Άνθρωποι και κτήνη
Δεν θα μάθω ποτέ πόσο κόστιζαν οι ζωές τους. Όμως, είμαι βέβαιος, ότι κόστιζαν λιγότερο από τις ζωές εκείνων των λίγων που ορίζουν, που σακατεύουν, που γ@μ@νε, που κατευθύνουν τις δικές μας ζωές, από τη μέρα που βλέπουμε το φως του ήλιου…
«Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
ξέρω την τιμή του μονάχα…»
Απ’ όταν έγραψε ο Μπρεχ την «Μπαλάντα του έμπορα», πέρασαν πολλά χρόνια. Εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές αλέστηκαν και αλέθονται στα γρανάζια του συστήματος της εκμετάλλευσης. Αμέτρητοι θάνατοι, αμέτρητες σακατεμένες ζωές, αμέτρητοι ζωντανοί νεκροί.
Ποιος έμαθε ποια είναι η τιμή του ανθρώπου; Πόσο κοστίζει μια ανθρώπινη ζωή;
Πόσο κοστίζει η ζωή του οικοδόμου, του «ντελιβερά», του αποθηκάριου, του κάθε μεροκαματιάρη που θυσιάζεται στον βωμό του κέρδους;
Πόσο κοστίζει η ζωή των ξεριζωμένων που θαλασσοπνίγονται αναζητώντας μια ευκαιρία να ζήσουν σαν άνθρωποι;
Πόσο κόστιζαν οι ζωές των 18 «κομματιών» που καρβούνιασαν στο φλεγόμενο δάσος της Δαδιάς, στον Έβρο;
Πόσο κόστιζε άραγε η ζωή του 36χρονου Αντώνη, που οι παλικαράδες καπεταναίοι του «Blue Horizon» πέταξαν σαν σκουπίδι στα μαύρα νερά του λιμανιού του Πειραιά και πνίγηκε αβοήθητος μπροστά στα κινητά που κατέγραφαν τον επιθανάτιο ρόγχο του;
Δεν θα μάθω ποτέ πόσο κόστιζαν οι ζωές τους. Όμως, είμαι βέβαιος, ότι κόστιζαν λιγότερο από τις ζωές εκείνων των λίγων που ορίζουν, που σακατεύουν, που γ@μ@νε, που κατευθύνουν τις ζωές των πολλών, τις δικές μας ζωές, από τη μέρα που βλέπουμε το φως του ήλιου. Των – «πανταχού παρόντων και τα πάντα πληρούντων» – αφεντικών μετά των κυβερνήσεών τους και των άλλων κομμάτων και παρατρεχάμενών τους, των δημαρχαίων τους, των ελεγχόμενων μέσων και των εξαγορασμένων δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων τους, των πιστών ενστόλων οργάνων για τη διαφύλαξης της τάξης (τους), των ξεπουλημένων καθηγητάδων τους και των αθεόφοβων παπάδων τους.
Φαίνεται ότι κοστίζουν περισσότερο οι ζωές κάποιων που η ζωή, η τύχη ή ο Θεός (οι ίδιοι συνήθως αυτοπροσδιορίζονται ως θρησκευόμενοι) τους έφερε μπροστά σε ανοιχτούς δρόμους και τους πρόσφερε κάθε καλό. Όπως ένας «έγκυρος» μεγ(κ)αλοδημοσιογράφος – παρουσιαστής που συστηματικά αναφέρεται σε «λαθροδιακινητές» (δηλαδή διακινητές «λάθρων») και «λαθρομετανάστες», λες και υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι, άρα λαθραίες ζωές (γαμώτο!). Ή εκείνος ο καλοζωισμένος υπουργός, ο αρυτίδιαστος με την αψεγάδιαστη χωρίστρα, που τυγχάνει και αρμόδιος για τη ναυτιλία, που βιάζεται να ξεπλύνει αυτούς που έστειλαν στο θάνατο τον 36χρονο Αντώνη, και τα αφεντικά τους, δηλώνοντας μέσα από το ακριβό κοστούμι του, χωρίς ντροπή: «Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που θρηνούν τον αδικοχαμένο, αλλά θρηνούν και οι οικογένειες των ανθρώπων που πήγαν για να φέρουν πίσω έναν μισθό, ένα μεροκάματο και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία»…
Και οι πολλοί στο ίδιο πάντα σκηνικό, στο ίδιο έργο θεατές, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα», συνηθισμένοι στην καταστροφή (του γείτονα), στο θανατικό (μακριά από την πόρτα μας), στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής (των άλλων). Να «σκεφτόμαστε» και να μιλάμε για τη ζωή με όρους αγοράς, και ας μη μάθουμε ποτέ τη διαφορά του ζω από το επιβιώνω. Να αποδεχόμαστε ως «κανονικότητα» κάθε καλοκαίρι να καιγόμαστε, το φθινόπωρο να πνιγόμαστε και τον χειμώνα να καθηλωνόμαστε στα χιόνια. Να κουρνιάζουμε στην καλοπέρασή μας ή στο κουτσοβόλεμα και να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην αδικία. Να φιλάμε τον κώλο των ισχυρών νομίζοντας ότι έτσι φυλάμε τον δικό μας, και να «προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!», καλύπτοντας όπως-όπως με αυταπάτες και ψευδαισθήσεις τη μπόχα της σάπιας ατομικής μας ευθύνης, σ’ έναν κόσμο σάπιο μέχρι τον τελευταίο του αρμό.
Όχι όλοι, ευτυχώς. Υπάρχουν άνθρωποι όρθιοι, άρα υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει ελπίδα όσο υπάρχουν εκείνοι που δε ζούνε για πλάκα, που απλώνουν το χέρι για να κρατήσουν και να κρατηθούν, εκείνοι που ονειρεύονται και σφίγγουν τα δόντια και τις γροθιές «για να φτιάξουμε έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων».