Απ’ τον παιδικό σταθμό ως το διδακτορικό
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα. Η ώρα που γεννιέται η ζωή.
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα. Η ώρα που γεννιέται η ζωή. Η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με τη δική μου αναπνοή. Ένα μεγάλο κι απλό λαϊκό τραγούδι, που όμως δεδομένων των άθλιων σημερινών συνθηκών και της παράνοιας να στροβιλίζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα στη δίνη του αλγόριθμου της εκμετάλλευσης, μετατρέπεται σύντροφοι σε αποκαλυπτικό. Και γίνεται με τον τρόπο του, οφείλεται και με τον τρόπο μας, βαθιά πολιτικό όσο και ο έρωτας για τη ζωή, τα όνειρα για το μέλλον, δηλαδή τα νιάτα.
Αυτό που διακυβεύεται, είτε μιλάμε για τα παζάρια των δύο κρατών, με βούλα πολυεθνικών στην Κύπρο. Είτε για την επαναφορά της αλυσοδεμένης σε πείνα και οθόνες εργασίας, που γίνεται δουλεία. Είτε μπουρδουκλωνόμαστε ανάμεσα σε σωτήρες του περιβάλλοντος, των χαλασμένων δορυφόρων που θα πέσουν στο κεφάλι μας, των ψυχάκηδων του εμπορευματοποιημένου σεξ και την αγιογράφηση των χαπακωμένων του καθωσπρεπισμού, πρέπει να έχουμε συναίσθηση ότι: Αυτήν τη μεγάλη ώρα παίζεται κυριολεκτικά η ζωή της νεολαίας στα ζάρια. Απ’ τον παιδικό σταθμό ως το διδακτορικό.
Μια νεολαία άνεργη. Έγκλειστη. Χειραγωγημένη και διαδικτυακά. Με προσλαμβάνουσες παραστάσεις τον ευτελισμό του σώματος, των σπουδών, της πολιτικής, της ιδεολογίας, του ακτιβισμού, της δράσης, της αλληλεπίδρασης, της αλληλεγγύης, της παρέας, της τέχνης, της ομάδας, του πολιτισμού. Πλασάρεται θρασύτατα, άμεσα ή έμμεσα, αλλά πάντα κυνικά και διαβολικά, μέσα στο σκηνικό του έντεχνου τρόμου της πανδημίας και τη χιονοστιβάδα της κατάρρευσης της αστικής οικονομίας, ως έγκλημα αυτό που είναι η φύση των νιάτων. Η επανάσταση. Αυτό το απλοϊκό, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, που σπρώχνει τον κόσμο μπροστά, και δυστυχώς συμμαζεύεται απ’ την κυρίαρχη τάξη των κεφαλαιοκρατών μόνο με πόλεμο. Έτσι ώστε τα νιάτα να μετριούνται ως, στρατιώτες ή και άμαχοι, θύματα άδικου πολέμου.
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα για να συναντηθεί η ανάσα και η πρωτοπορία μας με την ανάσα αυτής της νεολαίας, που συνθλίβεται στην απομόνωση απ’ τη χαρά, και που πέφτει άκλαφτη στον κίνδυνο να πειστεί ότι ζωή είναι αυτό που νομίζεις ότι ανακαλύπτεις σε μια οθόνη, που όμως ούτε μυρίζει, ούτε ιδρώνει.
Όσοι από μας, τους μεγαλύτερους κι υπεύθυνους έχουμε ή διατηρούμε σχέσεις αναπνοής κι επαφής με αυτή τη νεολαία, πρέπει να κρατήσουμε την εμπειρική ροή του αίματος που χύθηκε, ώστε η ανάσα μας να μη βρωμάει ανασφάλειες, εγωισμό, φοβίες και κυρίως τη δειλία που προβάλλεται ως σωφροσύνη.
Το τραγούδι που επικαλέστηκα σήμερα εδώ και μου βγαίνει σαν απέραντη αγάπη και συναγερμός για το μέλλον και του είδους του ανθρώπου και της πατρίδας, το ανέσυρε μαγικά η πεντάχρονη Αλεξάνδρα, κόρη ενός παλιού μαθητή μου, που ‘χει χάσει τους γονείς του, με φωνάζει mama, κι η μικρή του γιαγιά. Που γύρισε και του ζήτησε, θυμωμένα κι επιτακτικά, να δράσει μόλις της είπε ότι δεν θα ξαναπάει στο… σχολείο: Εσύ και η γιαγιά να τους βάλετε αυτούς να κάτσουν εκατό μέρες στη φυλακή να καταλάβουν πώς είναι να μην πηγαίνεις σχολείο! Δεν υπάρχει κομμουνιστής που δεν κατάλαβε ποιος δίνει το σύνθημα. Οι υπόλοιποι απλώς φοβούνται τη φυλακή…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 13-14/2/2021