50 χρόνια Βασίλης Παπακωνσταντίνου: Γιορτάζουμε εκεί, που «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο»
Ο Βασίλης είναι οι αναμνήσεις, η συλλογική μνήμη, οι θύμησες, η νοσταλγία της εποχής του πικάπ και του γουόκμαν, είναι ο δικός μας Σεπτέμβρης και τα δικά μας Φεστιβάλ. Είναι το δικό μας όνειρο και οι δικές μας μικρές νοθείες…Και όσο εκείνος αντέχει να μας τραγουδάει…θα φωνάζουμε μέχρι να κλείσει η φωνή μας: «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».
Από μικρή, θυμάμαι στο σπίτι να έχουμε αμέτρητους δίσκους του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Θυμάμαι έντονα, τα «Φεστιβάλ της ΚΝΕ» που γίνονταν στην Πανεπιστημιούπολη, την κατάληψη στο σχολείο που τη συνόδευε πάντα ένα τραγούδι του Βασίλη, την αίθουσα διδασκαλίας στο λύκειο που είχε δυο μαυροπίνακες και στον έναν πάντα υπήρχε ένας στίχος από τα τραγούδια του, τα στιχάκια στις τσάντες, στα θρανία, ακόμη και σε μια έκθεση που είχα γράψει, θυμάμαι να κλείνω με τους στίχους από τα «Χαιρετίσματα».
Θυμάμαι να πηγαίνω έκτη δημοτικού και να μας έχει πάει η μάνα μου στο θέατρο Βράχων. Στο τραγούδι «Εγώ για σένα λιώνω» δώσαμε όλο μας το είναι. Μετά ήρθε η εφηβεία. Εποχή της αμφισβήτησης, ροκ διάθεση, ψυχή μονίμως στα κόκκινα. Έρωτες, απογοητεύσεις, κινήματα, νίκες, ματαιώσεις, γεγονότα που θα μας σημάδευαν για πάντα, αλλαγές, ενηλικίωση.
Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας ήταν εκεί. Συνοδοιπόρος. Στη συναυλία για τον Μίκη Θεοδωράκη, ήταν εκεί. Σε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, για να μας θυμίζει ακόμη και σήμερα ότι τα «Μεγάλα Μεγέθη» είναι εκείνα που μας απομένουν στο τέλος. Είναι φυλακτό και παρακαταθήκη μαζί.
Νομίζω, κάπου το 2005-2006 είχαμε πάει στη Σφεντόνα που τραγουδούσε με τη Βιτάλη. Δεν είχα φτάσει ακόμη Λύκειο. Είχα μείνει αποσβολωμένη να τον κοιτάω πάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν πώς γίνεται ένας καλλιτέχνης από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνεται πραγματικά έφηβο γεράκι και να έχει τόση αστείρευτη ενέργεια.
Μετά τον ακολουθήσαμε σε πολλές συναυλίες, από το ΟΑΚΑ με τους Scorpions και τον Joe Cocker, μέχρι τα ανοιχτά θέατρα και τα στάδια. Ο Βασίλης ήταν εκεί. Πάντα παρών με τον τρόπο του. Ποτέ απών. Ήταν σε εκείνη, τη βαθιά συγκινητική συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου. Γιατί ο Βασίλης και ο Θάνος περπατούσαν πάντα μαζί και παράλληλα. Μια γροθιά, συμπαγής και ενωμένη να μας σιγοτραγουδά: «Ξέρω καλά τι πέρασες, βλέπω σκιές στο σώμα, ξέρω, νιώθεις πως γέρασες, μα κράτα λίγο ακόμα».
Όταν έφυγε ο Θάνος Μικρούτσικος ξεριζώθηκε κυριολεκτικά το μέσα μας. Απώλεια τεράστια. Στη συναυλία «Θάνος Μικρούτσικος- Τρία έργα» ήμασταν εκεί. Ο Βασίλης, ο Χρήστος και ο Μίλτος μας έκαναν σε αυτή τη συναυλία να πιστέψουμε για μια στιγμή ότι θα έρθει εκείνος ο άλλος κόσμος, που θα έχει επίκεντρο τον άνθρωπο, στον οποίο όπως έλεγε συχνά ο Θάνος Μικρούτσικος «ο ποιητής θα ψαρεύει και ο ψαράς θα γράφει ποιήματα».
Ήμασταν ακόμη και στις παραστάσεις του Οδυσσέα Ιωάννου, στο «Εννέα και πέντε» και στην «Κοινή ησυχία». Σε μια συνέντευξη είχαν ρωτήσει τον Οδυσσέα Ιωάννου: Τι είναι η Κοινή Ησυχία για εσένα; Εκείνος τότε είχε απαντήσει: «Υπήρχε μία φράση στο 9:05 που έλεγε ότι η πραγματικότητα έχει το μισό δίκιο. Και κάποια στιγμή, όταν μου είπε ο Βασίλης να κάνουμε μία άλλη παράσταση, αναρωτήθηκα που βρίσκεται το άλλο μισό. Και απάντησα ότι βρίσκεται στο όνειρο. Και τα δύο τα θεωρώ πραγματικότητα. Το 9:05 ήταν πραγματικότητα, η ιστορία της Ελλάδας από το ’74 μέχρι σήμερα. Κάποια στιγμή θεώρησα ότι πρέπει να κάνουμε μια παράσταση για το άλλο μισό δίκιο της ζωής μας, που είναι το όνειρό μας. Ξέρεις γιατί; Γιατί αισθάνθηκα ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας έφερε η κρίση είναι ότι σταματήσαμε να λέμε μεταξύ μας όμορφα πράγματα. Σταματήσαμε να ονειρευόμαστε και να μιλάμε για το μέλλον.».
Αυτό ακριβώς, μας κάνει μέχρι και σήμερα ο Βασίλης. Να ονειρευόμαστε, να μιλάμε για το παρόν και το μέλλον, για το ανέφικτο, για εκείνη την έφοδο στον ουρανό, να σιγοτραγουδάμε για εκείνους που έφυγαν, για εκείνους που έμειναν. Ο Βασίλης είναι οι αναμνήσεις, η συλλογική μνήμη, οι θύμησες, η νοσταλγία της εποχής του πικάπ και του γουόκμαν, είναι ο δικός μας Σεπτέμβρης και τα δικά μας Φεστιβάλ. Είναι το δικό μας όνειρο και οι δικές μας μικρές νοθείες. Και όσο εκείνος αντέχει να μας τραγουδάει για εκείνο το παιχνίδι που παίζεται ακόμα εμείς στο τέλος κάθε συναυλίας εκστασιασμένοι από το ήθος του, το πάθος και την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό θα φωνάζουμε μέχρι να κλείσει η φωνή μας: «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».
Για τον Βασίλη, το αιώνιο έφηβο γεράκι που κουβαλάμε πάντα μαζί μας, για όσα ζήσαμε, για όσα ζούμε, για τα πενήντα και για όσα έρθουν θα είμαστε εκεί. Εκεί, που… «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»