Ανθρωποφυτείες…
Ήρθε η ώρα να στραφούμε κι ευτυχώς το κάνουμε στην πραγματική δουλειά και στην πραγματική εργασία, στον πραγματικό πλούτο και στην πραγματική ανθρώπινη υπεραξία, σε μια εποχή που οι γνώσεις και τα μέσα αφθονούν. Και δεν αφθονούν απλώς. Μας ανήκουν κιόλας.
Ο Μπάμπης θεωρεί την πανδημία ευλογία. Ηρθε πίσω στην πατρίδα απ’ την Κορέα για να αντέξει εδώ το λοκ ντάουν, αλλά κυρίως για να πάρει μιαν ανάσα. Εβγαζε λεφτά δουλεύοντας δεκαπέντε ώρες την ημέρα σε πραγματικές συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης με παρέα το κρεβάτι του. Ο Νίκος τα ίδια απ’ την Κίνα, όπου οι υπάλληλοι δουλεύουν δωδεκάωρο επί έξι μέρες. Ηδη αυτοκατατάσσονται στους λεγόμενους ψηφιακούς μετανάστες, σαν και τους μισούς υπαλλήλους ψηφιακών εταιρειών σ’ όλο τον κόσμο, που αντιγράφουν τον πατέρα του Facebook, Ζούκεμπεργκ, που διευθύνει την αυτοκρατορία του από τον ιδιόκτητο παράδεισό του στη Χαβάη. Κι έτσι σιγά σιγά γεμίζουμε κι εμείς κι ο κόσμος ανθρώπους – μπρελόκ Ζούκεμπεργκ της διπλανής πόρτας. Κόλαση σε περιτύλιγμα παραδείσου.
Είχα την τύχη να ξεστραβωθώ, σχεδόν προφητικά, περί την τηλεζωή, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σ’ ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, καθώς δεν ξαναπέταξα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού από τότε, με καλούν σ’ ένα σπίτι νεαρού ζευγαριού, στον πεντηκοστό όροφο γυάλινου ουρανοξύστη. Ο νεαρός Ελληνας, ετών 26, golden boy στο επάγγελμα, έχει αναδειχτεί σε χρηματιστή της χρονιάς κι έχει βγάλει δέκα εκατομμύρια δολάρια σ’ ένα χρόνο. Πληρώνει 5.000 για ένα γυάλινο τριάρι κλουβί στον ίλιγγο πενήντα ορόφων ψηλά, με παράθυρα που δεν ανοίγουν, και τα μισά για μια γκαρσονιέρα δίπλα του, όπου έχει στοιβάξει έξι αμερικανοασιάτες που του τρέχουν τη δουλειά, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, για να καλυφθεί το διαφορετικό ξημέρωμα Πεκίνου – Βερολίνου και Νέας Υόρκης. Είναι οι πρώτοι ψηφιακοί δούλοι που συνάντησα, ξυπόλητοι, μ’ ένα σορτς κι ένα μακό, που δούλευαν αναπνέοντας τεχνητό αέρα, και κοιμόντουσαν στο πολυτελές πάτωμα του σχεδόν εναέριου κελιού τους. Και να σκεφθείτε, σύντροφοι, ότι τότε δεν υπήρχε τηλεργασία.
Μια φαινομενικά ανώδυνη εμπειρία με μόλυνε ευτυχώς με το μικρόβιο της ταξικής συνείδησης, όπως αυτή τώρα πια διαμορφώνεται αναπόδραστα, και μετά το ’89 ίσως απελπιστικά αργά, στις συνθήκες του ψηφιοποιημένου παγκόσμιου καπιταλισμού. Ομως εγώ ήξερα και το αλλιώς. Ενώ τα σημερινά παιδιά κι εγγόνια της γενιάς μου κατάντησαν να ονειρεύονται την εξέλιξη αυτής της νεοδουλείας ως εργασία …Επειδή όμως δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να ζει για να δουλεύει σα ζώο, ακόμα κι αποκτώντας αγαθά που δεν μπορεί να χαρεί, παρά μόνον σαν αυτοκράτορας με βίτσια φυσιολατρικού προσκοπισμού και μεγαλοαστικής ξυπολησιάς τα Σαββατοκύριακα με σκάφος ή ελικόπτερο στη Μύκονο. Κι επειδή για να βρεθείς σ’ αυτή τη θέση πρέπει να πατήσεις σε εκατομμύρια ανώνυμα πτώματα και να παίζεις κλέφτες κι αστυνόμους με τους επίσης ψηφιακούς πια βαρόνους των ναρκωτικών, που στην πανδημία προχώρησαν σε ντελίβερι χαπιών και κοκαΐνης. Κι επειδή σε τελική ανάλυση της Γης οι κολασμένοι είναι δισεκατομμύρια απανταχού της Γης και τ’ αφεντικά – αυτοκράτορες μια χούφτα, και μετρήσιμη και εντοπίσιμη, ακόμα κι από μη κομμουνιστές. Ηρθε η ώρα να στραφούμε κι ευτυχώς το κάνουμε στην πραγματική δουλειά και στην πραγματική εργασία, στον πραγματικό πλούτο και στην πραγματική ανθρώπινη υπεραξία, σε μια εποχή που οι γνώσεις και τα μέσα αφθονούν. Και δεν αφθονούν απλώς. Μας ανήκουν κιόλας. Ευτυχώς η σπορά του συνθήματος έχει αρχίσει. Τη βρίσκεις σαν τροχιοδεικτικό στο σλόγκαν της νεολαίας μας: Δίνουμε «ΤΡΟΠΟ» στην οργή!
Η μάχη σ’ αυτή τη φάση ίσως πρέπει να δοθεί απέναντι στους επιστάτες των καινούριων καπιταλιστικών ανθρωποφυτειών. Κάτι ευπρεπείς στην εμφάνιση, με ειρωνικό διαφημιστικό λεξιλόγιο, νεόκοπους αστούς προαγωγούς, σαν τον ιατρό – πολιτικό νεοδημοκράτη εισηγητή του νόμου – μήτρα του φόνου, που έχουν αναλάβει εργολαβικά να φτηνύνουν την εργασία και τη ζωή μας, ίσαμε που να εισπράξουν το μπράβο των πραγματικών αφεντικών τους. Πρέπει με προσοχή να διακρίνουμε, πίσω απ’ τις φανφάρες και τις κόντρες, το βαθύ μίσος που τρέφουν για τους εργαζόμενους μόλις συνειδητοποιήσουν ότι τίποτα δεν υπάρχει χωρίς αυτούς, ούτε τα προνόμια, ούτε τα λεφτά, ούτε καν οι ψήφοι τους. Και φοβούνται. Και ξερνάνε χολή. Πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη, τεχνητής φιλανθρωπίας. Είναι μια γενιά ολόκληρη νέων αστών πολιτικών που εμφορούνται από την πεποίθηση ότι, συναινώντας στο βιασμό τους από το γιγάντιο υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, αποκτούν ένα χρυσό ψίχουλό του, ικανό όμως να αβγατίσει και να τους μετατρέψει έστω και σε αφεντικά μιας χρήσης, αν χωρίς τύψεις και με αέρα ανωτερότητας συνθλίψουν τη μάζα, την επίσης γιγάντια, των εργαζομένων από κάτω τους. Αυτή είναι η φύση της δημοκρατίας τους. Που κυβερνάει με το 43% του 70% των ψηφισάντων, και υπαγορεύει οργάνωση κι αντίσταση συνδικάτων με 50% συν ένα των ταμειακώς εντάξει! Είναι αυτό το ταξικό μίσος της κοινοτοπίας του αστικού κακού, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Χωρίς αγάπες, αγκαλίτσες, όλοι μαζί μπορούμε και πολιτισμένες συγκυβερνήσεις. Οπως εμείς ξέρουμε. Και στους δρόμους κυριολεκτικά. Μπορεί το εργατικό κίνημα να είναι σε διαφορετική φάση ανάκαμψης απ’ ό,τι η καπιταλιστική, ευνοημένη από την πανδημία. Αλλά αυτό δεν μπορεί και δεν ήταν και ποτέ άλλοθι για να μη συνειδητοποιήσουμε την ουσία της δύναμής μας: Δηλαδή ότι μας φοβούνται περισσότερο απ’ όσο μας μισούν. Φαντάσου να δώσουμε και τρόπο στην οργή μας…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 12-13/6/2021