Από τον αντιφασισμό στον αντικομμουνισμό
Η ερμηνεία και η ανάκληση του παρελθόντος είναι πάντα πολιτική. Το αποδεικνύει το ψήφισμα που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 16 Σεπτεμβρίου, το οποίο προωθεί τις πιο αντιδραστικές αντιλήψεις και παραποιήσεις της σύγχρονης ιστορίας, σε μια αξιοθρήνητη προσπάθεια εξισορρόπησης του φασισμού και του κομμουνισμού…
Από την απόρριψη, στις 22 Δεκεμβρίου 2010 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του αιτήματος, υπό μορφή επιστολής, έξι κρατών της Ανατολικής Ευρώπης να ποινικοποιηθεί η άρνηση για τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, φτάσαμε, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, να εγκρίνεται, με συντριπτική πλειοψηφία 535 ψήφων, ψήφισμα, με τον εύγλωττο τίτλο «Η σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης», από το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο εξομοιώνεται ο κομμουνισμός με το ναζισμό, με αφορμή τα 80 χρόνια από την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΟΚ παλιότερα, οι πολιτικοί της προσπαθούν να ενσωματώσουν σε μια κοινή αφήγηση το ευρωπαϊκό παρελθόν, έτσι που θα απεικονίζει τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η οποία από τις στάχτες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και το Ολοκαύτωμα σφυρηλάτησε μια επιτυχημένη συνεργασία ανάμεσα στα μέλη της, τα ευρωπαϊκά κράτη που την απαρτίζουν. Το Ολοκαύτωμα και τα εγκλήματα του ναζισμού θεωρήθηκαν ως μια διευρωπαϊκή εμπειρία που θα μπορούσε να ενώσει όλους τους πολίτες της ΕΕ, χωρίς η ιστορική αφήγηση να επικεντρώνεται στις εθνικές συγκρούσεις του Β Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά να εστιάζει στις ιδεολογικές συγκρούσεις και στην πάλη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας, παρακάμπτοντας το ρόλο των διαφόρων χωρών μελών στον πόλεμο. Κι ακόμα περισσότερο, η αφήγηση για τον ναζισμό σχεδόν διαχωρίστηκε από τις πολύ υλικές αιτίες που τον προκάλεσαν, ταξικές και οικονομικές, και τελικά σχεδόν μετατράπηκε σε συμβολική αφήγηση για το καλό και το κακό, για τη δημοκρατία και την τυραννία, παρά για μια ιστορική πραγματικότητα
Μετά τον ψυχρό πόλεμο, οι νέες συνθήκες που προέκυψαν με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, επηρέασαν την ερμηνεία για την ευρωπαϊκή ιστορία. Η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης που βασισμένη στο ολοκαύτωμα και τα ναζιστικά εγκλήματα νομιμοποιούσε αγώνες για τον αντισημιτισμό και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταγγέλλοντας φυσικά την κατάσταση στην ΕΣΣΔ, άρχισε, με όχημα κυβερνήσεις των Βαλτικών χωρών που έγιναν μέλη της ΕΕ, να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση στην ισότιμη καταδίκη κομμουνισμού και ναζισμού που καταλήγει με το τελευταίο ψήφισμα στην πλήρη εξίσωσή τους.
Η δημιουργία πια μιας κοινής μνήμης στην ΕΕ περιλαμβάνει το σύνολο των χωρών της και απεικονίζει την ΕΕ ως τη θετική απάντηση σε ένα αρνητικό παρελθόν, που δεν συνδέεται μόνο με τον Β παγκόσμιο πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, αλλά και τον ψυχρό πόλεμο, τη διαίρεση της Ευρώπης και τα εγκλήματα που διέπραξε ο σοβιετικός κομμουνισμός. Το ψήφισμα, «Ευρωπαϊκή συνείδηση και ολοκληρωτισμός» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2009, για να οριστεί η 23η Αυγούστου, μέρα υπογραφής του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, ως ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα τόσο του ναζισμού όσο και του σταλινισμού δείχνει την κατεύθυνση της ΕΕ στην πολιτική της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης.
Κι αυτή η κατεύθυνση δεν είναι διαφορετική από την εποχή του ψυχρού πολέμου, που στον δυτικό κόσμο κυριαρχούσε η βασική παραδοχή της αστικής δημοκρατίας, ότι η ελευθερία της εμπλεκόταν σε μια αέναη μάχη ενάντια στον επικίνδυνο εχθρό, τον ολοκληρωτισμό. Η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση ήταν τότε και εξακολουθούν να παρουσιάζονται και τώρα ως η πεμπτουσία των ολοκληρωτικών σχηματισμών, με έμφαση τις τελευταίες δεκαετίες στην ΕΣΣΔ. Όλοι που δηλώνουν φιλελεύθεροι και δημοκράτες συμμετέχοντας στην οικοδόμηση του σημερινού κυρίαρχου ιδεολογικού και πολιτικού λόγου θεωρούν υποχρέωσή τους να δηλώνουν αντίπαλοι του ολοκληρωτισμού, ακόμα κι αν αλληθωρίζουν προς φασιστικές επιλογές, προσπαθώντας να διασώσουν μια αμφισβητούμενη αντικειμενικότητα. Οι κυρίαρχοι κανόνες του λόγου είναι τέτοιοι, ώστε οι αποκλίνουσες απόψεις να αποκλείονται εάν οι υποστηρικτές τους παρουσιάζουν οποιαδήποτε έλλειψη μαχητικότητας ενάντια στον ολοκληρωτισμό στη σκέψη και στην πράξη.
Στην μεταπολεμική σκέψη η έννοια του ολοκληρωτισμού συνδέεται με το όνομα της Χάνα Άρεντ που, στα χρόνια του Μακαρθισμού, στο βιβλίο της «Οι πηγές του ολοκληρωτισμού», ταυτίζει τη ναζιστική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση ως τις ενσωματώσεις του ριζοσπαστικού, του απόλυτου κακού. Σαν απολυταρχικά κράτη και τα δυο, με διαφορές βέβαια, τα στεγάζει κάτω από την έννοια του ολοκληρωτισμού, μια σχεδόν μεταφυσική κατηγορία που δεν ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, ενώ διαλύονται οι συγκρούσεις εξουσίας, ταξικών συμφερόντων ή και ιδεών σε ψυχολογικές αναλύσεις που μοιάζει να αποφεύγουν έτσι δύσκολες πολιτικές και οικονομικές τοποθετήσεις.
Τα ψηφίσματα λοιπόν που προωθεί η ΈΕ την τελευταία δεκαετία προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, με την απονομή φόρου τιμής στα θύματα του κομμουνισμού, του ναζισμού και άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων, δείχνουν πως η θεωρία του ολοκληρωτισμού δεν είναι απλά μια ιστορική υπόθεση, αλλά συνεχίζει να είναι ένα σύγχρονο πολιτικό ζήτημα, αρκετά βολικό για δικαιολόγηση του αντικομμουνιστικού μένους της κυρίαρχης εξουσίας, αφού περιλαμβάνει και δικτατορίες αστικών καθεστώτων. Βέβαια, με τη σύγκριση και στέγαση κάτω από την έννοια «ολοκληρωτισμός» του ναζισμού και του κομμουνισμού επιδιώκεται να παραχθεί το σιωπηρό, αλλά τελευταία και ρητά εκφρασμένο, συμπέρασμα, πως ο φασισμός ήταν το μικρότερο κακό, ίσως τελικά, μια κατανοητή αντίδραση στην κομμουνιστική απειλή, αποκαθάροντάς τον.
Τελικά, η ερμηνεία και η ανάκληση του παρελθόντος είναι πάντα πολιτική. Το αποδεικνύει το ψήφισμα που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 16 Σεπτεμβρίου, το οποίο προωθεί τις πιο αντιδραστικές αντιλήψεις και παραποιήσεις της σύγχρονης ιστορίας, σε μια αξιοθρήνητη προσπάθεια εξισορρόπησης του φασισμού και του κομμουνισμού, ασύστολα παραβλέποντας τον τιτάνιο αγώνα εναντίον του ναζισμού της Σοβιετικής Ένωσης με τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κόστος, σε επίπεδο ασύγκριτο με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Συγχρόνως συνηγορεί στην ελαχιστοποίηση και δικαιολόγηση των εγκλημάτων του ναζιστικού φασισμού και αποσιωπώντας τις ευθύνες των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, που άνοιξαν το δρόμο για την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, με την ελπίδα να ωθήσουν τους ναζιστές εναντίον της ΕΣΣΔ.
Στο ψήφισμα ξεκάθαρα δηλώνεται, στην παράγραφο Ζ, πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν η απάντηση στην «επέκταση των ολοκληρωτικών και αντιδημοκρατικών κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», δηλ. για να περιορίσει τη Σοβιετική Ένωση και τις σοσιαλιστικές χώρες, κόντρα στις ψευδαισθήσεις για …προοδευτική προοπτική της διαδικασίας ολοκλήρωσης, ενώ στην παράγραφο Θ θεωρείται ζωτικής σημασίας για την ενότητα της Ευρώπη η αναγνώριση και συνειδητοποίηση της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς των εγκλημάτων που διαπράττονται από τις κομμουνιστικές, ναζιστικές και λοιπές δικτατορίες. Ορίζει, στην παράγραφο 2, τον Β παγκόσμιο πόλεμο ως «τον πιο καταστροφικό πόλεμο στην ιστορία της Ευρώπης» και διαστρεβλώνοντας την ιστορία θεωρεί πως ξεκίνησε «ως άμεσο αποτέλεσμα της διαβόητης Συνθήκης μη επιθέσεως της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ Ναζί και Σοβιετικών, γνωστής επίσης ως σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ». Και βέβαια σκόπιμα δεν γίνεται αναφορά σε άλλες συμφωνίες, όπως ήταν η τετραμερής συμφωνία της 15ης Ιουλίου 1933, υπογεγραμμένη από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, που άνοιξε την πόρτα για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας ή στην υποστήριξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι στον Φράνκο και το φασιστικό πραξικόπημα που οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, του οποίου η φασιστική κυβέρνηση θα αναγνωριζόταν από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο του 1939 ή στη Διάσκεψη του Μονάχου, με αποτέλεσμα την υπογραφή, στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, του Συμφώνου από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία διαμέλιζε την επικράτεια της Τσεχοσλοβακίας, προσαρτώντας τη Σουδητία στο Γ Ράιχ.
Το ψήφισμα πέρα από τις ιστορικές διαστρεβλώσεις και αποσιωπήσεις για χειραγώγηση της συλλογικής μνήμης, επιδιώκει να ανοίξει το δρόμο προς μια εντατική και γενικευμένη δίωξη και απαγόρευση των κομμουνιστικών κομμάτων και κατ’ επέκταση και όποιων δυνάμεων, κινημάτων η συνδικάτων αντιτίθενται στην κυρίαρχη πολιτική της ΕΕ. Την ίδια στιγμή στην ΕΕ και με τη συνενοχή του ΝΑΤΟ , σε πολλά κράτη-μέλη της, όπως τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Λετονία ή την Πολωνία, μαζί με την αποκατάσταση του φασισμού και την εξύμνηση των ναζισοφασιστών συνεργατών, καταστρέφονται μνημεία της αντιφασιστικής αντίστασης, συμπεριλαμβανομένου του Κόκκινου Στρατού, ενώ προωθούνται ξενοφοβία, ρατσισμός και φασισμός.
Με τις σκόπιμες παραλείψεις και διαστρεβλώσεις το ψήφισμα επιδιώκει τόσο να σβήσει την αποφασιστική συμβολή των κομμουνιστών και της Σοβιετικής Ένωσης για να ηττηθούν οι φασιστικές δυνάμεις αλλά και να απελευθερωθούν οι λαοί από τον αποικιακό ζυγό μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όσο και να αμαυρώσει το κομμουνιστικό ιδεώδες, ώστε να μην ενθαρρύνονται οι αγώνες και οι προσδοκίες των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη.
Κι αν υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα από αυτήν την πολιτική της ΕΕ, που συμπυκνώνεται στο τελευταίο ψήφισμα, είναι ότι όλες αυτές οι προσπάθειες για ποινικοποίηση του κομμουνισμού δεν δείχνουν παρά την αναγνώρισή του ως δύναμης επίφοβης για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.