200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 : «Ψάρι ή κοτόπουλο»;!
Εορταστικό «χάπενινγκ» μέσα στην πιο σκληρή συνθήκη που έζησε ποτέ ολόκληρος ο πλανήτης. Μια λέξη έρχεται στο μυαλό… εμπαιγμός. Οι εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 διακωμωδούνται και η επέτειος ευτελίζεται με το χειρότερο τρόπο.
Πυρετώδεις θα είναι οι προετοιμασίες για τη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου καθώς αναμένουμε την υποδοχή υψηλών προσκεκλημένων που θα «τιμήσουν με την παρουσία τους» τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Η Αθήνα μετατρέπεται σε φρούριο με 4.000 αστυνομικούς, F-16 και Rafale, drones, στρατιώτες, έφιππους (ντυμένους τσολιάδες), ελεύθερους σκοπευτές, κλειστούς δρόμους καθώς και απαγόρευση πρόσβασης απλών πολιτών στο σημείο που θα διεξαχθεί ο «υποτιθέμενος» εορτασμός. Ακόμη, θα χρησιμοποιηθούν απενεργοποιητές κινητών τηλεφώνων ενώ, εκτός των άλλων, θα υπάρχουν και ειδικά εκπαιδευμένοι σκύλοι της ΕΛ.ΑΣ. για την ανίχνευση εκρηκτικών. Ταυτόχρονα, αστυνομικοί θα απομακρύνουν εγκαίρως άτομα που θα επιχειρήσουν να πλησιάσουν στο χώρο της παρέλασης. Παράλληλα, ισχυρές δυνάμεις θα υπάρχουν και στα ξενοδοχεία όπου θα διαμείνουν οι «επίσημοι». Με «μεγάλη αγωνία» εμείς, οι απλοί πολίτες της χώρας τούτης, περιμέναμε να ενημερωθούμε λεπτομερώς και για το μενού των ημερών το οποίο κυριάρχησε σε όλα τα δελτία των ειδησεογραφικών μέσων. Το ψάρι θα κυριαρχήσει στο γεύμα που θα παραθέσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάτι το οποίο άλλωστε είχε «μονοπωλήσει» τις συζητήσεις των πολιτών τη δεδομένη χρονική συγκυρία εν μέσω πανδημίας και συνεχιζόμενου εξαντλητικού lockdown. «Ψάρι ή κοτόπουλο»;!
Εορταστικό «χάπενινγκ» μέσα στην πιο σκληρή συνθήκη που έζησε ποτέ ολόκληρος ο πλανήτης. Λες και με τέτοιες φιέστες χιλιάδων ευρώ θα μπορούσε ποτέ ο απλός πολίτης να ξορκίσει το κακό που τον βρήκε και να τον βγάλει από το τέλμα και τα αδιέξοδα. Λες και τα γκουρμέ γεύματα σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία με μεγάλους σεφ θα γεμίσουν το «άδειο» στομάχι του… Εορταστικό «χάπενινγκ», με την ανεργία να έχει φτάσει στα ύψη, με ανθρώπους να περιμένουν να ζήσουν από τα επιδόματα, με το εθνικό σύστημα υγείας να μην μπορεί να αντεπεξέλθει πια, με ρεκόρ κρουσμάτων και διασωληνωμένων, με ανθρώπους στους διαδρόμους των νοσοκομείο και σε ράντζα, με ΜΕΘ υπερπλήρεις, με όλους εμάς που εδώ κι ένα χρόνο σηκώνουμε αυτή τη ρημάδα την «ατομική ευθύνη» τηρώντας όλα τα μέτρα έχοντας στερηθεί τα ατομικά μας δικαιώματα, με την τηλεκπαίδευση και την τηλεργασία που ήρθαν για να μείνουν, με την ψυχική υγεία να βρίσκεται στο «κόκκινο»…
Μια λέξη μου έρχεται στο μυαλό… εμπαιγμός. Οι εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 διακωμωδούνται και η επέτειος αυτή ευτελίζεται με το χειρότερο τρόπο. Χρήματα που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί σε προσλήψεις γιατρών, δασκάλων, αύξηση του κατώτατου μισθού, στην ουσιαστική στήριξη των ευπαθών ομάδων αλλά και στην ενίσχυση των δομών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας σπαταλήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τις προτεραιότητες σε ένα κράτος τις υπαγορεύει η Ιστορία. Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι προτεραιότητα είναι να νικήσει η ζωή.
Και επειδή για κάποια πράγματα έχουν μιλήσει κάποιοι άλλοι πριν από μένα, κλείνω με κάποιες σκέψεις του μεγάλου ποιητή της μουσικής, της ζωής και της σκέψης Μάνου Χατζιδάκι:
Αντιπαρέρχομαι την αντιπάθεια που μου προκαλούσαν οι άδοντες παρελαύνοντες στρατιώτες, αστυνομικοί και πυροσβέστες, μαθητές και μαθήτριες, ναύτες και αεροπόροι κι όλοι μαζί μετά φανατισμού και πείσματος. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» – τι άραγε το άσμα να εννοεί; Βέβαια δεν μου διέφευγε η προκατασκευή και η επίπονη άσκηση πού απαιτούσεν ένας τόσος «φανατισμός» και τέτοιο «πείσμα» για να εκτοξευθεί εις τας εθνικάς εορτάς το περίφημον «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Όμως, αυτό δεν έχει τόση σημασία. Γεγονός ήταν πως η Ελλάδα, είτε με πείσμα είτε χωρίς, δεν εννοούσε να πεθάνει. Και το διαλαλούσε μετά χάλκινων και ξυλίνων πνευστών, καθώς και μ’ έναν αρκετά μεγάλον αριθμό τυμπάνων. Κι ήρθε ένα Μεγάλο Σάββατο, έτσι καθώς παρακολουθούσα τη λειτουργία της Αναστάσεως σαν τυπικός χριστιανός κι εγώ, μ’ όλες τις ένοπλες δυνάμεις παρούσες και γυαλιστερές, που μου ξαναθύμισαν το γνωστό εμβατήριο της εθνικής μας υπερηφάνειας «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» – τ’ άκουγα μέσα μου καθώς την ίδια στιγμή ηκούγετο το ανακουφιστικό «Χριστός Ανέστη», ενώ μερικοί εύζωνοι, τιμητική φρουρά, χαμογελούσαν αμήχανα και ηλιθίως. Σκέφθηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί.