Ερωτήματα για το 1821 – Πώς είδαν οι Οθωμανοί την Επανάσταση των ραγιάδων;
Οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν τέτοια κινήματα ως αποτέλεσμα κακοδιοίκησης ή συνδυασμού της με εξωτερική παρέμβαση, χωρίς να διαβλέπουν εθνικά χαρακτηριστικά.
Πώς είδαν οι Οθωμανοί την Επανάσταση των ραγιάδων;
Στο διάβα των αιώνων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από κινήματα και εξεγέρσεις, ειδικότερα μετά τον 17ο και κυρίως τον 18ο, όταν τα φαινόμενα αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας, αλλά και τα πρώτα δείγματα οικονομικής και στρατιωτικής δυσπραγίας και στη συνέχεια παρακμής άρχισαν να γίνονται περισσότερα ορατά. Ιδιαίτερο πονοκέφαλο προκαλούσαν στο σουλτάνο και τους βεζίρηδες οι ολοένα και ισχυρότερες φυγόκεντρες τάσεις των λεγόμενων αγιάνηδων, ισχυρών τοπικών ηγεμόνων, με γνωστότερα παραδείγματα τον πασά του Βιδινίου Οσμάν Πασβάντογλου και φυσικά το θρυλικό Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Εκτός από αυτές τις αποσχιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν στους κόλπους των κυριάρχων, οι Οθωμανοί είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ξεσηκωμούς των ραγιάδων, με εθνοτικό ή προεθνικό χαρακτήρα και συνήθως περιορισμένη τοπική εμβέλεια. Μεταιχμιακό χαρακτήρα είχαν τα Ορλοφικά του 1770, που έφεραν ακόμα έντονα προνεωτερικό χαρακτήρα στο διάχυτο από μεσσιανισμό ιδεολογικό τους πρόταγμα και έφεραν έντονα τη σφραγίδα της ρωσικής υποκίνησης. Οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν τέτοια κινήματα ως αποτέλεσμα κακοδιοίκησης ή συνδυασμού της με εξωτερική παρέμβαση, χωρίς να διαβλέπουν εθνικά χαρακτηριστικά. Γεγονός απόλυτα αναμενόμενο, καθώς, παρά τις πληροφορίες που από νωρίς είχε συλλέξει μέσω ανθρώπων της η Υψηλή Πύλη για τη Γαλλική Επανάσταση, η εθνογένεση και τα συνδεόμενα με αυτή αστικοδημοκρατικά αιτήματα παρέμεναν για καιρό terra incognita στους ιθύνοντες.
Ως εκ τούτου, ακόμα και την πρώτη απόπειρα υποδούλων της αυτοκρατορίας για ανεξαρτησία, δηλαδή τη Σερβική Επανάσταση, (που ξέσπασε το 1804 και σε διάφορες φάσεις οδήγησε σε διευρυνόμενη αυτονομία σερβικών εδαφών αρχικά και ντε φάκτο ανεξαρτησία αργότερα, η οποία τυπικά ωστόσο αναγνωρίστηκε μόλις το 1878), οι Οθωμανοί την ερμήνευσαν μέσα από παραδοσιακά σχήματα, αρχικά της δυσαρέσκειας λόγω τοπικών κακοδαιμονιών και στη συνέχεια του ρωσικού δακτύλου.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη ότι παρόμοια αμηχανία επεξήγησης των γεγονότων επέδειξαν οι αρχές της αυτοκρατορίας και κατά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, που για πρώτη φορά, σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον, είχε τόσο σαφή τη σφραγίδα των ιδεών του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, ακριβώς λόγω και του ότι οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο και την ελληνόφωνη διασπορά καθιστούσαν αυτή την κοινότητα και την πλέον ευεπίφορη σε αυτά τα ιδεολογικά ρεύματα.
Στο άκουσμα της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία το Φλεβάρη του 1821, η “εισβολή”, όπως αναφέρεται το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, χαρακτηρίζεται “ανήκουστο, αναπάντεχο και περίεργο γεγονός”. Εκφράζονται έντονοι φόβοι για σύμπραξη Σέρβων και Υψηλάντη, ενώ γρήγορα ο ένοχος εντοπίζεται στο συνήθη ύποπτο, δηλαδή τη ρωσική παρέμβαση, παρά την αποκήρυξη του τσάρου προς το κίνημα και την απόταξη του Υψηλάντη από τον αυτοκρατορικό στρατό της Ρωσίας. Kυριευμένος από οργή και φόβο, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, βλέποντας την επανάσταση των ραγιάδων να μετατίθεται στον Πελοπόννησο κι άλλες περιοχές με ισχυρή παρουσία Ρωμιών, προβαίνει διατάσσει ένα όργιο καταστολής, στοχεύοντας ιδιαίτερα στην ελίτ των εξεγερμένων, ακόμα κι εναντίον εκπροσώπων της που δεν είχαν σχέση ή και αντιστρατεύονταν την Επανάσταση. Οι Ρωμιοί αποκλείστηκαν από όλα τα κρατικά αξιώματα, αλλά και τον οθωμανικό στόλο. Επιφανείς Φαναριώτες εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν σε απομακρυσμένες πόλεις της Ανατολίας από τον Απρίλη του 1821 και εξής, ενώ η προθυμία του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ να αφορίσει δις τους επαναστάτες, δεν τον γλίτωσε από την αγχόνη, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις “παρεκτροπές” του ποιμνίου του, του οποίου αποτελούσε τον αναγνωρισμένο θρησκευτικό ηγέτη, με εξουσία πνευματική, αλλά και κοσμική επάνω σε αυτό. Η αδυναμία του πατριάρχη να αποτρέψει ή να προειδοποιήσει έγκαιρα το σουλτάνο για την Επανάσταση, αλλά και η καταγωγή του Γρηγορίου από το Μοριά και δη τα Καλάβρυτα, μια από τις βασικές πρώτες εστίες του ξεσηκωμού, βάρυναν την πλάστιγγα ενάντια στον ιεράρχη, που κατά τα άλλα είχε υπάρξει υπόδειγμα νομιμοφροσύνης.
Η βία – υποκινούμενη και καθοδηγούμενη κυρίως από ουλεμάδες και γενίτσαρους – δεν περιορίστηκε στους ανώτερους κύκλους των υπόδουλων, αλλά επεκτάθηκε συνολικά στο ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια και άλλων περιοχών, όπως η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη και η Κως, όπου σημειωτέον ο ορθόδοξος πληθυσμός δεν είχε καμία εμπλοκή στα επαναστατικά γεγονότα. Άλλα κατασταλτικά μέτρα που επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν ήταν οι κατασχέσεις περιουσιών, ο διαχωρισμός της επικράτειας σε “ζώνες αυξημένου κινδύνου”, με τη σχετιζόμενη απαγόρευση των ραγιάδων να μετακινηθούν χωρίς ειδική άδεια, η – εν πολλοίς άκαρπη – προσπάθεια να μαζευτούν τα όπλα των χριστιανών, που ήταν αρκετά διαδεδομένα, παρά τη θεωρητική απαγόρευση οπλοφορίας για εκείνους πέραν των πολεμικών περιόδων.
Προσπαθώντας να εξηγήσουν τα τεκταινόμενα, οι Οθωμανοί κατέφυγαν σε θεωρίες της μεσαιωνικής ισλαμικής πολιτειολογίας, με επίκεντρο της ιδέες του Άραβα φιλοσόφου Ίμπν Χαλντούν, ενώ ενισχύθηκαν και οι ιδέες του τάγματος των Νακσιμπεντήδων, που πρέσβευαν μια επιστροφή “στην καθαρότητα” του σουνιτικού Ισλάμ. Υπό την επιρροή αυτών των ρευμάτων, εκδόθηκαν σουλτανικά διατάγματα ενάντια στις παρεκκλίσεις από τον ορθό μουσουλμανικό τρόπο ζωής, όπως προτροπές για συνένωση των μουσουλμάνων και εξοπλισμό τους κατά των απίστων.
Με βάση αυτή την οπτική, οι εξεγερμένοι ελληνορθόδοξοι κρινόταν από την κεντρική εξουσία ότι εκούσια εγκατέλειψαν την “προνομιακή” θέση του προστατευόμενου υπηκόου (ζιμμή) για να μετατραπούν σε εχθρούς του Ισλάμ (χαρμπήδες) με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την αντιμετώπισή τους, δηλαδή χωρίς κανένα περιορισμό στα μέτρα καταστολής εναντίον τους. Η αναμέτρηση ερμηνευόταν με όρους ιερού πολέμου (τζιχάντ) ενώ στην πράξη, όπως ήδη είδαμε, η διάκριση μεταξύ νομιμοφρόνων και μη υπηκόων του σουλτάνου καταργούνταν, με την εθνοτική και θρησκευτική τους ταυτότητα να εκλαμβάνεται ως βασικό τεκμήριο ενοχής.
Εκτός όμως από την πολιτική του μαστίγιου, η οθωμανική εξουσία δοκίμασε και εκείνη του “καρότου”, εν προκειμένου του λεγόμενου istimalet, μιας πρακτικής με την οποία οι επαναστάτες που υποτάσσονταν στο σουλτάνο αμνηστεύονταν, οι κατασχεθείσες περιουσίες επιστρέφονταν στους ιδιοκτήτες τους και οι περιοχές που αποδέχονταν το status quo λάμβαναν φοροαπαλλαγές κι άλλα προνόμια. Η πρακτική αυτή, εφαρμόστηκε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και περιοχές μετά τον Αύγουστο του 1821, υπαγορευμένη εν μέρει κι από τον ιδιαίτερα αλγεινό αντίκτυπο που είχε για την αυτοκρατορία στο εξωτερικό η σφαγή της Χίου του 1822. Τα αποτελέσματα αυτής της απόπειρας προσεταιρισμού των εξεγερμένων είχε λιγοστά αποτελέσματα, κυρίως σε περιοχές πολύ κοντά στην κεντρική εξουσία και με εξαρχής αδύναμα επαναστατικά κινήματα, όπως η Χαλκιδική, το Άγιο Όρος και η Θάσος, ενώ εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά το 1824, όταν και έγινε φανερή η “φιλελληνική” στροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Σταδιακά, πέρα από την αντιμετώπιση της ελληνικής επανάστασης ως μια ρωσοκίνητη ανταρσία απίστων ή και “ληστών”, σε ορισμένα οθωμανικά κείμενα απαντώνται και οι πρώτες απόπειρες να αποδοθούν με νεωτερικούς όρους τα συμβάντα και οι ιδεολογικές συνιστώσες τους, ιδιαίτερα μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση των επαναστατών στην Επίδαυρο και την ψήφιση του πρώτου συντάγματος. Ακόμα και σε περιπτώσεις ωστόσο, που διαφαίνεται οι Οθωμανοί ιθύνοντες να αντιλαμβάνονται το χαρακτήρα της επανάστασης, παραμένουν για πολιτικούς λόγους στις δημόσιες τοποθετήσεις τους στις πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις περί ανταρσίας κατά της αυτοκρατορικής νομιμότητας.
Αυτός ο σημαντικός κλονισμός της νομιμότητας είναι που οδήγησε το σουλτάνο Μαχμούτ Β’ στην απόφαση να ενισχύσει το προφίλ του ηγεμόνα που ενδιαφέρεται για τους υπηκόους του, ιδιαίτερα για τους χριστιανούς, ελληνικής και μη εθνοτικής και γλωσσικής προέλευσης. Για το λόγο αυτό, κατά το διάστημα 1829-1837, πραγματοποίησε πέντε περιοδείες, χορηγώντας χρήματα για την ανέγερση εκκλησιών και συναγωγών και δώρα σε κατοίκους χωριών. Στο στρατιωτικό τομέα, ήδη μεσούσης της Επανάστασης, πραγματοποιήθηκε η κατάργηση του τάγματος των Γενιτσάρων, ενώ το 1829 επιβλήθηκε η ευρωπαϊκή ενδυμασία και το φέσι στον οθωμανικό στρατό, μέτρο που επεκτάθηκε στο σύνολο των κρατικών υπαλλήλων στη συνέχεια. Η Επανάσταση του 1821 δεν προκάλεσε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην αυτοκρατορία, αφού αυτές είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια νωρίτερα, λειτούργησε όμως, μαζί με άλλα γεγονότα, όπως οι εξεγέρσεις του Αλή Μεχμέτ Πασά της Αιγύπτου, ως καταλύτης για την επέκτασή τους. Οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες, με γνωστότερο φυσικά το Τανζιμάτ (1839), κινήθηκαν στον ιδεολογικό αντίποδα της Γαλλικής Επανάστασης, προσανατολιζόμενες σε κεντροευρωπαϊκά μοντέλα, όπως της Πρωσία και της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το μόνιμο δίλημμα που βρισκόταν στον πυρήνα αυτών των προσπαθειών εξόδου του “μεγάλου ασθενούς” όπως ολοένα και συχνότερα άρχισε να αποκαλείται η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο εξωτερικό, ήταν από τη μια η ενίσχυση της συνοχής της, μέσω παραχώρησης ελεγχόμενης ισονομίας σε όλες τις εθνοθρησκευτικές κοινότητες, κι από την άλλη η μη διατάραξη της πρωτοκαθεδρίας του ισλάμ και της θέσης του σουλτάνου ως χαλίφη και εγγυητή του θρησκευτικού νόμου (σαρία). Στο έδαφος αυτού του διλήμματος, θα ξεπηδούσε, λιγότερο από έναν αιώνα μετά τον ξεσηκωμό των ραγιάδων, το τουρκικό εθνικό κίνημα.
Δείτε εδώ όλα τα Ερωτήματα για το 1821