Από την «ιατρικοποίηση» της υγείας στη βιοπολιτική του κοινωνικού σώματος: η ιδεολογική αμφισημία των λέξεων
Το αξιοπερίεργο είναι πως εδώ οι απόψεις από τα «αριστερά», από το χώρο της αυτονομίας και της βιοπολιτικής, συγκλίνουν, αν δεν ταυτίζονται, με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για τη κατάργηση των δημόσιων αγαθών.
Κατά κάποιο τρόπο οι έννοιες με τις οποίες ορίζουμε τα πράγματα υποδεικνύουν τόσο τις αιτίες ενός προβλήματος όσο και τις λύσεις του. Η έννοια, λόγου χάρη, «ιατρικοποίηση της υγείας» που ξεκινά από τον Ιβάν Ίλιτς (Ιατρική Νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας, Νησίδες 2010), περνά από τον Μ. Φουκώ (μικροφυσική της εξουσίας, βιοπολιτικός έλεγχος κ.λπ.) (Μ. Φουκώ, Η γέννηση της κλινικής, Νήσος 2012) για να νομιμοποιήσει σήμερα, σε συνθήκες αποδόμησης του κράτους πρόνοιας, την εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών. Ουσιαστικά αυτές οι προσεγγίσεις ασκούν κριτική στο κράτος πρόνοιας, επειδή αυτό αντιμετωπίζει τους πολίτες «απρόσωπα», ως «ανηλίκους», σύμφωνα με τον Z. Baumann, πράγμα που περιορίζει την αυτονομία τους.
Το παράδοξο είναι πως παρόλο που αυτός ο προνοιακός πατερναλισμός αφορούσε την εργατική τάξη ως «επικίνδυνη τάξη» (dangerous class) η κριτική στο κράτος πρόνοιας και κυρίως στα αγαθά που καταναλώνονται συλλογικά (βλ. δημόσια αγαθά) μεταφέρεται κυρίως από εκπροσώπους αστικών και μεσοαστικών στρωμάτων. Η κριτική αυτή προσδιορίζει πλέον τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για την υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση κ.λπ. Αντίθετα το εργατικό κίνημα ζητούσε διαχρονικά σχεδόν να αναλάβει το κεφάλαιο (ή το κράτος) την αποκατάσταση της εργατικής δύναμης (φυσικής και ψυχικής), επειδή ήταν το κεφάλαιο που προκαλούσε με τις εργασιακές του πρακτικές τη φθορά της υγείας, την καταπόνηση της ψυχικής υγείας και την αποδιοργάνωση του ατομικού ψυχισμού. Και όμως αυτό το στρατηγικό αίτημα του εργατικού κινήματος αλλάζει περιεχόμενο και νοηματοδοτείται σήμερα ως διάχυση του βιοπολιτικού (κοινωνικού) ελέγχου στην κοινωνία. Από εδώ προκύπτει σε ένα βαθμό και η κριτική στο βιοϊατρικό μοντέλο (ιατρογένεση, ιατρικοποίηση της υγείας κ.ο.κ.) και κυρίως στους θεσμούς που το υποβαστάζουν, δηλαδή στα δημόσια αγαθά.
Ακολουθώντας τη συλλογιστική πως η πραγματικότητα «φτιάχνεται», «κατασκευάζεται» από τα υποκείμενα (κοινωνικός κονστρουκτιβισμός) οι παραπάνω προσεγγίσεις αποφαίνονται έμμεσα πως η “τρέλα”, η νόσος, η αρρώστια, ακόμη και η υγεία είναι «κατασκευές» του Λόγου και των ρηματικών πρακτικών, των ιδεών, των ειδικών κ.ά. Κατά κάποιο τρόπο εδώ η κοινωνία δεν υπάρχει ως δομή (εργασία, κεφάλαιο, κράτος κ.ά.) που περιορίζει ή, διευρύνει τις δυνατότητες δράσης των ατόμων ανάλογα με τις ταξικές τους θέσεις. Αντίθετα αυτή αποτελείται από αδέσποτα (αταξικά) άτομα, από διϋποκειμενικά νοήματα, από υποκείμενα που είναι κυριολεκτικά «χαμένα στη μετάφραση».
Ωστόσο η ανάδειξη κάποιων βασικών αγαθών σε δημόσια αγαθά (υγεία, εκπαίδευση, στέγαση κ.λπ.) ακολούθησε σε ένα βαθμό τη συγκεντροποίηση της παραγωγής και της εργατικής τάξης (αστικά κέντρα, εργοστάσια κ.λπ.) γεγονός που έφερε με τη σειρά του τη συγκεντροποίηση των μέσων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (βλ. ιδρυματικές και προνοιακές υποδομές: εργατικές κατοικίες, νοσοκομεία, ψυχιατρεία κ.λπ.), επομένως και την παρέμβαση του κράτους (βλ. κράτος πρόνοιας). Αυτές οι πολιτικές πάλι διακρίνονται τόσο για τον αντικυκλικό τους οικονομικό χαρακτήρα, καθώς διανοίγουν πεδία απορρόφησης λιμναζόντων κεφαλαίων (βλ. κεϋνσιανισμός) αλλά και επειδή ένα μεγάλο μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης αναλαμβάνεται στη μορφή του κράτους πρόνοιας (welfare state), ας πούμε από την κοινωνία, και δεν μετακυλύεται στους μισθούς. Έτσι το κεφάλαιο δεν χρειάζεται να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης καταβάλλοντας υψηλότερους μισθούς.
Ενδιαφέρον είναι πως το παράδειγμα της βιοπολιτικής εμφανίζεται περίπου την ίδια περίοδο (δεκαετία ‘70) που οι εργατιστές και οι αυτονομιστές (Νέγκρι, Τρόντι κ.ά.) αμφισβητούν τη «θεωρία της αξίας» που αφορά στην εργασία που εμπεριέχουν τα εμπορεύματα προσδιορίζοντας την τιμή τους. Αυτοί κάνουν λόγο για την «κοινωνία εργοστάσιο» υπονοώντας πως η εργασία (και η αξία) διαχύθηκε παντού. Εφόσον δεν υπάρχει ένα τόπος για να προσδιοριστεί η σχέση εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο (εργοστάσιο, επιχείρηση κ.λπ.), δεν μπορούν να προσδιοριστούν και τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτή (κεφάλαιο, εργατική τάξη κ.λπ.), πόσο μάλλον όταν η εργασία είναι «μη μετρήσιμη», έγινε άυλη (βλ. υπηρεσίες, πληροφορίες, γνώση κ.ο.κ.). Κάπως αντίστοιχα συμβαίνουν τα πράγματα και στη βιοπολιτική προσέγγιση της εξουσίας του Μ. Φουκώ.
Εφόσον η εξουσία διαχύθηκε, σύμφωνα με τον Μ. Φουκώ, παντού (βλ. μικροφυσική της εξουσίας) δεν υπάρχει ένα συμπαγής πόλος άσκησης της εξουσίας (κράτος, κεφάλαιο κ.λπ.). Όλοι είμαστε εν δυνάμει εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι (και εγώ, και εσείς, και ο μπακάλης, και ο υπουργός, και ο βιομήχανος, και ο τραπεζίτης κ.ά.). Και αυτό χωρίς να διαβαθμίζονται οι εξουσιαστικές πρακτικές (ένταση και ισχύ) και η θέση των φορέων στον κοινωνικό και επαγγελματικό καταμερισμό εργασίας (κοινωνικές τάξεις, επαγγελματικές ομάδες κ.ο.κ.). Στο βιοπολιτικό παράδειγμα οι αστοί, το κεφάλαιο, οι τραπεζίτες κ.ά. απογυμνωμένοι από τις ταξικές τους θέσεις (και τις συνακόλουθες ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας) ενώ εμφανίζονται να έχουν την ίδια εξουσία και κοινωνική δύναμη με τους εργάτες, τους αγρότες κ.ά., πόσο μάλλον όταν η εξουσία ορίζεται ουσιοκρατικά. Σαν αυτή (ως ουσία) να έχει τα δικά της συμφέροντα και να μην διαμεσολαβεί (εξυπηρετεί) ταξικά συμφέροντα. Kαι μόνο η απόφαση του δικαστηρίου του Πειραιά (5-6-2018) να βγάλει σε χρόνο ρεκόρ, αυθημερόν, μετά από αγωγή της εργοδοσίας, την απεργία των λιμενεργατών στην Cosco παράνομη με βάση τους νόμους που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ κ.ά. δείχνει αν υπάρχει συμπαγής πόλος εξουσίας και αν αυτός εξυπηρετεί ταξικά συμφέροντα. Παρεμπιπτόντως ένα από τα κύρια αιτήματα των απεργών είναι, μαζί με την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η ασφάλεια και η υγιεινή στους χώρους εργασίας, καθώς αυτή απειλείται από τις «νόμιμες» και αυθαίρετες εργασιακές πρακτικές του κεφαλαίου, εν προκειμένω της Cosco (φυσική και ψυχική εξουθένωση, «εργατικά» ατυχήματα κ.ο.κ.).
Επομένως μέλημα της κοινωνίας και των ατόμων είναι σύμφωνα με αυτούς που προσεγγίζουν το ζήτημα με όρους βιοπολιτικής να αντισταθούν στο βιοπολιτικό έλεγχο που ασκείται από τις συγκεντρωτικές πολιτικές του κράτους πάνω στο κοινωνικό σώμα, όπως έχουν θεσμοποιηθεί στο σύστημα των δημόσιων αγαθών (βλ. κράτος πρόνοιας). Όπως όμως μόλις είδαμε αυτό δεν φαίνεται να αφορά στο «σώμα» της εργατικής τάξης που συχνά και μέσω των συλλογικών της φορέων, απεργεί (όπως τώρα με τους λιμενεργάτες της Cosco), ζητώντας την επέκταση των δημόσιων πολιτικών στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση, στην ασφάλεια στους χώρους εργασίας για να καλυφτούν βασικές κοινωνικές ανάγκες.
Στη βάση αυτής της συλλογιστικής αντιλαμβανόμαστε τώρα καλύτερα τι μπορεί να σημαίνει η κριτική στο βιοϊατρικό μοντέλο, τη στιγμή που εμπορευματοποιούνται τα δημόσια αγαθά, λείπουν γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, «διατιμάται» το φάρμακο, καταργούνται, ή μειώνονται επιδόματα αναπηρίας κ.λπ. και η ευθύνη της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μεταφέρεται στα άτομα ενώ ενοχοποιούνται οι «ειδικοί» («ιατρικό κατεστημένο», κοινωνικοί θεραπευτές κ.ά.). Η εντύπωση που δίνεται είναι πως αυτοί δημιουργούν το πρόβλημα ως αυτοί να μην είναι ενταγμένοι σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων (βλ. βιομηχανοποίηση υπηρεσιών υγείας, έλεγχος νοσοκομειακών μονάδων από ομίλους επιχειρήσεων, μονοπώληση του φαρμάκου κ.λπ.). Σύμφωνα μάλιστα με τον Ιβάν Ίλιτς που ζητά, πέρα από την αποϊατρικοποίηση, την αποσχολικοποίηση (κατάργηση των σχολείων) κ.ο.κ., το ιατρικό επάγγελμα που εξουσιάζει την ιατρική είναι ολέθριο και προκαλεί διαστάσεις επιδημίας («ιατρογένεσις»).
Σαφώς και υπάρχουν ζητήματα που αφορούν στο βιοϊατρικό μοντέλο (ιατρικές και θεραπευτικές πρακτικές κ.λπ.), συνεπώς και στην ιατρικοποίηση της υγείας και στην κανονικοποίηση του κοινωνικού σώματος (αναπηρία, ψυχική υγεία, γυναικείο σώμα κ.λπ.). Ωστόσο μια ανιστορική προσέγγιση, όπως αυτή της ιατρογένεσης ή της βιοπολιτικής, όπως είδαμε παραπάνω, θα εστιάσει στο δέντρο νομιμοποιώντας την αποψίλωση του δάσους (κατάργηση δημόσιων αγαθών). Συνεπώς η εστίαση, λόγου χάρη στις καισαρικές τομές (ιατρικοποίηση του τοκετού) που σε αρκετές περιπτώσεις επιβάλλεται για λόγους προστασίας της γυναίκας και του εμβρύου ή επιλέγεται ως πρακτική τοκετού από τις ίδιες τις γυναίκες, -χωρίς να αποκλείεται η κατάχρηση- δεν αποκλείεται σε ένα επόμενο στάδιο να εστιάσει και στη κατάργηση των αμβλώσεων, για να περιοριστεί η παρέμβαση των «ειδικών» στους φυσικούς κύκλους της αναπαραγωγής ώστε να μη διαταραχθεί η φυσικότητα της ζωής. Εξάλλου, όπως οι καισαρικές τομές έτσι και οι αμβλώσεις που προσφέρονται ακόμη ως δημόσιο αγαθό, θα θεωρηθεί ότι διευρύνουν το βιοπολιτικό έλεγχο πάνω στο κοινωνικό σώμα, πράγμα που θα δικαιολογεί την κατάργησή τους από τα ασφαλιστικά ταμεία. Το αξιοπερίεργο είναι πως εδώ οι απόψεις από τα «αριστερά», από το χώρο της αυτονομίας και της βιοπολιτικής, συγκλίνουν, αν δεν ταυτίζονται, με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για τη κατάργηση των δημόσιων αγαθών.