Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ – Κι αν μας αντέξει το σκοινί δε θα φανεί στο χειροκρότημα
Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό, αλλά και μόνο αυτός μπορεί να βγάλει τα μάτια του και να βάλει αυτογκόλ. Να χορέψει στο σκοπό που του ζητάνε και να βαράει παλαμάκια στο χορό του Ζαλόγγου, ενώ πηγαίνουμε προς τον γκρεμό.
Είναι Κυριακή ώρα 8.59 σε λαϊκή γειτονιά του κέντρου της Αθήνας, όταν πίσω από τα διπλά τζάμια ακούω τους πρώτους θορύβους. “Αν είναι δυνατόν” σκέφτομαι μέσα μου κι αντιστέκομαι για λίγο στην αυθόρμητη περιέργεια. Μάταια, καθώς ο θόρυβος δυναμώνει κι αρχίζουν ν’ ακούγονται φωνές. Ανοίγω το παράθυρο και η ψύχρα που επανέκαμψε μετά από το ανοιξιάτικο σερί είναι λιγότερο δυσάρεστη από τη συνειδητοποίηση ότι κάποια χειροκροτήματα έρχονται από κάτω, κάποια άλλα από το γείτονα. Δεν τολμώ να τον κοιτάξω πάνω από το διαχωριστικό του μπαλκονιού, δε θέλω να ακούσω παροτρύνσεις συμμετοχής από πλευράς του, ντρέπομαι όμως και να του δείξω την περιφρόνηση στο βλέμμα μου, αν και θα ‘πρεπε.
Καθώς πληθαίνουν οι άνθρωποι που βγαίνουν στα μπαλκόνια, μια κυρία που από την αρχή φωνάζει από κοντινή πολυκατοικία ξεσαλώνει τελείως “Μπράβο”, “Κι άλλο”, “Πιο δυνατά”, “Πάμε πάλι”, και συνεχίζει ακάθεκτη όταν μετά από κανένα πεντάλεπτο ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει και ο κόσμος γυρνάει να προφυλαχτεί από την πούντα – που τέτοιες μέρες μπορεί να προκαλέσει πανικό λόγω σύγχυσης συμπτωμάτων με τον κορονοϊό. Γυρίζω, κοιτάω τα social, μιλάω με φίλους και γνωστούς κι επαληθεύω την εικόνα από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο.
Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό. Αλλά και μόνο αυτός μπορεί να βγάλει τα μάτια του, να βάλει αυτογκόλ και να χορέψει στο σκοπό που του ζητάνε.
Αν μας αντέξει το σκοινί δε θα φανεί στο χειροκρότημα, αλλά στο τι κάναμε για να αλλάξει αυτό το χάλι. τι κάναμε για να εναντιωθούμε σε αυτούς που το προκάλεσαν και μετά μας προσκάλεσαν να γίνουμε χειροκροτητές για την ηθική στήριξη αυτών που υλικά απογύμνωσαν και ηθικά προσέβαλαν τόσα χρόνια ως “υπεράριθμους”, “διεφθαρμένους”, “υποκινούμενους” κάθε φορά που κινητοποιούνταν για να διεκδικήσουν τα αυτονόητα.
Κι αν μου έδωσαν λίγο κουράγιο οι γείτονες που απλά όπως κι εγώ βγήκαν να κοιτάξουν και περισσότερο ένας που μούτζωσε στην κατεύθυνση των αλαλαζόντων, περισσότερο κουράγιο θα πάρω αν αυτοί, αλλά και όσοι τώρα χειροκρότησαν βρεθούμε αύριο μαζί με τους αποδέκτες του χειροκροτήματος στο ίδιο μετερίζι, αντί να τους αποδοκιμάζουμε κάθε φορά που βρίσκονται στο δρόμο.
Ο Μπρεχτ έλεγε αλίμονο στις χώρες που έχουν ανάγκη από ήρωες, όπως είναι τώρα οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. Ακόμα χειρότερα όταν έχουν ανάγκη από κατά παραγγελία χειροκροτήματα. Οι χώρες, γιατί οι ήρωες ούτε τα χρειάζονται, ούτε ποτέ τα ζήτησαν. Το μόνο που ζητάνε είναι να μη χρειάζεται να είναι ήρωες. Κι αυτό είναι στο χέρι όλων μας.
Δείτε ακόμα:
Όλγα Κοσμοπούλου: “Απορώ με το θράσος σας, κ. Μαρέβα. Αφήστε τα υποκριτικά χειροκροτήματα…”