Αμμόχωστος η Βασιλεύουσα
Για την άδικη πράξη του βίαιου ξεριζωμού που μας μάτωσε τόσο ύπουλα, τόσο άνανδρα, τόσο θανάσιμα!
Ο ήλιος σαλπίζει ολημερίς πάνω από τα ερείπια της Αρσινόης, τα ετερόφωτα φεγγάρια τις νύχτες σκορπούν την ασημόσκονη των άστρων πάνω στις αμμουδερές παραλίες και στις αποβάθρες της πατρίδας μας κι οι αρχάγγελοι του ουρανού ξαγρυπνούν και προσεύχονται για το δικό μας αβέβαιο αύριο.
Κι ας έσπειραν οι σταυρωτές το οδυνηρό συναίσθημα κι ας αναμετράμε εμείς οι αποδιωγμένοι, δεκαετίες τώρα, την εξορία, τις πληγές και το αίμα της πολύπαθης ψυχής μας…
Τα ακριβά μας όνειρα είναι μόνιμα αγκυροβολημένα εκεί.
Μέσα στα συντρίμμια και στα χαλάσματα, στα ακατοίκητα σπίτια με τα σφαλισμένα παράθυρα, στις ατημέλητες και στις σιωπηλές πλατείες, στους ασύχναστους δρόμους, στα χορταριασμένα ξωκλήσια με τα παραμελημένα λιγνά κυπαρίσσια στους αυλόγυρους.
Η έγνοια μας τις νύχτες εκεί οδοιπορεί κραυγάζοντας σ’ αυτή την αστείρευτη ερημιά, ωστόσο κανένας ίσκιος δε μπορεί να απαντήσει στο αναπάντητο.
Τα φώτα της πολιτείας σβηστά και ανενεργά θρηνούν απαρηγόρητα κι ένας ατιθάσευτος αγέρας σεργιανά από πόρτα σε πόρτα σαν τον τρελό ξενύχτη.
H ζωή μας είναι εκεί, ο θάνατός μας είναι εκεί, η ξενιτιά μας είναι εκεί, η ύλη και το πνεύμα μας είναι εκεί. Όλα ακίβδηλα και ακριμάτιστα. Μόνο εμείς οι ακάματοι και οι πολύμοχθοι που δημιουργήσαμε την αίγλη και τη χλιδή των αιώνων, με το έχει της καρδιάς μας, είμαστε αμέτοχοι και απόντες αναίτια και αδικαιολόγητα.
Πάντα αδικαίωτοι και ανυπεράσπιστοι.
Μα όσο θα χτυπά μια φλέβα ζωής μέσα μας, θα υπερασπιζόμαστε με αμείωτο πάθος τούτη την πολύπαθη πόλη, το παίδεμα αλλά και το ιστορικό της τεκμήριο, τη φήμη και το χαρακτήρα της, τους θρήνους και τις ελεγείες που κλώθει ο καιρός για την ατέρμονη και για την αγλύκαντη μοναξιά της.
Το πνεύμα μας διασπάται και αποχωρίζεται από την ύλη για να μετοικήσει εκεί. Όμως, τώρα πια, μέσα σ’ αυτή την ακαταστάλακτη σιωπή, για ποιον τραγουδά άραγε το αναπεπταμένο και το αδούλωτο πέλαγο της πολύπαθης πολιτείας μας;
Διεκδικούμε με παράφορο ζήλο τη ζωή που μας στέρησαν οι αδίωκτοι, καταδικάζοντας σαν τη μεγαλύτερη ακοσμία και ασχημοσύνη τη φρίκη του πολέμου, επιτιμώντας σφόδρα τη βία και τον έκνομο διωγμό των αθώων θυμάτων του.
Γιατί, μπορεί να υπάρξει μια οδύνη αμετρίαστων διαστάσεων, ανώτερη κι από εκείνη του θανάτου κι αυτή την αστείρευτη θλίψη, εμείς οι αλευτέρωτοι, τη βιώνουμε στη μέγιστη δόξα της.
Ο χρόνος απόμεινε νεκρός και ακινητοποιημένος σε όλα τα ρολόγια της Βασιλεύουσας. Μια τρομαχτική και απόκοσμη σιωπή ασκεί εξουσία σε έναν καιρό μονάρχη, άτεγκτο, βάναυσο και αδάκρυτο.
Ποιος θνητός μπορεί να αντισταθεί στην ανάκληση της μνήμης του;
Ποιο έμβιο ον μπορεί να μερίσει στα δυο την αδιάρρηκτη ενότητα της ψυχής του;
Χρόνους πολλούς ξεσκολίζουμε το μαρτύριο, το βάσανο και την κακουχία της τυραννισμένης πατρίδας μας. Οι αχαλίνωτες τύψεις της μας κυνηγούν ανελέητα γιατί αποδεχτήκαμε αυτό που η αδυσώπητη ιστορική στιγμή μας όρισε: Ένας ξεριζωμένος λαός, πρόσφυγας στον ίδιο του τον τόπο!
Ζούμε μέσα στην αδιαφορία και στην εγκατάλειψη. Αλλά το αίσθημά μας παραμένει πάντα ισχυρό και προσανατολισμένο καρτερώντας υπομονετικά τον άγγελο της δικαιοσύνης να χαράξει εξ’ αρχής με το αγχέμαχο όπλο του τα σύνορα της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Για να αναπτερώσουν πάλι οι δροσεροί βοριάδες το όσιο χώμα που μας γέννησε.
Για να τραγουδήσουν ξανά στη γη μας οι ξάστεροι και οι ηδύφωνοι ουρανοί.
Για να φανερωθεί εσπευσμένα ο χρόνος της αναγνώρισης, της αποδοχής και της δικαίωσης!
Ναι, χάσαμε τη γη, τη χρυσή άμμο και τη θάλασσα, όμως ορθιάσαμε την ελπίδα μας ως τις εσχατιές των αδέκαστων οριζόντων.
Ας σκορπίσουμε σύντροφοι στους ανθόκηπους του ουρανού μας τους σπόρους του προσδόκιμου.
Για να διαπραγματευτούμε την κρίσιμη ώρα με χέρια λυτά.
Για να αποκαταστήσουμε στο παρθένο χώμα της γης μας την ηθική τάξη των πραγμάτων.
Για να γίνει ορατό στο φως το όραμα των καθημαγμένων συμπολεμιστών μας, το ιερό πάθος που θέριεψε και καίει, σαν μια δυνατή φωτιά, τα οργισμένα στήθια μας.
Για τούτη την τυφλή αντιδικία που μας επέβαλαν τα έκνομα συμφέροντα της παγκόσμιας πλουτοκρατίας.
Για το φανατισμό και για τη βαρβαρότητα των γενίτσαρων που έχουμε υποστεί καρτερικά.
Για την άδικη πράξη του βίαιου ξεριζωμού που μας μάτωσε τόσο ύπουλα, τόσο άνανδρα, τόσο θανάσιμα!