Ανδρέας Εμπειρίκος: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια…»
Μετά το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1962, με έκδηλη τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, ίσως και με κάποια διάθεση αυτοκριτικής, θα γράψει: «Με την ψυχή στα χείλη μου, διερωτώμην στην ηλικία που έφθασα αν έκανα καλά ή άσχημα (φιλειρηνικώς και πνευματικώς) που γύρισα τη ράχη μου στον Μαρξισμό και εγκατέλειψα την Επανάστασι, που τόσο πολύ εφλόγιζε τα νεανικά μου χρόνια…»
Μια πολυσχιδή και πολύπλευρη προσωπικότητα. Άοκνος δημιουργικός και πολυπράγμων, υπήρξε μεταξύ άλλων ένας ακάματος ποιητής, ένας εμβριθής πεζογράφος, ένας ευαίσθητος φωτογράφος με πλείστους όσους αντικατοπτρισμούς και ένας ψυχαναλυτής που ιχνηλατούσε αριστοτεχνικά τα εσωτερικά μονοπάτια των ανθρώπων. Αποτέλεσε, άλλωστε, ένας από τους πρώτους Έλληνες ψυχαναλυτές, φανερά επηρεασμός από τη φροϋδική σκέψη, καθώς επίσης και ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Δεν έθετε περιορισμούς στη ζωή του. Αφηνόταν να ζήσει κάθε στιγμή του έντονα, με μια πληρότητα που πήγαζε από τη σιγουριά που αισθανόταν για το έργο του, τις αξίες που πρέσβευε και τον εαυτό του. Ερωτευόταν βαθιά, τσακωνόταν έντονα, παθιαζόταν με ό,τι καταπιανόταν, ιδεολόγος και οραματιστής με μια ειλικρίνεια και εντιμότητα πραγματικά παραδειγματική, που ήταν πιο έντονη και πιο φλογερή στα χρόνια της πρώιμης νεότητάς του. Ήρθε νωρίς σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς και γοητεύτηκε με την ιδέα της επανάστασης, ενώ δεν δίστασε να στηρίξει με όλη του την καρδιά το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, αποδίδοντάς της και φόρο τιμής στο ποίημα του «Το θέαμα του Μπογιατού ως κινούμενου τοπίου», όπου έγραφε, μεταξύ άλλων: «…Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ, κάμε να έρθη γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θάναι και δικό σου…»
Με τον πατέρα του, τον εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκο, ήταν τσακωμένος από το 1928 για ιδεολογικούς λόγους, αλλά το 1931 αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους και ανέλαβε διευθυντική θέση σε μία από τις επιχειρήσεις του, ενώ παράλληλα έγινε και μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Όταν αργότερα θα ξεσπάσουν απεργίες στην επιχείρηση, όμως, θα παραιτηθεί από όλες τις θέσεις που κατείχε, μην αντέχοντας άλλο να γίνεται συμμέτοχος στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, προτιμώντας να παραμείνει συνεπής στο μαρξιστικό του όραμα για τον κόσμο. Κάπου εκεί θα επέλθει και η οριστική ρήξη στη σχέση του με τον πατέρα του.
Το 1935 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, την «Υψικάμινο», μια ποιητική συλλογή με 63 μικρής έκταση ποιήματα, όπου γράφει μεταξύ άλλων για τον σκοπό της ζωής, αναφέροντας χαρακτηριστικά στο ποίημα «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο» πως «σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. […] Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη…»
Πολλοί ειρωνεύτηκαν τότε την πρώτη του παρουσία στον χώρο των γραμμάτων, ενώ ακόμα περισσότεροι τον λογόκριναν και τον κατέκριναν, αντιμετωπίζοντάς τον με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Ειδικά για το έργο του, «Ο Μέγας Ανατολικός», το εκτενέστερο νεοελληνικό μυθιστόρημα, που αποτελεί ομολογουμένως ένα από τα τολμηρότερα κείμενα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έγινε αποδέκτης ενός άνευ προηγουμένου χλευασμού και ειρωνείας, κυρίως για το ερωτικό του περιεχόμενο. Για τον «Μέγα Ανατολικό», που άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώθηκε το 1970, θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης πως «ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη».
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγραψε: «…δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος αυτός να μην ανοίξη νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει σήμερα να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν αντίληψι και νέα προσαρμογή – με μία λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα και ηθική».
Είχε πάντοτε στο επίκεντρο τον άνθρωπο, κάτι που δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί και στα φωτογραφικά του ενσταντανέ. Αγαπούσε τόσο πολύ να αποτυπώνει με αδρότητα και παραστατικότητα τοπία, γυμνά σώματα και στιγμές από την καθημερινότητα των ανθρώπων, γι’ αυτό και μπορεί να τον πετύχαινες να κυκλοφορεί ακόμα και με δύο ή τρεις φωτογραφικές μηχανές – όπως έχει αναφέρει ο γιος του, Λεωνίδας. «Μια φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι», έγραφε χαρακτηριστικά.
Η σχέση του με την Αριστερά και τον κομμουνισμό είχε σκαμπανεβάσματα, παλινδρομήσεις και πισωγυρίσματα, που τον έφτασαν τελικά στο σημείο να αποκηρύξει τον κομμουνισμό και όσα πίστευε στα νεανικά του χρόνια, χωρίς όμως να γίνει υπέρμαχος του καπιταλισμού ή αντικομμουνιστής. Άλλωστε, μετά το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1962, με έκδηλη τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, ίσως και με κάποια διάθεση αυτοκριτικής, θα γράψει: «Με την ψυχή στα χείλη μου, διερωτώμην στην ηλικία που έφθασα αν έκανα καλά ή άσχημα (φιλειρηνικώς και πνευματικώς) που γύρισα τη ράχη μου στον Μαρξισμό και εγκατέλειψα την Επανάστασι, που τόσο πολύ εφλόγιζε τα νεανικά μου χρόνια…»
Με την ψυχή στα χείλη, δεν χρειάζεται από τη μεριά μας να προσθέσουμε κάτι άλλο.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1901.