30 μέρες νύχτα (Αστικοποίηση και δημόσια υγεία)
Διαμορφώνονται μικρά και μεγάλα νεκροταφεία ονείρων, αφού ούτε η επαρχία ούτε τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι πλέον βιώσιμα. Με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αφού και η υγεία χειροτερεύει και η αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν είναι από δύσκολη έως αδύνατη.
Έχοντας μεγαλώσει σχεδόν όλες οι εν ζωή γενιές στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον της Ελλάδας, θεωρείται πως αυτό είναι το μόνο που υπάρχει. Φυσικά μια αναδρομή σε φωτογραφίες πόλεων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο, όπως και η επίσκεψη σε μια σειρά άλλων χωρών. Στην Ελλάδα λίγο το σχέδιο Marshall, λίγο η πολιτική της χούντας και ακόμα περισσότερο η πολεοδομική πολιτική των πρώτων κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, οδήγησαν σε ένα άναρχο αστικό περιβάλλον.
Πλέον στην ουσία υπάρχουν δυο τρία μεγάλα αστικά κέντρα στην Ελλάδα, και κυρίως η πρωτεύουσα, στα οποία συσσωρεύεται πάνω από το 80% του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να έχει διαλυθεί κάθε έννοια ιστορικού κέντρου και να έχουν όλα αντικατασταθεί από διαμερίσματα και πολυκατοικίες, στις οποίες στοιβάζονται οι άνθρωποι στα πρότυπα των αστικών τοπίων των ΗΠΑ. Πολύ ωραία το περιγράφει αυτό η ταινία Μάθε παιδί μου γράμματα, τόσο στη σκηνή στο λεωφορείο που πάνε όλοι -άγνωστο γιατί- στην Αθήνα, ενώ το χωριό έχει μείνει έρημο. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος Διαμαντόπουλου και Τσάκωνα όπου ο γιος περιγράφει την πολιτική παραγωγικής αποσυγκρότησης της ΕΟΚ για την Ελλάδα η οποία θα καταλήξει (όπως και έγινε) σε καφενείο της Ένωσης (και τον πατέρα να προσφέρει τη μνημειώδη ατάκα “μα παιδί μου αυτά τα λένε οι κομμουνιστές”).
Τι σχέση τώρα έχουν όλα αυτά με τη δημόσια υγεία; Μεγάλη. Καταρχήν η αδυναμία παραγωγής αγροτικών προϊόντων συνεπάγεται την απουσία ποιοτικών τροφίμων και ό,τι αυτό συνεπάγεται με την αύξηση των γαστρεντερικών ασθενειών και την ποιότητα ζωής. Ακολούθως ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των μητροπολιτικών κέντρων διευκολύνει τη μετάδοση ασθενειών, όπως φάνηκε και με την πρόσφατη πανδημία. Όμως δεν είναι μόνο τα προβλήματα αυτά, είναι και τα ζητήματα ψυχικής υγείας τα οποία διαμορφώνονται, καθώς για να επιλέξεις (ή να μπορέσεις) να ζήσεις σε τέτοιοι αστικό περιβάλλον πρέπει να λατρέψεις (ή να καταλήξεις να αντέχεις) το χάος και την πίεση, τα οποία από μόνα τους είναι παράγοντας που επηρεάζει την ψυχική υγεία.
Απέναντι σε αυτό μια σειρά ανθρώπων έχουν αποφασίσει να επιλέξουν την ηρεμία της επαρχίας και των μικρών πόλεων, όπως όμορφα περιγράφει και η ταινία 30 μέρες νύχτα που διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό στην Αλάσκα. Η ηρεμία μπορεί να συνδυάζεται με μια πιο εύκολη πρόσβαση στην οικογένεια ή ακόμα και στις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις, ή και στην ενασχόληση με τον αγροτικό τομέα (πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό όπως αναφέρθηκε και πριν). Όμως αυτά από μόνα τους δεν είναι αρκετά. Η πλειοψηφία των επαρχιακών πόλεων δεν έχει και δεν προσπαθεί να έχει επαγγελματικές ευκαιρίες ώστε να κρατήσει τον κόσμο από το να φεύγει. Όπως δεν έχει και υποδομές με κύριο παράδειγμα την κατάσταση που επικρατεί σε μια σειρά νοσοκομείων τα οποία πλέον πολλές φορές αδυνατούν να εφημερεύσουν.
Προκύπτει λοιπόν μια κατάσταση στην οποία ούτε βιώσιμες επαγγελματικές ευκαιρίες υπάρχουν, ούτε υποδομές και η πιο εύκολη δυνατότητα επιβίωσης που παρέχει το σύστημα, από δήμους και περιφέρειες έως βουλευτές και κυβέρνηση, είναι να ανταλλάξεις την αξιοπρέπεια σου με μια θέση κάπου (με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των υποδομών αφού συνήθως η ποιότητα των ανθρώπων που κάνουν αυτή την επιλογή δεν είναι και η καλύτερη). Η άλλη λύση είναι η αναχώρηση καθώς η απουσία αξιόπιστων μέσων μαζικής μεταφοράς και κυρίως τρένου δεν διευκολύνει ούτε την εργασία σε άλλη πόλη από αυτή της διαμονής, πράγμα το οποίο χειροτερεύει το αρχικό πρόβλημα.
Εν τέλει διαμορφώνονται μικρά και μεγάλα νεκροταφεία ονείρων, αφού ούτε η επαρχία ούτε τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι πλέον βιώσιμα. Με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αφού και η υγεία χειροτερεύει και η αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν είναι από δύσκολη έως αδύνατη. Όπως και οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι έρμαια της επιδρομής βρυκολάκων για τις 30 μέρες μέχρι να ανατείλει πάλι ο ήλιος, έτσι και οι πολίτες βρίσκονται ανυπεράσπιστοι στην πολιτική που διαμορφώνει δυστυχισμένες πόλεις. Και η λύση σε αυτό δεν μπορεί να είναι ούτε οι φανφάρες και οι αοριστίες περί ανάπτυξης, ούτε ο τουρισμός. Χωρίς ένα συντεταγμένο σχέδιο, από τη μια, παραγωγικής ανασυγκρότησης, με βάση την αγροτική οικονομία και τις εκάστοτε δυνατότητες της κάθε περιοχής, και χωρίς ανοικοδόμηση και βελτίωσης των υποδομών, δε θα είναι δυνατή ούτε η επιβίωση στην έπαρση και στο τέλος ούτε η επιβίωση στην Αθήνα.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης