Ερωτήματα για το 1821 – ‘Ηταν στ’ αλήθεια φιλέλληνας ο λόρδος Μπάιρον;
Ο Μπάιρον ήξερε να διαχωρίζει τα προσωπικά του συναισθήματα και απογοητεύσεις από τη στήριξή του στις αστικές επαναστάσεις της εποχής.
‘Ηταν στ’ αλήθεια φιλέλληνας ο λόρδος Μπάιρον;
Εξαρτάται πώς ορίζει κανείς το “φιλελληνισμό”. Ο Άγγλος ποιητής, που έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα στα τέλη του 1823 από την αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά όπου βρισκόταν ήδη από το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, αναμφίβολα ήταν γεμάτος φλόγα για την υπόθεση της απελευθέρωσης των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Η δράση και στάση του ως το πρόωρο τέλος του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1824, απέδειξε έμπρακτα πως η έλευσή του δεν ήταν απλά ένας τυχοδιωκτισμός ενός μπλαζέ λόρδου, σε αναζήτηση νοήματος μετά από χρόνια περιπλανήσεων και σεξουαλικών σκανδάλων.
Ο Βρετανός λόρδος ήταν βέβαια παλιός γνώριμος της Ελλάδας, έχοντας, κατά την αριστοκρατική συνήθεια της εποχής, συμπεριλάβει την – υπό οθωμανική κυριαρχία – χώρα στο “Grande tour” γνωριμίας με τα λείψανα του κλασικού πολιτισμού. Οι αναμνήσεις του από την πρώτη επίσκεψη το 1809-1810 ήταν εξαιρετικές, με τον ίδιο να ισχυρίζεται πως ήταν το μόνο μέρος όπου είχε ποτέ υπάρξει ευτυχισμένος. Εκτός από ένα πέρασμα από την εντυπωσιακή αυλή του Αλή Πασά στο Τεπελένι, ο Μπάιρον επισκέφθηκε την Αθήνα και τα κλασικά της μνημεία, αφήνοντας ως ανάμνηση την “Κόρη των Αθηνών”, προς τιμήν της 13χρονης τότε Τερέζας Μακρή, κόρης της σπιτονοικοκυράς του και χήρας του προξένου της Αγγλίας στην πόλη με την οποία είχε ένα πλατωνικό ειδύλλιο, ενώ στο πολύ γνωστό αφηγηματικό του ποίημα “Τσάιλντ Χάρολντ”, ο ίδιος πλέκει το εγκώμιο των Σουλιωτών που τον είχαν βοηθήσει μετά από ναυάγιο του πλοίου του στην Πάργα. Έγραφε τότε εντυπωσιασμένος από τους κατοίκους, πως “Μου αρέσουν οι Έλληνες, ορισμένοι είναι γενναίοι και όλοι είναι όμορφοι”.
Έχοντας βρεθεί γύρω στα 1822-1823 σε προσωπικό τέλμα, ο Μπάιρον, από την Ιταλία που ζούσε με την τελευταία ερωμένη του, Τερέζα Γκουιτσόλι, αμφιταλαντεύτηκε για το αν θα αναζητούσε μια νέα αρχή στη Νότια Αμερική ή αν θα πήγαινε στην Ελλάδα. Στην απόφασή του βάρυνε η επίσκεψη του Ιρλανδού πρώην υποπλοίαρχου του Βρετανικού ναυτικού Έντουαρντ Μπλακιέρ και του Αντρέα Λουριώτη, που είχαν επιφορτιστεί από τις αρχές των επαναστατημένων να διερευνήσουν τη δυνατότητα χορήγησης δανείων από την Αγγλία στους εμπόλεμους. Παρά τους δισταγμούς του, ο Μπάιρον ανταποκρίθηκε ενθουσιωδώς, μολονότι ούτε ο ίδιος, ούτε το Ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, που τον ενέγραψε στους κόλπους του, είχαν σαφή εικόνα για το τι ακριβώς θα έκανε ο τρυφηλός λόρδος στην επαναστατημένη χώρα, πέραν από το να προσφέρει μια διέξοδο στις πιεστικές οικονομικές αγώνες του αγώνα. Μια αποστολή στην οποία ο Μπάιρον έσπευσε να ανταποκριθεί κυριολεκτικά σαν να μην υπήρχε αύριο, διαισθανόμενος πιθανότατα πως για τον ίδιο όντως δε θα υπήρχε.
Ο Μπάιρον, που με τα σημερινά δεδομένα θα θεωρούνταν εκατομμυριούχος, ξόδεψε σεβαστά ποσά από την προσωπική του περιουσία για την ελληνική υπόθεση. Πριν φτάσει καλά-καλά στην Ελλάδα πρόσφερε 4000 λίρες για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου, ενώ ανέλαβε και τη μισθοδοσία του σώματος των Σουλιωτών στο Μεσολόγγι, εξάπτοντας ωστόσο τη φιλαργυρία τους σε σημείο που τελικά να τους διώξει στις 15 Φλεβάρη 1824. Πούλησε επίσης το κτήματα του Rochdale Manor στην Αγγλία έναντι 11.250 λιρών, με σκοπό να διαθέσει όλο το ποσό για τον αγώνα, ενώ με δικά του έξοδα δημιουργήθηκε η “Μεραρχία Βύρωνα” από 30 Φιλέλληνες αξιωματικούς και 200 ακόμα άνδρες. Προσπάθησε επίσης, αν και χωρίς επιτυχία, να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολαβητή μεταξύ των ανταγωνιστικών στρατοπέδων εντός των επαναστατών, ακόμα και στρατιωτικό ρόλο, χωρίς καμία πρότερη εμπειρία. Επιδόθηκε επίσης σε πράξης ατομικής φιλανθρωπίας, ενισχύοντας οικονομικά πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Ιθάκη, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ιδίως ένα κορίτσι ονόματι Χατό, το οποίο έστειλε σε φίλο του στην Κεφαλλονιά μαζί με τη μητέρα του, καθώς και την οικογένεια Χαλανδριτσάνου. Ο 15χρονος γιος της οικογένειας, Λουκάς, έγινε ακόλουθος του Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Φαίνεται πως ο ίδιος τον ερωτεύτηκε και τον πλημμύριζε δώρα, από τους στίχους του ωστόσο φαίνεται πως ο νεαρός δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον προστάτη του, ούτε υπάρχουν αποδείξεις ότι ο εκείνος επέβαλε τελικά βίαια ή με αποπλάνηση τις ορέξεις του στο αγόρι.
Από την άλλη, η προσωπική του άποψη για τους ραγιάδες, ακόμα και για τους αγωνιστές της Επανάστασης, δεν ήταν η καλύτερη, πέρα ίσως από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο θεωρούσε “Έλληνα Ουάσινγκτον”. Ιδιαίτερα άσχημα είχε μετασχηματιστεί η γνώμη του για τους Σουλιώτες, που τόσο είχε θαυμάσει παλιότερα, καρπός των συνεχών οικονομικών τους απαιτήσεων, γράφοντας στις προσωπικές του σημειώσεις πως “Αποφάσισα πως δε θα ασχοληθώ ποτέ ξανά με τους Σουλιώτες – ας πάνε στους Τούρκους ή στο διάβολο…”, ενώ ήταν οργισμένος για την επίθεση του Καραϊσκάκη στο Μεσολόγγι μαζί με 150 Σουλιώτες, στα πλαίσια της αντιπαράθεσής του με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Καταπέλτης κατά των υπόδουλων ήταν και σε επιστολές του από την επαναστατημένη Ελλάδα, κάποιες από τις οποίες δε θα άντεχαν σε καμία σύγχρονη κριτική πολιτικής ορθότητας, όπως εκείνη όπου υποστήριζε πως “Οι Έλληνες είναι πιθανώς ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός του κόσμου… Είναι η πιο ματαιόδοξη και η πιο ανειλικρινής φυλή της γης, μια χημική ένωση από όλα τα ελαττώματα των προγόνων τους. Σε αυτά πρέπει να προσθέσεις τα ελαττώματα των Τούρκων και μια καλή δόση από τα εβραϊκά. Τα πάντα φιλτραρισμένα και ανακατωμένα σε ένα καζάνι δουλείας”. Ενώ αλλού σημείωνε πως: “Η χειρότερη τάση των Ελλήνων είναι ότι είναι τόσο […] παλιοψεύτες – ποτέ δεν υπήρξε τόση ανικανότητα για ειλικρίνεια από τότε που η Εύα ζούσε στον Παράδεισο”.
Ο Μπάιρον όμως ήξερε να διαχωρίζει τα προσωπικά του συναισθήματα και απογοητεύσεις από τη στήριξή του στις αστικές επαναστάσεις της εποχής, γι’ αυτό και τα πρώτα δεν απέτρεψαν αυτό τον φιλήδονο αριστοκράτη να ζήσει σε πρωτόγνωρες για εκείνον αντίξοες συνθήκες και τελικά να προσφέρει τη ζωή του, όπως κάποτε φέρεται να είχε προβλέψει ενώπιον μιας από τις ερωμένες του, της κοντέσας του Μπλέσινγκτον: “Έχω ένα προαίσθημα πως θα πεθάνω στην Ελλάδα”.
Υποφέροντας ήδη πριν την άφιξή του στο Μεσολόγγι, από μυστηριώδεις ασθένειες. η υγεία του Μπάιρον χειροτέρευσε ραγδαία από τις κακουχίες και το υγρό κλίμα της περιοχής. Οι “θεραπείες” των λιγοστών γιατρών που ήταν διαθέσιμοι, που περιορίζονταν ουσιαστικά σε αφαιμάξεις με βδέλλες, μάλλον επέσπευσαν το μοιραίο, που επήλθε στις έξι το απόγευμα, ανήμερα της Δευτέρας του Πάσχα στις 19 Απρίλη 1824.
Δείτε ΕΔΩ όλα τα Ερωτήματα για το 1821
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback