Ας σταματήσουν οι χοροί
Είναι απλή και γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη για να φέρουμε την ιστορία στα μέτρα μας. Κόβουμε από το ΕΑΜ της κατοχής το ΚΚΕ…καταγγέλλουμε τις αποτυχίες, οικειοποιούμαστε τις επιτυχίες, ξεχνάμε τους γερμανοϊταλούς φασίστες, ρίχνουμε στο πυρ το εξώτερο τους καταματωμένους κομμουνιστές, προβάλλουμε όσους αργότερα αποχώρησαν από το ΚΚΕ…
Ογδόντα χρόνια από τον Οκτώβρη του ’40, όταν ένας λαός σύσσωμος πολέμησε τον φασισμό, την ίδια στιγμή που η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του στην πλειοψηφία της φρόντιζε τη σωτηρία της για την επόμενη μέρα, και συνεχίζονται από την κυρίαρχη εξουσία οι αναφορές σ’ εκείνη την περίοδο να προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες ή σκοπιμότητες που θέλει να εξυπηρετήσει. Καθώς η φετινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου συνέπεσε με την απειλητική κλιμάκωση της έξαρσης της πανδημίας, που αποκαλύπτει τις ολιγωρίες της κυβέρνησης, η επικοινωνιακή εκμετάλλευσή της επετείου ήταν μια καλή ευκαιρία για την κυβέρνηση όχι μόνο για προβολή του πατριωτικού της προφίλ, όσο για εμπέδωση του αφηγήματος της εθνικής ομοψυχίας, που είναι το βασικό αίτημά της για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όταν λοιπόν ο πρωθυπουργός στη Βουλή αναφέρθηκε στην αντίσταση όλου του ελληνικού λαού, ήταν επειδή ήθελε να συμπεριλάβει και την πολιτική παράταξη στην οποία προΐσταται στην εθνική αντίσταση, διαγράφοντας τη συνεργασία της πλειοψηφίας της αστικής τάξης με τους ναζί, υποτιμώντας τους αγώνες των κομμουνιστών.
Είναι απλή και γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη για να φέρουμε την ιστορία στα μέτρα μας. Κόβουμε από το ΕΑΜ της κατοχής το ΚΚΕ, βγάζουμε από τη μέση μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, από απλό αντάρτη ως μέλη της Κ.Ε του ΕΑΜ και του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που υπήρξαν και μαχητές του Δ.Σ.Ε, καταγγέλλουμε τις αποτυχίες, οικειοποιούμαστε τις επιτυχίες, ξεχνάμε τους γερμανοϊταλούς φασίστες, ρίχνουμε στο πυρ το εξώτερο τους καταματωμένους κομμουνιστές, προβάλλουμε όσους αργότερα αποχώρησαν από το ΚΚΕ, περιβάλλουμε με κολακείες τον απλό λαό του ΕΑΜ. Και έτσι μακιγιαρισμένη η ιστορία, απαλλαγμένη από δυσάρεστες μνήμες, ομορφοστολίζεται κάθε φορά με τα σάβανα των υποσχέσεων μιας πολιτικής ηγεσίας στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης, από την Αλλαγή του Α. Παπανδρέου μέχρι την Ελπίδα που Έρχεται του Α. Τσίπρα και την Εθνική Ομοψυχία του Κ. Μητσοτάκη.
Μια αντίστοιχα -με την περίοδο του ’40- μακιγιαρισμένη ιστορία μοιάζει να θέλει να υποστηρίξει και η Επιτροπή για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, όπως διαφαίνεται από το βιντεοκλιπ της που δημοσιοποιήθηκε πριν μερικές μέρες. Όλο το σχεδόν πεντάλεπτο βίντεο είναι μια χορογραφική εικονογράφηση του τραγουδιού του Σαββόπουλου «Ας κρατήσουν οι χοροί», το ίδιο τραγούδι που ακούστηκε και στην τελετή λήξης της Αθήνας, με το ίδιο γιορταστικό πνεύμα, μέσα σε στάδιο, με γλυκά γαλάζια χρώματα, με ωραίους νέους και παιδάκια και με επικεφαλής της επιτροπής πάλι τη Γιάννα Αγγελοπούλου, την κυρία του εφοπλιστή Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Και μοιάζει αυτή η επιτροπή να θέλει να λειτουργήσει σαν γέφυρα που ενώνει το μακρινό 2004, της ευμάρειας και της αντίστοιχης αισιοδοξίας, με το 2021, χωρίς όμως τον πόνο του και την απόγνωση. Μέσα από το τραγούδι που επιλέχτηκε, που στους στίχους του χαιρετίζεται η Εθνική Ελλάδος, φαίνεται ο απολογισμός να καταλήγει σε ωραιοποίηση και τελικά στην κοινοτοπία, με τα χιλιοπαιγμένα σύμβολα του έρωτα, των παιδιών, του λευκού χρώματος κλπ. και τους στίχους του τραγουδιού που επικυρώνουν την κυρίαρχη ιδεολογία με ένα άρωμα προοδευτικότητας, ίσως εξαιτίας της ιστορίας του τραγουδοποιού.
Κι αν η εθνική ομοψυχία που απαιτεί η πολιτική ηγεσία από τις λαϊκές μάζες είναι ο θεμελιακός λίθος στη ρητορική της, αυτή συνοδεύεται πάντα από ιδεολογήματα που κάνουν αυτονόητη την υποστήριξη και προβολή της. Αυτά τα παράπλευρα ιδεολογήματα που την υποστηρίζουν, σε περιτύλιγμα εναλλακτικότητας, μας προσφέρει το βίντεο της επιτροπής 2021. Πέρα λοιπόν από ιδεολογίες που απορρίφτηκαν, έξω από ταξικές συγκρούσεις που ξεπεράστηκαν, ο Σαββόπουλος στους στίχους του καθαγιάζει τις παρέες, σε μια Ελλάδα που η πορεία της από την αρχαιότητα καταλήγει, με τις παλιές κοινότητες του ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας, στην ορθοδοξία και σε μια υπερβατικότητα που δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από πολιτικά όργανα. Το ιδεολόγημα της γραμμικής συνέχειας της ύπαρξης του ελληνισμού, με την ορθοδοξία στοιχείο εθνικής ταυτότητας και ιδεολογικός προσδιορισμός που μας ενώνει, επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά, ώστε να χαθεί η αναφορά στην πολιτική και κοινωνική πάλη, δημιουργώντας έναν κόσμο μυθολογικό. Κι αν πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε που γράφτηκαν οι συγκεκριμένοι στίχοι, η επιστράτευσή τους για μουσική επένδυση της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι απλώς ένδειξη για τη φτώχεια της έμπνευσης όσο για τη βεβαιότητα πως στον πυρήνα της αυτή δεν αμφισβητείται και οι επαναλήψεις σε ιδεολογικό και αισθητικό επίπεδο με περίτεχνο περιτύλιγμα την ξανακάνουν ελκυστική.
Κι αν για την εποχή που γράφτηκαν οι στίχοι, οι παρέες θεωρούνταν μια άλλη εκδοχή των κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων που γίνονταν φορείς της μεταρρύθμισης της κοινωνίας, χωρίς συγκρούσεις και αντιπαλότητες σε αγαστή συναίνεση, τα χρόνια που πέρασαν από τότε μάλλον δεν τον επιβεβαίωσαν τον Σαββόπουλο. Δεν είναι οι παρέες στα επαρχιώτικα στέκια που φτιάχνουν ιστορίες, αλλά οι παρέες στα κολλέγια, τις εταιρείες, τις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές που ενσωματωμένες στην κυρίαρχη τάξη άλλοτε χορεύοντας τσάμικο σε στρατόπεδα διεκήρυσσαν το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών κι άλλοτε στήνοντας πανηγύρια στα στάδια προσπαθούσαν να πουλήσουν το προϊόν «Ελλάς», πάντα στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης. Όσο για τις παρέες στα επαρχιώτικα στέκια, σαράντα χρόνια τώρα βαυκαλίζονται πως θα ξεδιπλωθούν «σαν χωριό αυτόνομο», ενώ η ελευθερία τους είναι μαντρωμένη σε επισφαλείς δουλειές και η ζωή τους εξαθλιωμένη.
Και κάπως έτσι η εξωραϊσμένη ιστορία χρησιμοποιείται για ιδεολογική δικαίωση της εξουσίας της αστικής τάξης και του κράτους της, καθώς η παραφθαρμένη μνήμη επιτρέπει την τακτοποίηση των λογαριασμών σε μια φανταστική ιστορική αυτογνωσία. Στη διαχρονικότητα του κοσμοείδωλου που κατασκευάστηκε, επιδιώχτηκε οι λαϊκές μάζες σε ένα μεγάλο μέρος τους να κολακευτούν, ζώντας αναδρομικά, σε συμβολικό επίπεδο, τόσο την αντίσταση της κατοχής που σχεδόν κανείς από τον λαϊκό κόσμο δεν ήταν απών, όσο και της δικτατορίας που αναβαπτίστηκε δημοκρατική και η αστική τάξη. Και μέχρι την οικονομική κρίση αυτή η επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας στοιχειοθετούσε την προσδοκία των δικαιώσεων που θα έρχονταν, ξεστρατίζοντας τον λαό από τις καταβολές του και τις ιδιαιτερότητες της ιστορικότητας του και τσακίζοντας τον ιδεολογικά για ατέλειωτα χρόνια
Και καταλήξαμε, με την πανδημία, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, σ’ αυτό το αδιέξοδο. Κι αν μοιάζει άλλου καιρού και άλλου χρόνου πια η φτιασιδωμένη ιστορία με τις υποσχέσεις στο διηνεκές για δικαίωση των αγώνων, όμως όλα αυτά τα χρόνια εκμηδένισης του αντιστασιακού πνεύματος των λαϊκών αγώνων, που απέμεινε μόνο το ΚΚΕ να υπερασπίζεται και να συνεχίζει, κατάφεραν σ’ ένα μεγάλο ποσοστό να κάνουν τα ίδια τα λαϊκά στρώματα να λησμονήσουν τον εαυτό τους, για να μοιάσουν ή να μιμηθούν το παραφθαρμένο είδωλο που η κυρίαρχη εξουσία τους έδινε. Για να χαθούν οι λαϊκές πηγές έμπνευσης, να καταστραφεί η όποια λαϊκή αλληλεγγύη, η εξαχρείωση και εξαγρίωση να γίνει κανόνας μιας κοινωνίας και να μην ξενίζουν παραδοχές σαν αυτή της Ε. Γλύκατζη Αρβελέρ. Παραδοχές, βασισμένες σε μια αρκετά πρωτόγονη συλλογιστική, πως οι πανδημίες ανανεώνουν τις γενεές, πως «Έχει καταντήσει σχεδόν να είναι ένα πράγμα υποχρεωτικό για να έρθουν οι νέες γενεές να πάρουν τα ηνία από τις προηγούμενες», που μπορεί ο κυρίαρχος λόγος να δείχνει πως δεν τις συμμερίζεται ξεκάθαρα, όμως αποδέχεται εκείνη την πολιτική που τις εφαρμόζει στην πράξη. Κι αυτό δείχνει η αδιαφορία για τις υπηρεσίες υγείας, που αν και οι ανάγκες τους δεν έχουν μειωθεί, όμως τις τελευταίες δεκαετίες πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις ενθαρρύνουν τον δημοσιονομικό τους περιορισμό, παρόλο που είναι γνωστό πως η ετοιμότητα του συστήματος υγείας είναι κρίσιμη για την επιβράδυνση της εξάπλωσης των επιδημιών, για τη σωτηρία των ζωών.
Την επιδημία η κυρίαρχη τάξη βρήκε την ευκαιρία να την εκμεταλλευτεί για τα δικά της συμφέροντα, γι’ αυτό και αντιμετωπίζεται με τρόπο που μεγιστοποιείται η σύγχυση και ελαχιστοποιείται η προστασία. Καθώς όμως ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται και οι μεγάλες πόλεις βρίσκονται σε περιορισμό, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να αντιμετωπίζουν την απώλεια θέσεων εργασίας και εισοδημάτων, η κοινωνική, η οικονομική, η πολιτική πτώχευση του καπιταλιστικού συστήματος γίνεται απόλυτα ξεκάθαρη.
Γι’ αυτό και δεν μπορεί να μας αφορά πια το πανηγυρτζίδικο, ελληνικό φολκλόρ ούτε καν σαν τουριστικό προϊόν για πούλημα, όταν βιώνουμε το ξεπούλημα, σαν εμπόρευμα, της ίδιας μας της ζωής εν μέσω πανδημίας. Πολύ περισσότερο αυτή η εθνική ομοψυχία που χρησιμοποιείται μόνο για να υποστέλλονται οι ιδεολογικές, πολιτικές και κυρίως ταξικές διαφορές.