Στα κόκκινα στάδια του ευτυχισμένου μέλλοντος της εργατικής τάξης
Ανταπόκριση από τη δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη.
Κανονικά ως τίτλος έπρεπε να μπει το “Θα ‘ναι σαν να μπαίνει η ανάπτυξη”, απ’ τις διασκευές που έπαιξε ο τσολιάς και τα τσόλια του. Με κέρδισε στο νήμα όμως παραπάνω φράση από την ομιλία του Κουτσούμπα, που δεν πέρασε στην απομαγνητοφώνηση, πιθανότατα γιατί δεν ήταν στην αρχική εκδοχή, και την είπε ο γ.γ εκτός κειμένου στο τέλος, πάνω στον ενθουσιασμό του, σα στίχο από την πιο αισιόδοξη ποίηση του μέλλοντος και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Τα υπόλοιπα της ομιλίας για το μακεδονικό, τον ιμπεριαλισμό, και τους αριστερούς υπηρέτες του, πολιτική ανάλυση της κατάστασης και τις ενθουσιώδεις αναφορές στα 100 χρόνια, θα τα έχετε ήδη δει παντού. Αυτό όμως μόνο στην Κατιούσα.
Ο τσολιάς ήταν πόλος έλξης από τους νεοεμφανιζόμενους, υποψήφιος για ρούκι της χρονιάς στο φετινό φεστιβάλ και μπήκε πριν από τον Κουτσούμπα για να μαζέψει κόσμο από νωρίς και να του δώσει lead-in. Γέμισε τη νεανική σκηνή και θα είχε άλλο τόσο, αν έμπαινε λίγο πιο αργά στο πρόγραμμα, στην πράιμ τάιμ ζώνη. Έπαιξε 50 λεπτά, περίπου όσο ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής Ελληνοφρένειας, και σχεδόν όσα ο Κουτσούμπας – που δεν είχε όμως τραγούδια, πάντα ή κάποιον να μελοποιήσει τους αυτοσχέδιους στίχους. Κι είναι κρίμα που δεν βάλαμε πάνω απ’το Μπαρμπαγιάννη σκηνικά με αστεράκια, άσπρα, κόκκινα και μπλε σαν αυτά που έχουν στολίσει την πόλη, για να κάνει κι αυτός τον αμερικανοτσολιά, που είναι της μόδας φέτος στην κυβερνώσα αριστερά.
Ο Αποστόλης έριξε αρκετές μπηχτές ενάντια στους ομοφοβικούς, αλλά οι συριζαίοι θα κολλούσαν στα “σεξιστικά” αστεία για τη νυφούλα του Θερμαϊκού και τη μεγαλύτερη αδερφή της. Είπε επίσης αρκετά αστεία για τον Κούλη με τον οποίο συνταξίδευε στο αεροπλάνο, αλλά οι συριζαίοι θα κολλούσαν στις ειρωνείες και τη διασκευή για το θα ‘ναι σαν να μπαίνει η ανάπτυξη. Είπε ακόμα για τους παιδεραστές και την ενορία στην οποία υπάγονται, και απείλησε κάτι παιδιά που έκαναν φασαρία στις μπροστινές σειρές πως θα τους τιμωρήσει να παρακολουθήσουν το δικό μας Κουτσούμπα να φασώνεται με τη Δέσποινα Κουτσούμπα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πως δε θέλουν να δουν αυτό το θέαμα – φαντάζομαι πολιτικά μιλώντας. Αναρωτήθηκε για τις διαφορές μεταξύ Παναγιώταρου και Παναγιότατου και αφιέρωσε και το τελευταίο τραγούδι του, τους “Ήρωες” στον Παύλο Φύσσα, για ένα πιο αγωνιστικό φινάλε, καθώς πλησιάζει η επέτειος της δολοφονίας του.
Στο τέλος κάποιοι έμειναν με μισά χαμόγελα αμηχανίας στα χείλη, γιατί είχαν συνηθίσει αλλιώς τον Αποστόλη, με ραδιοφωνικές φάρσες και τρολάρισμα στους ακροατές, ενώ τώρα φαινόταν έξω από το στοιχείο του. Αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως όσοι πήγαν να τον δουν απλώς να τρολάρει και να βγάζει “εύκολο” γέλιο, μπορεί να απογοητεύτηκαν γιατί η παράσταση είναι σοβαρή, πολιτική, με μηνύματα και βγάζει παρεμπιπτόντως και γέλιο, αλλά όχι σπαρταριστό, τουλάχιστον όχι μέχρι να πάρει ο Αποστόλης τον αέρα της σκηνής και του ζωντανού κοινού, που είναι τελείως διαφορετικός απ’το ραδιοφωνικό αέρα.
Ο Πασχαλίδης πήρε κι αυτός καλό lead-in απτό γ.γ, αλλά είχε πολλές διαρροές στο Μαργαρίτη, που συνεπήρε τα πλήθη, τον Κουτσούμπα και τον κόσμο γύρω του, που αντί να βαράει παλαμάκια, κατέγραφε τη σκηνή με τα κινητά. Στο περιεχόμενο και την ποιότητα τα τραγούδια κι ο κόσμος ήταν γνήσια λαϊκός, στην ποσότητα όμως, ήταν παραπάνω απ’όσος μπορούσε να χωρέσει η λαϊκή σκηνή, κι έπρεπε βασικά να μετακομίσει στην κεντρική για να γεμίσει το χώρο ως και πίσω απ’το σφυροδρέπανο. Οι πιο πολλοί λένε πως ο Μαργαρίτης έδωσε ρέστα και την καλύτερη συναυλία του στη Θεσσαλονίκη. Κι όσοι επιλέξαμε την άπλα και την “ησυχία” της νεανικής τους πιστέψαμε πλήρως και ας βρίσκονταν σε άλλη διάσταση από την παράσταση του Μάργκαρετ, τη ρετσίνα που γινόταν τούμπα λίμπρε με λίγη Βίκος κόλα και την ποίηση με τα κόκκινα στάδια του ευτυχισμένου μας μέλλοντος – κι ας είμαστε κατά της θεωρίας των (κόκκινων και μη) σταδίων.
-Δύο υστερόγραφα ως παραλειπόμενα από την πρώτη μέρα είναι τα εξής:
-Η τοπική εφημερίδα των δυτικών προαστίων με τίτλο “Αιχμηρά” και υπεύθυνο το Σπύρο (προσοχή, όχι Σφύρο) Δρεπανίδη, που μοιάζει με ψευδώνυμο, αλλά μας είπαν πως δεν είναι (πάντως το όνομά μας είναι η ψυχή μας
– Η ερώτηση μιας τζαμπατζοκυράτσας σ’ένα σύντροφο στην είσοδο γιατί δεν είναι δωρεάν η είσοδος, αφού τα καλύπτουν όλα οι χορηγοί. Εντάξει μανδάμ, είπαμε, το Νταλάρα φέραμε, αλλά όχι τους χορηγούς του.
ΥΓ. Bonus track η φωτό αναγνώστη από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ στη Λειβαδιά: