Ας μιλήσουμε για το Maid
Οποιαδήποτε ομοιότητα του «Maid» με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική αλλά άκρως ρεαλιστική. Θίγει τις δυσκολίες της μονογονεϊκότητας, την υποστελέχωση κοινωνικών υπηρεσιών και μάλιστα στις ΗΠΑ του 21ου αιώνα, την εξάρτηση και τον εθισμό στο αλκοόλ, την αναπαραγωγή αρνητικών συμπεριφορών και στάσεων από το ίδιο το οικογενειακό σύστημα.
Γροθιά στο στομάχι αλλά και μια βαθιά στιγμή συνειδητοποίησης μέσα από την ωμή και γυμνή της αλήθεια αποτελεί η καινούργια σειρά της πλατφόρμας του Netflix «Maid» που αποτελεί μια σκληρή ιστορία επιβίωσης. Η Margaret Qualley υποδύεται μια νεαρή μητέρα που ζει στην Ουάσιγκτον και αποφασίζει να φύγει από την κακοποιητική σχέση στην οποία βρίσκεται με σκοπό να βρει εκ νέου την ισορροπία της, να βρει τον εαυτό της και να γίνει ξανά οικονομικά ανεξάρτητη και αυτόνομη. Πασχίζει μαζί με τη δίχρονη κόρη της να κάνει μια νέα αρχή ξεκινώντας ένα ταξίδι προς την απελευθέρωση που δεν είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Αντιθέτως, είναι γεμάτο εμπόδια και κλειστές πόρτες τόσο από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό όσο και από την ίδια τη ζωή. Από τη μία τα περίπλοκα προγράμματα στήριξης και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που τα διέπουν και από την άλλη οι ίδιες οι επιλογής της ζωής και η μηδενική βοήθεια από το οικογενειακό περιβάλλον, δεδομένου ότι η νεαρή μητέρα καλείται να λειτουργήσει «φροντιστικά» τόσο ως προς το παιδί της όσο και ως προς τη μητέρα της, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την κατάθλιψη χωρίς να μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τον εαυτό της και να αποδεχθεί το δικό της «τραύμα».
Στα παραπάνω προστίθεται το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του συντρόφου και του πατέρα οι οποίοι είναι εγκλωβισμένοι σε μια στάση ζωής συνδεδεμένη με καταχρήσεις και αλκοόλ βρίσκοντας αποκούμπι ο ένας στον άλλον. Παράλληλα, αναδεικνύονται οι χειριστικές συμπεριφορές, η επίκληση στο συναίσθημα, η «πειθώ» του θύτη, το τέλμα, το μετατραυματικό στρες, η ψυχική υγεία, το τραύμα, τα αδιέξοδα, η ματαίωση, η εργασιακή και συναισθηματική εκμετάλλευση, η απόγνωση του θύματος και όλα όσα συνιστούν τις πτυχές μίας κακοποιητικής ζωής.
Όπως προϊδεάζει και ο τίτλος της σειράς, η νεαρή μητέρα, προκειμένου να επιβιώσει αυτή και το παιδί της, αποφασίζει να γίνει οικιακή βοηθός με πενιχρό μεροκάματο. Μέσα από αυτή τη συνθήκη ο/η θεατής μπορεί να δει τον εαυτό του/της σε πολλά κομμάτια της ζωής του/της. Μπορεί να δει κατάματα τον εργασιακό μεσαίωνα, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, το διαρκή αγώνα για ζωή και επιβίωση, την ελπίδα και τη θέληση αλλά και την ανιδιοτελή αγάπη μιας μάνας η οποία για το παιδί της γκρεμίζει ουρανούς.
Η σειρά θίγει πολύ σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που ακόμη και σήμερα αποσιωπώνται ή στην καλύτερη των περιπτώσεων προσεγγίζονται επιφανειακά. Θέματα όπως την κακοποίηση (λεκτική, ψυχολογική και σωματική), τις δυσκολίες της μονογονεϊκότητας καθώς η νεαρή μητέρα πασχίζει μόνη να βρει την άκρη στη μέση του τούνελ, την υποστελέχωση κοινωνικών υπηρεσιών και μάλιστα στις ΗΠΑ του 21ου αιώνα, την εξάρτηση και τον εθισμό στο αλκοόλ, τις δυσλειτουργικές οικογένειες και την αναπαραγωγή αρνητικών συμπεριφορών και στάσεων από το ίδιο το οικογενειακό σύστημα, την υπερπολυτελή ζωή των πλουσίων κυριών που στο περιθώριο της χλιδάτης ζωής τους και προκειμένου να ξορκίσουν τυχόν δικούς τους προσωπικούς δαίμονες δείχνουν ψήγματα φιλανθρωπίας…
Όλα τα παραπάνω δεν εξαντλούνται απλώς σε ένα καλό τηλεοπτικό κοινωνικό σενάριο, αλλά απεικονίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σκληρή πραγματικότητα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αμερική είναι η μοναδική χώρα της Δύσης που περιλαμβάνεται στις 10 πρώτες θέσεις της κατάταξης των επικίνδυνων χώρων για τις γυναίκες όπως προκύπτει από σχετική έρευνα (Ίδρυμα Thomson Reuters Foundation, 2018). Βρίσκεται στην τρίτη θέση, μαζί με τη Συρία, σε ό,τι αφορά τη σεξουαλική βία που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, περιλαμβανομένων των βιασμών, της σεξουαλικής παρενόχλησης, του εξαναγκασμού σε σεξ και της απουσίας απονομής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις βιασμών.
Στα καθ’ ημάς τώρα, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Η γραμμή Sos 15900 της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, έχει απαντήσει συγκεκριμένα από το 2011 σχεδόν σε 40.000 κλήσεις γυναικών που χρήζουν άμεσης βοήθειας. Μάλιστα, μόνο το Φεβρουάριο του 2020 (περίοδο έναρξης της πανδημίας) η γραμμή δέχτηκε 282 κλήσεις, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη Γενική Γραμματεία. Από αυτές, οι 102 αναζήτησαν νομική συμβουλευτική, οι 91 ψυχοκοινωνική στήριξη και οι 17 δυνατότητα φιλοξενίας. Αναφορικά με το είδος, η συντριπτική πλειονότητα (154 περιπτώσεις) είχε να κάνει με ενδοοικογενειακή βία, ενώ μόλις οκτώ κλήσεις ανέφεραν σεξουαλική παρενόχληση, μία ήταν περίπτωση trafficking και ακόμα μία περίπτωση βιασμού. Το 49% των κακοποιημένων γυναικών ανέφεραν ως δράστη το σύζυγό τους, ενώ τα περισσότερα περιστατικά (48%) διαμένουν εντός του νομού Αττικής, με το 63% να είναι ελληνικής υπηκοότητας.
Ταυτόχρονα, η έλλειψη επαρκών δομών φύλαξης και δημιουργικής απασχόλησης παιδιών επιτείνει τα οικογενειακά προβλήματα, ιδιαίτερες τις μονογονεϊκές οικογένειες. Χαρακτηριστικές ήταν οι εικόνες ντροπής που δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με γονείς να διανυκτερεύουν έξω από παιδικούς σταθμούς προκειμένου να εγγράψουν τα παιδιά τους, εξαργυρώνοντας το «χρυσό» κουπόνι (voucher), ως αποτέλεσμα μίας χρόνιας πολιτικής υποβάθμισης της δωρεάν προσχολικής -και όχι μόνο- αγωγής. Πρόσφατη συνέπεια αυτής της πολιτικής, η εγκατάσταση τεσσάρων κοντέινερ σε ένα μικρό οικόπεδο του Δήμου Ζωγράφου (που δεν είναι και ο μοναδικός) εν είδει νηπιαγωγείου προκειμένου να στοιβαχτούν 74 νήπια.
Τη σκληρή πραγματικότητα συμπληρώνει και η διακοπή ρεύματος (ενός κοινωνικού αγαθού πλήρως εμπορευματοποιημένου) σε μονογονεϊκή οικογένεια με τρία παιδιά των οποίων η μητέρα ήταν άνεργη, το Δεκέμβρη του 2020, σημαίνοντας πέραν των άλλων και τον αποκλεισμό των παιδιών από την εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και τη στέρηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που στερούν ένα ποιοτικό επίπεδο διαβίωσης.
Τέλος, δεν γίνεται να ξεχάσει κανείς εκείνο το εννιάχρονο κορίτσι στη Ρόδο που λιποθύμησε από την πείνα, το οποίο περίμενε με την άνεργη μητέρα του έξω από αρτοποιείο του νησιού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα βαίνει συνεχώς αυξανόμενη την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα η Ελλάδα, που το 2010 βρισκόταν στη 15η θέση πανευρωπαϊκά, το 2019 είχε ανεβεί στην 5η θέση. «Το 11,7% του πληθυσμού, δηλαδή πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, δεν έχει ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων», σημειώνει ο διευθυντής της Τράπεζας Τροφίμων, αναφέροντας ότι «στηρίζουμε 150 συσσίτια, που έδιναν φαγητό σε 38.700 άτομα, τα οποία τον Σεπτέμβριο του 2020 είχαν γίνει 43.000 άτομα».
Χαρακτηριστική είναι και η έρευνα-απογραφή αστέγων του 2018 από το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων η οποία πραγματοποιήθηκε σε επτά μεγάλους δήμους της χώρας, η οποία κατέγραψε συνολικά 790 άστεγους στην Αθήνα. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται οι φιλοξενούμενοι σε δομές και ιδρύματα, οι άστεγοι που ζουν σε υποστηριζόμενα διαμερίσματα καθώς και οι διαμένοντες σε ακατάλληλα κτίσματα.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, οποιαδήποτε ομοιότητα του «Maid» με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική αλλά άκρως ρεαλιστική.
Αν και θίγοντας όλα τα στοιχεία που συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά βάρβαρος, η σειρά δεν προκρίνει μία ουσιαστική διέξοδο. Ωστόσο, με μία άλλη ανάγνωση, δείχνει ότι στο υπάρχον σύστημα, η μόνη διέξοδος μπορεί να είναι συγκυριακή ή συμπτωματική, κάνοντας ταυτόχρονα αντιληπτό ότι το τραύμα του καθενός βρίσκεται εκεί, απέναντι και κλείνει το μάτι. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να εστιάσουμε μόνο σε εκείνον που κρατάει το μαχαίρι που μας τραυμάτισε, αλλά να βρούμε βαθιά και ριζοσπαστικά τον τρόπο αφοπλισμού του ώστε να αναπνεύσουμε ξανά, κερδίζοντας πίσω τη ζωή που μας αξίζει.