Αθώος κανείς μας
Ένα χρόνο μετά οι φασίστες είναι εδώ. Μες το πλήθος το θολό. Που φτύνει αίμα για να ζήσει κι εκπαιδεύεται να το χύνει για να επιζήσει. Είναι εδώ γιατί δεν έφυγαν ποτέ. Και δεν αρκεί μια δίκη, αλλά απαιτείται μια πάνδημη έμπρακτη καταδίκη στο επίπεδο της λαϊκής συνείδησης και της οργανωμένης καθημερινά, σε κάθε σπίτι και σε κάθε δουλειά, αντίστασης στο αγκυλωτό Κτήνος.
Οι φασίστες είναι εδώ. Ένα χρόνο μετά την καταδίκη των μελών της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, των υψωμένων σε χιτλερικό χαιρετισμό αιματοβαμμένων χεριών, τα σκυλιά τα λυσσασμένα ορμάνε μέσα από το πλήθος στο οποίο κρύβονταν. Εναντίον όλων μας. Πρώτα απ’ όλα θέλουν να δαγκώσουν, να δείρουν μ’ αλυσίδες και λοστάρια τους Κνίτες, τους Κομμουνιστές, αλλά κι όλους όσοι οργανώνονται κόντρα στη σήψη και στη φτώχεια, τον αποκλεισμό και την εκμετάλλευση. Γιατί άμα καθαρίσει ο βούρκος του συστήματος τα φασιστόσκυλα θα μείνουν νηστικά. Από αίμα. Γιατί από πνεύμα τα κτήνη ήτανε πάντα στερημένα.
Η πραγματικότητα της άρχουσας αστικής τάξης, δεξιάς, σοσιαλδημοκρατικής ή και αριστερούτσικης ακόμα, της κοινωνίας της ανοχής και της συνενοχής, ήταν και είναι άκρως διευκολυντική. Πολλοί έχουν αποφυλακιστεί, άλλοι μεταφερθεί σε αγροτικές φυλακές, κι ο Κασιδιάρης, ο ταμπουρωμένος στον καμπινέ για να αποφύγει το αυτόφωρο μετά το χαστούκι, στήνει εκπομπές στο διαδίκτυο, αυτή τη φορά σε ρόλο σεφ των αντιεμβολιαστών, ανταγωνιζόμενος την κουζίνα του Λαγού που ’χει ξαμολήσει τα δικά του φασιστικά μυαλά-πιάτα, πασπαλισμένα με εικόνες της Παναγιάς, ψητούς φοίνικες του Παπαδόπουλου και σταυρουδάκια από το χαρτί των ηλιθίων μετοχών του Σώρρα…
Αυτή η επανάληψη της εμφάνισης των ταγμάτων εφόδου του ’12, δε μοιάζει με φάρσα, όπως λέει το κλισέ για την Ιστορία. Γιατί τα μαύρα μπλουζάκια δεν κρύβουν το λεκέ απ’ το αίμα του Φύσσα και του Λουκμάν. Ένα χρόνο μετά τη δίκη και μια καταδίκη, που επιτεύχθηκε χάρη στην επιστημοσύνη, την αγωνιστικότητα, το πάθος και την υπομονή των συνηγόρων του Φύσσα, του ΠΑΜΕ, των Αιγύπτιων Ψαράδων, και με τη βοήθεια ελάχιστων δημοσιογράφων και μέσων, και μετρημένων στα δάχτυλα ανθεκτικών δικαστών, ξεμύτισαν πρώτα οι ντουντούκες. Αυτές που σάλπισαν σαν ύαινες σε οίστρο με φορεμένο σφιχτά το προφυλακτικό που εξασφαλίζει η νομιμοφανής βαρβαρότητα, ο Τζήμερος, ο Φαήλος, ο Πορτοσάλτε. Ύστερα ήρθε η διανόηση των άθλιων καιρών της κρίσης. Τα ναζιστόπαιδα της Σταυρούπολης βγήκαν από το φυτώριο χρυσαυγιτών εκπαιδευτικών, που ουδέποτε «αξιολογήθηκαν» ως τέτοιοι. Και μαζί με την αξιολόγηση που καθορίζεται από τα χημικά των ΜΑΤ εναντίον όσων αρνούνται να υπηρετήσουν το μαύρο του βολικού σκοταδισμού, ήρθαν κι οι δυσάρεστες εκπλήξεις. Σαν τον πανεπιστημιακό κ. Συρίγο, κι άλλους τέτοιους επιφανείς του λειτουργικού αναλφαβητισμού της δημοκρατίας. Είναι αυτοί που μηρυκάζουν τα περί βίας από όπου κι αν προέρχεται, για να την ασκούν ανενόχλητοι και με το μικρότερο εκλογικό κόστος.
Ένα χρόνο μετά οι φασίστες είναι εδώ. Μες το πλήθος το θολό. Που φτύνει αίμα για να ζήσει κι εκπαιδεύεται να το χύνει για να επιζήσει. Είναι εδώ γιατί δεν έφυγαν ποτέ. Και δεν αρκεί μια δίκη, αλλά απαιτείται μια πάνδημη έμπρακτη καταδίκη στο επίπεδο της λαϊκής συνείδησης και της οργανωμένης καθημερινά, σε κάθε σπίτι και σε κάθε δουλειά, αντίστασης στο αγκυλωτό Κτήνος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η επανεμφάνιση των ναζιστόσκυλων άρχισε από τα σχολεία. Εκεί που φάνηκε ότι φουντώνει πιο γρήγορα η φλόγα της επιθυμίας για μια άλλη κοινωνία, όπου οι νέοι θα είναι φορείς πολιτισμού, τουλάχιστον σαν αυτόν που το πρόσφατο Φεστιβάλ της ΚΝΕ ήρθε και φώτισε τα σκοτάδια.
Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ήρθε η ώρα να δικάσουμε όλους όσοι επιτρέπουν στα φρέσκα κασιδιαράκια να δέρνουν κορίτσια κι αγόρια στα σχολεία, στις πλατείες, στα χωράφια, στα γραφεία. Αθώος κανείς μας.
Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα “Τα Νέα”, της Πέμπτης 7 Οκτώβρη 2021.