15 Ιουνίου 1987
Ο Γιώργος νευριασμένος περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν συμμαθητή του. Είχε τσαντιστεί, συνέχεια στροβέλιζε στο μυαλό του ο Συρίγος και η φωνή του.
Ένα χιουμοριστικό και τρυφερό διήγημα του Γ.Φ. Καλογέρογλου από τη μικρή συλλογή«Για πάντα ΕΣΣΔ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις komsomol, έχοντας στο εξώφυλλο μια λεπτομέρεια από την φωτό του αγαθού γίγαντα Βλαντίμιρ Τσατσένκο (αντίπαλος με τον Ισπανό Κορμπαλάν, που φαίνεται σαν νάνος δίπλα του). Στο εσωτερικό μάλιστα υπάρχει εισαγωγικά κι η εξής αφιέρωση του συγγραφέα
Αφιερώνεται στις παιδικές γαλαρίες των ΚΟΒ, κυρίως στους «δογματικούς» που δε ρίξαν τα κόκκινα λάβαρα υποστήριξης της CCCP. Στα ξεπουλητάρια που ασπάστηκαν τον ευρωκομμουνισμό και τις λοιπές μεταμοντέρνες αρλούμπες τους ξαναθυμίζουμε τα σοφά λόγια του Τσατσένκο: «Η ήττα μας στο τερέν του μπάσκετ είναι αποτέλεσμα της νέας μας στρατηγικής (εννοεί του ΚΚΣΕ) που μετά το 20ό συνέδριο έδειξε πραγματικά τι σημαίνει ειρηνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό… να κοιτάς δηλ το μπασμένο αμερικανάκι Γκάλη και να κάνεις το μαλάκα».
Το διήγημα που ακολουθεί είναι το πρώτο από τα τρία συνολικά που περιέχει η έκδοση και διηγείται τις περιπέτειες και τη δύσκολη επόμενη μέρα ενός έφηβου, που υποστήριζε στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 87’ τη Σοβιετική Ένωση και υφίσταται την καζούρα, τα πειράγματα και την προδοσία φίλων, συμμαθητών και του παιδικού του έρωτα.
«Τίποτα τίποτα δε μας σταματά… Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά… Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα… Αργύρης Καμπούρης… 101-102…»
Ο Γιώργος νευριασμένος περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν συμμαθητή του. Είχε τσαντιστεί, συνέχεια στροβέλιζε στο μυαλό του ο Συρίγος και η κωλοφωνή του. Στα αυτιά του είχε ακόμα τις στρακαστρούκες του πασόκου που δούλευε στον ΟΤΕ από την απέναντι πολυκατοικία, που είχε βγει και φώναζε Ελλαδάρα-ομαδάρα με το λευκό αμάνικο και το σταυρουδάκι που πλεκόταν με τις τρίχες του στέρνου και που πετάγονταν απ’ έξω. Στρακαστρούκες πέταγε κι ο ψιλικατζής όλο το βράδυ, ο ψιλικατζής που στραβοκοιτούσε όταν ο πατέρας του τον έστελνε να πάρει το Ριζοσπάστη. Η κουφάλα λες και το ‘κανε επίτηδες. Με το που βγήκε έξω ο μικρός είχε αρχίσει να λέει μαλακίες για τον Τσατσένκο, τι του έκανε για δεύτερη φορά η Ελλάδα του κομμουνισμού και κάτι τέτοια, πριν κάνα δίμηνο είχε κολλημένο τρανζίστορ στην αυτάρα του και άκουγε για το Σισμίκ… Ο Γιώργος γυρνούσε άπραγος στα σοκάκια, με τα λεφτά για παγωτό στην τσέπη, σιγά μην αγόραζε από το ρουφιάνο τον ψιλικατζή ξανά το ξυλάκι λεμόνι-φράουλα, τη γρανιτάρα του καλοκαιριού, που την τσάκιζε με τη πρώτη ευκαιρία. «Τα τίμια λεφτά των εργατών, κουφάλα, που μου δίνουν για χαρτζιλίκι, δε θα στα ξαναφήσω», σκεφτόταν. Κάθισε σε ένα παγκάκι και σκεφτόταν τη Νικολέτα, ένα κοριτσάκι που του ‘χε πάρει το μυαλό, ξανθό και λυγερόκορμο, που έμενε στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας και πήγαινε στο δίπλα σχολείο. Είχε έρθει από την Αυστραλία με τα πατίνια της και ένα ξανθό κότσο με κάτι φακίδες που του δημιουργούσαν ταραχή όταν τις κοιτούσε… Περνούσε η ώρα και η Νικολέτα πουθενά. Ίσως δεν έβγαινε, σκέφτηκε. Εμφανίστηκαν οι συμμαθητές του Γιώργου μαζί με αγόρια και κορίτσια της γειτονιάς, με συνθήματα και τραγούδια για την χτεσινή νίκη…
-Από Σεπτέμβρη να γραφτούμε όλοι μπάσκετ, πετάει την ιδέα ο Μάριος που φορούσε την μπλούζα της εθνικής.
-Τι μπάσκετ να παίξεις ρε χοντρέ; Πήγαινε πρώτα στα βοδιλάιν να αδυνατίσεις, του απαντά ο Σούλης. Χαχαχαχα γελάσαν όλοι. Πωωωω δεν είχε διάθεση να τους ακούει, δεν έβλεπε πουθενά και τη Νικολέτα, του ζαλίζαν τα αυτιά με τον Γκάλη και το Γιαννάκη.
-Τι έχεις ρε και δε μας μιλάς; Του αποκρίθηκε ο Άρης, ένας συνομήλικος από την ίδια τάξη του δημοτικού.
-Το ‘δες χθες;
-Ναι, του απάντησε ο Γιώργος, αλλά δεν χάρηκα. Τι το ‘θελε και το ‘πε; Το ακούσαν όλοι και τον άρχισαν στην πρόγκα.
-Σας γαμήσαμε καλά χθες ε; Κωλοδάχτυλα στα αυτιά, πειράγματα, Ελλαδάρα, ομαδάρα, φωνές, σφυρίγματα… Είχε αρχίζει να κοκκινίζει από τα νεύρα του, είχε φάει και κάτι νερά στη μπλούζα, την κοπάνισε για να γλιτώσει την πρόγκα, με δυο δρασκελιές είχε βρεθεί στην καβάτζα του, σε κάτι σκαλάκια. Σιγά μην τον άφηναν έτσι, ειδικά κάνα δυο κωλοπαιδαράκια που όλο έπαιζαν κατακέφαλα με την πρώτη ευκαιρία σε κάθε τους συναπάντημα. Είχε κάτσει κάνα δεκάλεπτο λαχανιασμένος και τσαντισμένος, όχι για την πρόγκα, μα με τον μαλάκα τον Άρη που δε τον είχε υποστηρίξει. Δεν ήταν κολλητοί, απλά οι πατεράδες τους «περνούσαν» από την Κόβα της γειτονιάς. Εκεί είχαν γνωριστεί, στην εσωτερική αυλή της Κόβας. Έπαιζαν με κάτι κόκκινες μπίλιες και περίμεναν να τελειώσουν οι συζητήσεις των μεγάλων, καμιά φορά τους έβαζαν να ζωγραφίσουν και κάνα σφυροδρέπανο σε κάνα πανό για να ξεβαρεθούν.
-Τρέχα μαλάκα έρχονται… και ο Αντρέας έχει σφεντόνα, του είπε ο Άρης που μόλις είχε φτάσει για να του πει τα καθέκαστα.
-Τρέχα, φύγε, πήγαινε σπίτι σου.
-Ευχαριστώ για τη στήριξη, του ‘πε ειρωνικά ο Γιώργος που ήταν τσαντισμένος γιατί ο Άρης δεν είχε πάρει θέση υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης… Ο Άρης έπιασε στον αέρα το ειρωνικό σχόλιο και με ήρεμο τόνο του ξηγήθηκε.
-Ο πατέρας μου μού ‘πε να μην πω τίποτα εναντίον της εθνικής. Ήταν άδικο. Πώς και οι δικοί του δεν του ‘χαν πει το ίδιο; Είμαστε ή δεν είμαστε με την USSR γαμώτη; Σκέφτηκε ο Γιώργος. Μπουγέλα με νερό από την πάνω πλευρά των σκαλιών έπεφταν κατά πάνω τους, ο Αντρέας με τη σφεντόνα του δε φαινόταν στο μπουλούκι, ο Γιώργος καθώς έτρεχε φώναζε «ένας-ένας άμα θέλετε…», μα δε σταμάτησε να ακούσει τι του απαντούσαν. Κάτι για τη μάνα του σίγουρα και για τον Τσατσένκο. Καθώς έτρεχε, να σου τη και η Νικολέτα χαρούμενη-χαρούμενη έξω από το φούρνο με ένα χωνάκι με τρεις τέσσερις μπάλες παγωτό επάνω. Οι γονείς την είχαν μοναχοκόρη και της έδιναν μόνιμα χαρτζιλίκι με την προϋπόθεση ότι θα αγοράζει φρέσκο παγωτό που είναι πιο υγιεινό και πιο νόστιμο από το ψυγείο του ψιλικατζίδικου. Είχε χαρεί που τον έβλεπε, είχε δυο μέρες να τον δει. Αυτός βρεγμένος από τα μπουγέλα κοντοστάθηκε μα ήταν φανερά τσιλιαρισμένος, κοιτούσε πίσω, απαντούσε μονολεκτικά. «Τι να έχει αλλάξει» θα σκεφτόταν η έρμη η Νικολέτα, «αυτός μέχρι χθες μου ‘γραφε ραβασάκια και χτυπούσε συνέχεια το κουδούνι για να ζητήσει βοήθεια σε εξισώσεις που δεν μπορούσε να λύσει…» Η αμηχανία ήταν εμφανής στο πρόσωπο του Γιώργου.
-Μου ‘πε η μητέρα σου ότι θα ‘σαι στις κούνιες, πήρα ένα παγωτό και ήρθα να σου πω… δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, ενώ είχε γίνει κόκκινη σαν παντζάρι, γιατί οι φωνές των παιδιών που κυνηγούσαν το Γιώργο τον έκαναν να εξαφανιστεί από μπροστά της.
Καθώς έτρεχε, έκλαιγε από τα νεύρα του. Τα είχε ζητήσει από τη Νικολέτα και σε λίγες μέρες θα ‘φευγε για κατασκήνωση, ίσως να του ‘λεγε την απόφασή της. Βρέθηκε σε μια τρύπα στο λόφο του Φινόπουλου που την ήξερε μόνο αυτός, ήταν η τρύπα που μόνο σε δύσκολες περιπτώσεις περνούσε μέσα της τις ώρες του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το κακό που τον βρήκε με το κωλομπάσκετ. Σουρούπωσε σιγά-σιγά, βγήκε από την κρυψώνα του και κίνησε για το σπίτι, ενώ στο σουβλατζίδικο απέναντι από την είσοδο τα πειράγματα δίναν και παίρναν. Ο Γκάλης είχε καρφιτσωθεί σε ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ουρές για το μπιφτέκι του «Θανάση», μαζί με τις μητέρες υπήρχαν και κάποια από τα παιδιά που ήταν με το μπουλούκι που τον είχε κυνηγήσει το απόγευμα, αλλά έκαναν μόκο γιατί υπήρχε περίπτωση μια φανερή εμπλοκή τους σε καβγά να τους στερούσε το πολυπόθητο σουβλάκι. Σε αυτή τη συνθήκη ο μόνος που δεν είχε τίποτα να χάσει ήταν ο Γιώργος. Πριν πάει σπίτι πέρασε από το ψιλικατζίδικο, του ‘χε πει η μάνα του να πάρει αλεύρι πριν γυρίσει σπίτι. Ο ψιλικατζής όμως έλειπε. Ήταν η τυφλέγκω η πεθερά του που μύριζε σαν ασβός, μοναστήρι και πατσατζίδικο μαζί.
-Γεια σου Γιωργάκη τι κάνεις; Του ‘πε καθώς ήταν πίσω από ένα ξύλινο πάσο και καθάριζε κάτι φασολάκια.
-Τι θες να σου δώσω;
-Ένα αλεύρι, απάντησε ο Γιώργος. Μέχρι να ξεκουνηθεί όμως η τυφλέγκω, να γυρίσει και να πιάσει το αλεύρι, ο Γιώργος είχε κλέψει δυο-τρεις σοκοφρέτες, ενώ πέταξε μέσα στο ψυγείο με τα παγωτά μια καρτέλα αυγά που ήταν ακριβώς πάνω από το ψυγείο. Πλήρωσε, καληνύχτισε και έφυγε. Μπαίνοντας στο σπίτι συνάντησε τη μητέρα της Νικολέτας που τη συμπαθούσε πολύ, αφού ήταν η μητέρα της κοπέλας που δεν έβγαζε από το μυαλό του.
-Γεια σας κυρία Βερονίκη, τι κάνετε;
-Καλά Γιώργο μου, εσύ; Ο μπαμπάς, η μαμά;
-Μια χαρά κυρία Βερονίκη.
-Σου είπε η Νικολέτα; Τελικά θα ξαναφύγουμε για Αυστραλία. Ο μπαμπάς της βρήκε δουλειά στο Σίδνεϋ.. Ο Γιώργος τα ‘χασε, η γροθιά του είχε συνθλίψει τις σοκοφρέτες στην τσέπη του καθώς την κοιτούσε και δεν μπορούσε να το πιστέψει.
-Μεθαύριο θα κάνει πάρτι αποχαιρετισμού και θέλουμε να ‘ρθεις, γιατί μου ‘πε ότι μαζεύεις κασέτες με ξένη μουσική.
-Εντάξει κυρία Βερονίκη, θα ‘ρθω… είπε ο Γιώργος ενώ το ασανσέρ τον έφτυνε σαν κουκούτσι στο δεύτερο όροφο που έμεναν αυτός και οι δικοί του. Όταν μπήκε σπίτι του άφησε το αλεύρι στη μάνα του που τον φίλησε στο μάγουλο και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έσκισε τη φωτογραφία με την ομάδα μπάσκετ της Σοβιετικής Ένωσης, έξυσε για ώρα το χαραγμένο Γ+Ν από το κομοδίνο, κοίταξε στα ντουλάπια τις κασέτες του και πήρε μια απόφαση ότι δεν ξαναπάει ποτέ στην Κόβα, τουλάχιστον για μπίλιες.