Το πρώτο Φεστιβάλ του Μίκη, 40 χρόνια πριν
Με το που διπλασίασε το κορμί του ο Μίκης ανοίγοντας σαν αετός τα χέρια του, με το που άρχισε να κρατά το ρυθμό με το αριστερό του πόδι, ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το πλήθος. Σε ένα λεπτό τραγουδούσαν, σε πέντε λεπτά παραληρούσαν, στο τέλος είχαν γίνει επικίνδυνοι.
Το 1977, σαράντα χρόνια πριν, ο Μίκης Θεοδωράκης συμμετέχει για πρώτη φορά στις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή. Παραθέτουμε παρακάτω μια αυθεντική μαρτυρία με εξαιρετικό ενδιαφέρον, παρά τους όποιους περιορισμούς της, που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στον εξής έναν: Νίκος Μπίστης. Ο Μπίστης περιγράφει την επαναπροσέγγιση του Μίκη με το ΚΚΕ και την εμφάνισή του στο 3ο Φεστιβάλ, που κορυφώθηκε στο Περιστέρι, στο βιβλίο του “Πρωχωρώντας και Αναθεωρώντας”. Εκεί υπονοεί ουσιαστικά πως ο Μίκης ήρθε σε εκείνο το Φεστιβάλ, για να δέσει η υποψηφιότητά του για Δήμαρχος Αθηναίων, που είχε αποφασιστεί από τα “ανώτερα κλιμάκια” -sic- και ότι ο κόσμος τον αντιμετώπιζε αρχικά μουδιασμένα αν όχι καχύποπτα, για κάποιες παλιότερες δηλώσεις του που ήταν εμπρηστικές. Ούτε καν οι ημερομηνίες δε βγαίνουν σε αυτήν την αφήγηση (το 3ο Φεστιβάλ έγινε το Σεπτέμβρη του 77′, ενώ οι Δημοτικές Εκλογές 13 μήνες αργότερα), αλλά αυτά δεν έχουν και τόση σημασία. Όπως δεν έχουν, σε τελική ανάλυση, και οι μπηχτές του Μπίστη, που δίνει, ωστόσο, μια καλή περιγραφή των γεγονότων.
Το 3ο, το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο, Φεστιβάλ της ΚΝΕ πραγματοποιήθηκε στο Περιστέρι, αφού ξεπεράστηκαν τα βλακώδη εμπόδια που έθετε η κυβέρνηση της ΝΔ για την παραχώρηση του γηπέδου στον Άγιο Ιερόθεο. Μια απλή υπόθεση πήρε χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης. Η απαγόρευση, ως γνωστόν, πεισμώνει και επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Όλο το καλοκαίρι διαδηλώναμε: “Το Φεστιβάλ θα γίνει στο Περιστέρι”, και γράφτηκαν άπειρα άρθρα για το θέμα, κινητοποιήθηκαν διανοούμενοι, κόσμος και ντουνιάς. Ο συνδυασμός γραφειοκράτη και δεξιού σκοτώνει, αλλά αυτή τη φορά αποδείχτηκε -κατ’ εξαίρεσιν- ότι η βλακεία δεν είναι ανίκητη. Το Φεστιβάλ έγινε, τελικά, στο Περιστέρι. Τα πράγματα όμως, μουσικοπολιτικά, είχαν πια αλλάξει. Το εκκρεμές Μίκης Θεοδωράκης είχε πάρει κατεύθυνση προς το άλλο άκρο. Ενώ, λοιπόν, στην Καισαριανή δεν μπορούσες να ακούσεις Θεοδωράκη, στο Περιστέρι ήταν δύσκολο να ακούσεις κάτι άλλο.
Το αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη συναυλία που θα έδινε ο Μίκης με τη Φαραντούρη, την Κυριακή το βράδυ, πριν από την κεντρική ομιλία του Χαρίλαου. Δεν έπεφτε καρφίτσα όταν ο Μίκης σήκωσε το τεράστιο κορμί του, ανέβηκε τα σκαλιά της εξέδρας και, με μια ανάλαφρη κίνηση μέσης και φουντωτού κεφαλιού, χαιρέτησε το πλήθος. Η υποδοχή ήταν ίσα βάρκα, ίσα νερά. Καλή, αλλά όχι ενθουσιώδης. Το κίτρινο βλέμμα του μίσους είχε φύγει, αλλά το παράπονο για τη δήλωση με τους “γενίτσαρους” ήταν ακόμα εκεί. Ο Μίκης δεν έδειχνε την παραμικρή ανησυχία. Εκείνος ήξερε καλύτερα τους κομμουνιστές και την ψυχολογία των μαζών.
Πριν καν ακουστεί η επική φωνή της Μαρίας, με το που βγήκε η πρώτη πενιά από το μπουζούκι του Καρνέζη και του Παπαδόπουλου, με το που διπλασίασε το κορμί του ο Μίκης ανοίγοντας σαν αετός τα χέρια του, με το που άρχισε να κρατά το ρυθμό με το αριστερό του πόδι, ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το πλήθος. Σε ένα λεπτό τραγουδούσαν, σε πέντε λεπτά παραληρούσαν, στο τέλος είχαν γίνει επικίνδυνοι. Τι δήμαρχο; Γραμματέα του ΚΚΕ στη θέση του Χαρίλαου να τους ζητούσες να τον κάνουν, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να δεχτούν. Στο τέλος τον πλησίασαν, τον περικύκλωσαν, προσπαθούσαν να τον φτάσουν, να απλώσουν το χέρι και να τον ακουμπήσουν, να πάρουν την ευλογία του. Και αυτός γελούσε σα μικρό παιδί. Απολάμβανε το θρίαμβό του. Τίποτε από όσα έχω ζήσει στα Φεστιβάλ δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό το σχεδόν θρησκευτικό παραλήρημα. Το πάθος των από κάτω γινόταν ένα με τη δημιουργική μανία της μαυροντυμένης μεγαλόπρεπης φιγούρας που διηύθυνε από πάνω.