόγα της καρδιάς τους και την πίστη, που είχαν στον αγώνα και στη νίκη, λειώναν τα χιόνια και οι πάγοι κι’ άνοιγαν πέρασμα καθώς σκαρφάλωναν στις χιονοσκέπαστες πλαγιές κι’ ανέβαιναν εκεί, που το ιερό χρέος τις καλούσε.
Ένα ξέφρενο μεθύσι ήταν τούτος ο πόλεμος, που σταμάτησε όλων τη λογική κι’ άνοιξε διάπλατα το δρόμο στην καρδιά και στο αίσθημα, στον ενθουσιασμό και στην αποκοτιά.
Ντουφέκι και κανόνι πάνω στα βουνά. Φροντίδα και αγάπη στις πολιτείες και στα χωριά. Τίποτε δεν έμεινε στάσιμο και αμέτοχο. Παντού γοργότρεχε σ’ όλων τα κορμιά καυτό το αίμα. Η ζωή πήρε καινούργιο νόημα. Η χαρά έσμιγε με τον πόνο και γίνονταν αδέρφια. Συνεπαρμένος από τούτο το μεγάλο θάμα και ο μεγάλος Εθνικός μας ποιητής ο Κωστής Παλαμάς μέσα στα βαθειά του γηρατειά θα κάνη κουράγιο και θα πη τούτα τα στερνά του λόγια:
«Τούτον τον λόγο θα σας ειπώ δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε απ’ τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»
Κι’ ήπιε όλη η Ελλάδα απ’ τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα. Ο Φασισμός του Μουσολίνι τσακίστηκε και κουρελιάστηκε πάνω στις κορφές και στα φαράγγια της Πίνδου, πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Έξι μήνες κράτησε τούτο το μεγάλο πανηγύρι του πολέμου και τα λόγια του ποιητή είχαν γίνει πραγματικότητα.
Ο Ελληνικός λαός τσάκισε τα αιματοβαμμένα κοκορόφτερα του Φασισμού.
Η ιστορία και η τέχνη θέλησαν να γράψουν και να χαράξουν πάνω σε πελώρια μαρμάρινη πλάκα τον άθλο αυτόν του Ελληνικού λαού. Καμιά πλάκα δεν μπορούσε να χωρέση την ηρωική εποποιΐα της γενιάς του Σαράντα. Έμεινε έτσι χαραγμένη από μόνη της με τα αιμάτινα γράμματά της πάνω στης Πίνδου τις βουνοκορφές παρακαταθήκη αιώνια και κληρονομιά στις μελλοντικές γενιές:
Α Λ Β Α Ν Ι Κ Ο Ε Π Ο Σ Τ Ο Υ 1 9 4 0!
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη