Ερωτήματα για το 1821 – Πώς και γιατί έγινε η μεγάλη σφαγή της Χίου;
Μπορεί το επαναστατικό κίνημα να καταπνίγηκε εν τη γενέσει του στη Χίο, διασφαλίζοντας την οθωμανική κυριαρχία για 90 χρόνια ακόμα, συνολικά όμως το μέγεθος της καταστολής μάλλον κατέληξε σε αυτοϋπονόμευση της αυτοκρατορίας στην προσπάθειά της να πατάξει τον ξεσηκωμό στον ελλαδικό χώρο.
Σε μια εποχή πριν τη φωτογραφία, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αν είχαν την τύχη να βρεθούν στο επίκεντρο ταλαντούχων καλλιτεχνών, περνούσαν στην αιωνιότητα μέσα από τον καμβά, έστω και σε χρόνο σαφώς πολύ υστερότερο από ό,τι θα επέτρεπε ακόμα και στις πιο πρωτόλειες μορφές της η εφεύρεση που επέτρεψε για πρώτη φορά την αποτύπωση της ορατής πραγματικότητας στο χαρτί. Για τη Χίο, η “τύχη” να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το μεγάλο ρομαντικό ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά, ήταν συνυφασμένη με ποτάμια αίματος και χιλιάδες ξεριζωμένους. Μπορεί ο όρος ανθρωπιστική καταστροφή ακόμα να μην είχε καταγραφεί, τίποτε λιγότερο όμως δε θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια το τι ακριβώς διαδραματίστηκε στο νησί εκείνη την αποφράδα άνοιξη του 1822.
Λόγω της στρατηγικής της θέσης πάνω στα σταυροδρόμια των εμπορικών δρόμων προς την Ανατολή, από την Κωνσταντινούπολη ως την Κύπρο και τους Άγιους Τόπους, αλλά κυρίως χάρη στο μοναδικό προϊόν της μαστίχας, η Χίος κατείχε σημαντική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία είχε περάσει από το 1566. Τα εικοσιδύο Μαστιχοχώρια αποτελούσαν προσωπική περιουσία του εκάστοτε σουλτάνου, γεγονός που ενίσχυε τα προνόμια του νησιού, που πλήρωνε συγκριτικά χαμηλούς φόρους, ενώ η παρουσία των οθωμανικών αρχών περιοριζόταν στον τοπικό μουσελίμη (κυβερνήτη), τον δικαστή (καδή) και μια φρουρά λίγων εκατοντάδων αντρών στα βόρεια του νησιού. Την πραγματική εξουσία διαχειριζόταν οι πέντε δημογέροντες, τρεις ορθόδοξοι και δυο καθολικοί, προερχόμενοι από ισχυρές οικογένειες του νησιού, συχνά απόγονοι των Γενουατών και Ενετών που κυριαρχούσαν παλιότερα στη Χίο.
H μεγάλη ακμή του νησιού αντικατοπτρίζεται στον αριθμό των κατοίκων της, που την περίοδο της Επανάστασης υπολογίζονται μεταξύ 80.000 και 120.00 χιλιάδων, την ανάπτυξη των γραμμάτων, αλλά και την ύπαρξη ενός υποτυπώδους “κράτους πρόνοιας”, με νοσοκομείο, φροντίδα για τα έκθετα βρέφη και οικονομική στήριξη όσων κατοίκων δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Yπό αυτές τις συνθήκες, η αναπτυγμένη αστική τάξη του νησιού έβλεπε τα συμφέροντά της απόλυτα ταυτισμένα με το status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας σε αντίστοιχη κατεύθυνση και την πλειονότητα των πιο λαϊκών στρωμάτων. Έτσι λοιπόν, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι επαναστατικές κινήσεις στη Χίο προήλθαν “απέξω”, με πρωτοβουλία αγωνιστών από άλλα μέρη της Ελλάδας, και στήριξη ή και υποκίνηση από Χιώτες που ζούσαν εκτός νησιού. Η πρώτη απόπειρα να μπει η Χίος στην Επανάσταση έγινε το Μάη του 1821, όταν κατέφτασε στο νησί ένας στόλος από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, υπό την ηγεσία του Υδραίου Ιάκωβου Τομπάζη, ο οποίος είχε ήδη συναντηθεί με τους πρόκριτους του νησιού στα Ψαρά, που μάταια προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από την απόβαση στο νησί τους. Έτσι κι αλλιώς όμως, η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων φοβόταν τις επαναστατικές περιπέτειες και κυριολεκτικά πήρε τα βουνά όταν κατέφτασε ο στόλος του Τομπάζη, ο οποίος σύντομα αποχώρησε άπρακτος. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τους Οθωμανούς, που έσπευσαν να συλλάβουν ως ομήρους τον αρχιεπίσκοπο Πλάτωνα και άλλα μέλη επιφανών ορθόδοξων και καθολικών οικογενειών ως ομήρους, ενώ στο νησί έφτασαν και 1000 άτακτοι από τον αντικρυνό Τσεσμέ, επιδιδόμενοι σε σφαγές και λεηλασίες.
Τον επόμενο χρόνο, ήταν σειρά του Σαμιώτη επαναστάτη Λυκούργου Λογοθέτη να προσπαθήσει να υποδαυλίσει τον ξεσηκωμό σε αυτό τον τόσο σημαντικό στρατηγικά κόμβο του βορειανατολικού Αιγαίου. Μαζί με τον χιώτικης καταγωγής, παλιό αξιωματικό του Ναπολέοντα, Αντώνη Μπουρνιά, ο Λογοθέτης και 1500 ακόμα άντρες αποβιβάστηκαν στο νησί στις 21 Μαρτίου του 1822 και μπήκαν στην Χώρα, δηλαδή την πρωτεύουσα. Στη μάχη που ακολούθησε με την οθωμανική φρουρά, οι επαναστάτες επικράτησαν και ο Λογοθέτης μπήκε στο μέγαρο όπου κρατούνταν ο επίσκοπος Πλάτωνας, ενώ καθαίρεσε και τη δημογεροντία του νησιού, εγκαθιστώντας εφόρους, σε μια εμφανή μίμηση του συστήματος που είχε ήδη εφαρμόσει στη Σάμο. Μόνο που στην περίπτωση της Χίου, το λαϊκό έρεισμα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, αλλά κι όσοι ακόμα χωρικοί είχαν πειστεί από τα εθνικά και κοινωνικοπολιτικά κηρύγματα του Λογοθέτη, δε διέθεταν ούτε τον απαραίτητο οπλισμό, ούτε την αναγκαία πειθαρχία για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η απόλυτα εχθρική στάση της άρχουσας τάξης του νησιού, της μόνης που διέθετε τους απαιτούμενους πόρους για την επιβίωση της επανάστασης στη Χίο, αλλά και οι έριδες μεταξύ ντόπιων και ξένων, όπως και μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη, διευκόλυναν την οθωμανική αντεπίθεση, που ήρθε σαρωτική και ανελέητη.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, 11 Απρίλη 1822, όταν έφτασε στο νησί ο τρομερός στόλος του καπουδάν πασά Καρά Αλή, τον οποίο ακολουθούσαν ως και 30.000 Οθωμανοί άτακτοι που είχαν συγκεντρωθεί νωρίτερα στον Τσεσμέ. Το ποιόν αυτού του ασκεριού περιέγραφε ο Βρετανός πρόξενος της Σμύρνης ως εξής: “ξεφορτωθήκαμε όλα τα καθάρματά μας, που πήγαν να συμμετάσχουν στη λεηλασία της Χίου”. Μετά από βραχύβια αντίσταση, ο Λογοθέτης και οι άντρες του κατόρθωσαν να διαφύγουν σε ψαριανά πλοία, με το νησί να μένει έρμαιο στην εκδικητική μανία και τον πόθο της αρπαγής των ατάκτων. Ο τρόμος ξεκίνησε από τη Χώρα, όπου, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι δρόμοι γέμισαν πτώματα με γυναίκες, άντρες και παιδιά κάθε ηλικίας, χωρίς να γλιτώσουν ούτε οι τρόφιμοι του νοσοκομείου, οι ψυχασθενείς και οι κωφάλαλοι στα αντίστοιχα ιδρύματα. Στη συνέχεια το μένος των Οθωμανών εξαπλώθηκε στην ύπαιθρο, με τις μεγαλύτερες σφαγές να πραγματοποιούνται στην ιστορική βυζαντινή Νέα Μονή και στον Άγιο Μηνά, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες, που αφανίστηκαν μέχρις ενός. Ο Άγιος Μηνάς μάλιστα πυρπολήθηκε και ξαναχτίστηκε αργότερα στο ίδιο μέρος, με τη λαϊκή παράδοση να θέλει τους λεκέδες στο πέτρινο πάτωμα που απέμεινε να προέρχονται από απανθρακωμένα πτώματα. Είναι αδύνατον να υπολογιστούν ακριβώς τα θύματα της σφαγής, που συνεχιζόταν για εβδομάδες, κάποιες εκτιμήσεις όμως θεωρούν πως μαζί με τους περίπου 45000 αιχμαλώτους που βρέθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, αλλά και τις προσφυγικές ροές, η Χίος έχασε ως και δυο τρίτα του πληθυσμού της, έστω κι αν τα επόμενα χρόνια αρκετοί φυγάδες επέστρεψαν κι ορισμένοι αιχμάλωτοι εξαγοράστηκαν.
Οι επαναστάτες από τις εξεγερμένες περιοχές δεν άφησαν αναπάντητο το λουτρό αίματος. Στις 6 Ιουνίου, εκμεταλλευόμενοι τους εορτασμούς των Οθωμανών για το τέλος του Ραμαζανιού, οι Κωνσταντίνος Κανάρης και Αντρέας Πιπίνος κατόρθωσαν να πυρπολήσουν τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, σκοτώνοντας τον ίδιο και πολλά μέλη του πληρώματος και αξιωματικούς. Ο οθωμανικός στόλος αναγκάστηκε να γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη, όχι όμως πριν γραφτεί η τελευταία πράξη του δράματος, με την καταστροφή των ως τότε προφυλαγμένων Μαστιχοχωρίων ως αντίποινα για τη δράση των Ελλήνων μπουρλοτιέρηδων.
Όπως είναι αναμενόμενο, στον απόηχο της σφαγής ξεκίνησε η αναζήτηση ευθυνών για την ανείπωτη τραγωδία. Οι ιστορικοί του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όσοι ήταν χιακής καταγωγής, όπως ο Φίλιπ Αρτζέντι, ενοχοποίησαν κατά βάση το Λυκούργο Λογοθέτη και συνολικά του Σάμιους επαναστάτες, που επιχείρησαν να “εξαναγκάσουν” τους Χιώτες σε μια επανάσταση που οι περισσότεροι είτε αποστρέφονταν είτε απλώς φοβούνταν. Για τις ευθύνες του Λογοθέτη, αλλά και τις ιδεολογικές χρήσεις του αφηγήματος που τον καθιστά βασικό υπεύθυνο της σφαγής, είχαμε αναφερθεί στο αμέσως προηγούμενο σημείωμά μας. Εδώ ας επαναλάβουμε εμφατικά ότι τα ποτάμια αίματος δεν ήρθαν από το Λογοθέτη και τους άντρες του, αλλά από την εντελώς δυσανάλογη αντίδραση των Οθωμανών, με ευθύνη μάλιστα προσωπικά του σουλτάνου, επηρεασμένου από τις συμβουλές του υπουργού του Χαλέτ Εφέντη, ο οποίος, κατά τα αυλικά ειωθότα της εποχής, βρέθηκε κι ο ίδιος αποκεφαλισμένος λίγους μόνο μήνες μετά τη σφαγή της Χίου.
Μπορεί το επαναστατικό κίνημα να καταπνίγηκε εν τη γενέσει του στη Χίο, διασφαλίζοντας την οθωμανική κυριαρχία για 90 χρόνια ακόμα, ως τους Βαλκανικούς Πολέμους, συνολικά όμως το μέγεθος της καταστολής μάλλον κατέληξε σε αυτοϋπονόμευση της αυτοκρατορίας στην προσπάθειά της να πατάξει τον ξεσηκωμό στον ελλαδικό χώρο. Στρατιωτικά, η επικέντρωση της δράσης του οθωμανικού στόλου στο ανατολικό Αιγαίο βοήθησε στην εδραίωση της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ ακόμα βαρύτερες ήταν οι πολιτικές συνέπειες της σφαγής, καθώς σε ολόκληρη την Ευρώπη ξέσπασε ένα κύμα αποτροπιασμού για τα γεγονότα, δίνοντας μεγάλη ώθηση στο φιλελληνικό ρεύμα που προϋπήρχε. Πέραν της πασίγνωστης περίπτωσης του Ντελακρουά, η τραγωδία της Χίου συγκίνησε, ανάμεσα σε πολλούς καλλιτέχνες, και το Βίκτωρ Ουγκώ, που αφιέρωσε στα γεγονότα το ποίημα του “L’ enfant” (1828), ανοίγοντας με τους στίχους:
Οι Τούρκοι πέρασαν από εδώ. Όλα είναι ερείπια και πένθος.
Η Χίος, το νησί του κρασιού, δεν είναι παρά ένα σκοτεινό βάραθρο.
Δείτε εδώ όλα τα Ερωτήματα για το 1821