«Τι θέλει αυτή εδώ;»
ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ
Φτάνω στην είσοδο. Ένας πάγκος, δυο γυναίκες, η μία νεότερη, η άλλη λίγο πιο πάνω από τα χρόνια μου. Κοντοστέκομαι. Αμηχανία. Βλέπεις δεν μπορώ να κρυφτώ, άτιμο πράγμα η δημόσια μούρη, και δεν το θέλω. «Εισιτήριο;» ρωτάω.
Σούρουπο Σεπτέμβρη του 1992. Στη δημοσιογραφική πιάτσα συζητάνε με υποδόριο χιούμορ την ευάριθμη, από πλευράς συμμετοχής κόσμου, «νεκρανάσταση» του Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Πανεπιστημιούπολη. Άλλοι πάλι λένε πως ο κόσμος είναι πιο πολύς απ’ αυτόν που αναμενόταν. Η Αλέκα έχει ήδη κάτσει απέναντί μου στην πολυθρόνα του “Ψηλά τα Χέρια” . Το βρώμικο 89, ο Κοσκωτάς, τα «γουνάκια» , η αισθητική της Αυριανής, το 13ο, το 14ο… Αποφασίζω να πάω στο φεστιβάλ. Διαλέγω να πάω μόνη μου για να δω και ν’ ακούσω χωρίς να …εκθέσω κανέναν.
Φτάνω στην είσοδο. Ένας πάγκος, δυο γυναίκες, η μία νεότερη, η άλλη λίγο πιο πάνω από τα χρόνια μου. Κοντοστέκομαι. Αμηχανία. Βλέπεις δεν μπορώ να κρυφτώ, άτιμο πράγμα η δημόσια μούρη, και δεν το θέλω.
«Εισιτήριο;» ρωτάω. «Περάστε , δημοσιογράφος είστε» λέει η μεγαλύτερη, ψελλίζοντας κι ένα «από πού;». Εννοούσε από ποιο μέσο. Τώρα ούτε εγώ θυμάμαι καλά καλά, μετά την παταγώδη αποχώρηση απ’ το mega, την επανάκαμψη στην ΕΡΤ, το FLASH, το Σκάι. Επαγγελματικά κουλουβάχατα σε αναμοχλευτικούς καιρούς. «Από πουθενά» απαντάω. «Από μόνη μου». Προχωράω. Έχουν πυκνώσει κάποιοι παράξενοι νεολαίοι. Ευγενείς, αγόρια και κορίτσια λιγότερα, και τ’ αυτί μου πιάνει ένα «τί θέλει αυτή εδώ;». Δεν ξέρω ποιος και αν απάντησε.
Περπάτησα με ευκολία. Όλα χειροποίητα. Πάγκοι, πανό, κόσμος αραιός. Με πλησιάζει μια γιαγιά. Μαζί με δυο-τρείς νεότερες, απ’ αυτές που λατρεύω να βλέπω στις διαδηλώσεις, εκδηλώσεις και φεστιβάλ του κόμματος, και κάθε μα κάθε φορά να ξορκίζω κάθε κακό που έρχεται με τα γεράματα και να εύχομαι να τους μοιάσω στα κότσια. «Κι εσύ εδώ; Αμ το λεγα γω ότι αυτή δεν μπορεί, σα δικιά μας ακούγεται. Και ξέρεις το ψέμα φαίνεται στη μούρη. Κι είναι καλύτερη απ’ την τηλεόραση». Στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, σ’ αυτό το ηρωϊκά αμήχανο, μια γιαγιά έσπασε την επιφύλαξη και την παγωμάρα, αλλά κυρίως μ’ έναν τρόπο μαγικό έβγαλε απ’ τα μάτια που με περιεργαζόντουσαν, και γιατί όχι με παρακολουθούσαν, την καχυποψία που γεννούσε η ιδιότητα, η μέρα, ο τόπος, η ιστορία, η ώρα και η στιγμή.
Πέρασαν χρόνια και την ερώτηση «τί θέλει αυτή εδώ» μου την αποκρυπτογράφησε συντρόφισσα που δουλεύαμε πολλά χρόνια στη βουλή μαζί κι από σύμπτωση ήταν αυτή η ίδια και τότε, και το 2000 που έχουμε ορκιστεί βουλευτές και με υποδέχεται ζεστά, όταν περνάω τρέμοντας από συγκίνηση την πόρτα των γραφείων του κόμματος. Τότε είχε αναρωτηθεί ακριβώς αυτό. Το 2000 μου το θύμισε και με ξεψάρωσε όταν αναρωτιόμουν εγώ για άλλα, πολύ ευκολότερα από το πρώτο βήμα.
Πολλοί θυμούνται τη ΔΕΗ και την εικοσάλεπτη διακοπή του ρεύματος στο φεστιβάλ του 92. Εγώ, το διακόπτη που άναψε την ερώτηση κι απάντησα με τη ζωή μου. Εικοσιπέντε χρόνια μετά ξέρω πως ήταν η Ρόζυ.