Χρονολόγιο δημοτικών εκλογών (choosing to be here)
Επιλέγουμε να είμαστε οι μικροί αμνοί, οι βασιλιάδες της σκόνης, επιλέγουμε την ουτοπία απέναντι στο ρεαλισμό. Δεν το κάνουμε γιατί αναγκαστήκαμε, το κάνουμε επειδή αυτοί είμαστε, άνθρωποι που γεννήθηκαν σε μικρές πόλεις και δε μπορούν να συμβιβαστούν με τη λογική της ψωροκώσταινας. Και επειδή ακριβώς το επιλέξαμε δε θα συμβιβαστούμε με το να βλέπουμε τις πόλεις αυτές να ξεθωριάζουν.
Εγώ ο μικρός ο αμνός του θεού
Ξεχασμένος στο νότο γεννημένος αλλού
Ξέρω πάντα η Τροία θα ‘ναι μίλια μακριά
Κι η ωραία Ελένη θα ‘ναι τώρα γριά
Συνήθως τα χρονολόγια αφορούν ένα ταξίδι, μια εκδρομή, διακοπές. Και οι εκλογές όμως είναι μια μορφή ταξιδιού. Και μάλιστα όχι μόνο πολιτικού. Όταν οι εκλογές αφορούν την πόλη στην οποία γεννήθηκες και μεγάλωσες αποκτούν και μια πιο νοσταλγική σημασία. Το πέρασμα από τους δρόμους και τα μέρη στα οποία κυκλοφορούσες μικρός, παιδί, μαθητής, έφηβος σου δίνει την ευκαιρία να φέρεις μπροστά σου την εικόνα του εαυτού σου τότε, των σκέψεων και των ονείρων σου, αλλά και την εικόνα της πόλης.
Βγαίνω στο δρόμο ορκισμένος να μπω
Στα παλάτια του ήλιου να μπορέσω να πω
Το τραγούδι του τράγου με φωνή φονική
Και να κλάψω μετά να χαθώ στη σιωπή
Η αλήθεια είναι πως οι εικόνες είναι αρκετά διαφορετικές, άλλες καλύτερες από ό,τι αναμένω, άλλες χειρότερες αλλά διαφορετικές. Σε καμία περίπτωση, κανένας δεν περίμενε (ή σχεδόν κανένας) την περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης, μια περίοδο που δοκίμασε τις αντοχές της κοινωνίας αλλά και, ενδεχομένως, αποτέλεσε μια ευκαιρία να επεκτείνει ο καθένας και η καθεμία τα όριά του, να εξελιχθεί και να ωριμάσει. Η περίοδος κρίσεων εκτός από τη στροφή στον ατομισμό, φέρουν και την ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό του συλλογικού.
Θα περάσουν τα χρόνια θα γυρίσει ο τροχός
Όλα θα ‘ναι σαν πρώτα όλα θα ‘ναι αλλιώς
Θα σε ψάχνω στους δρόμους που γυρνούσες, μα εσύ
Θα ‘χεις γίνει σκιά θα ‘χουν όλα χαθεί
Έτσι και οι πόλεις. Σε ένα βαθμό βλέπεις μέρη στα οποία πήγαινες να ’ναι εγκαταλελειμμένα, κλειστά videoclub, κλειστές καφετέριες, κόσμος, φίλοι και αγάπες που έφυγαν, όνειρα που γκρεμίστηκαν. Αυτή είναι η πιο μελαγχολική πλευρά μιας πόλης η οποία πάλεψε και ηττήθηκε με την οικονομική κρίση, είδε το μεγαλύτερο κομμάτι των νέων ανθρώπων να μη γυρνούν ή να γυρνούν και να φεύγουν. Το καταλαβαίνει κάποιος στις περιοδείες στις δημόσιες υπηρεσίες όπου από το νοσοκομείο μέχρι το δημαρχείο το προσωπικό είναι λίγο και μεγαλύτερης ηλικίας. Το καταλαβαίνει κάποιος από τις περιοδείες στα χωριά όπου οι πλατείες είναι ως επί το πλείστον έρημες. Το καταλαβαίνει κάποιος από τα εργοστάσια που πλέον δεν υπάρχουν. Και μετά, άραγε, πώς και γιατί να επιστρέψει και να μείνει ένας νέος άνθρωπος στην πόλη, με ποια ασφάλεια και ποια προοπτική;
Ένα βράδυ θα φέγγει το φεγγάρι τρελό
Θ’ απλωθεί η σκιά σου σ’ ένα δρόμο στενό
Τα ταξίδια οι φίλοι οι αγκαλιές τα φιλιά
Σ’ ένα κόσμο θαμπό μακριά μακριά
Υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση, μια πιο ρομαντική οπτική τού να συνεχίζεις να αγωνίζεσαι, να παλεύεις με ανεμόμυλους και να συνεχίζεις να πιστεύεις πως το να αλλάξεις τον κόσμο δεν είναι ουτοπία αλλά δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει ίσως κάποιος άλλος λόγος τού να εξηγήσεις γιατί μια σειρά ανθρώπων επέλεξαν να μείνουν στην Ελλάδα, αλλά και σε μια πόλη που δείχνει να αργοπεθαίνει. Το δέσιμο εξάλλου με την πατρίδα των παιδικών ονείρων του καθενός στην Ελλάδα είναι πολύ έντονο από την περίοδο της αντίστασης στους Γερμανούς, το σαράντα, έως την άρνηση στο συμβιβασμό του ρεαλισμού το 2000.
Από του δράκου τη χρόνια περάσαν χρόνια
Τώρα μπορεί να μην θυμάσαι τίποτα
Αλλά η ρόδα της ζωής γυρνά αιώνια
Και μόλις λιώσουν τα χιόνια
Να ‘ρθεις να με βρεις (Ο βασιλιάς της σκόνης, Ξύλινα σπαθιά)
Τα χιόνια σιγά σιγά λιώνουν, ο πάγος έσπασε και ο δρόμος χαράχτηκε όπως λεγόταν στη Ρωσική Επανάσταση. Για κάποιους, συναισθηματικά και ταξικά αυτό δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη, ανάγκη να προσπαθήσουν να επαναφέρουν τις νοσταλγικές εικόνες του παρελθόντος από τη σφαίρα της φαντασίας στον υλικό κόσμο, να ξαναβρούν και να επανακαθορίσουν τα σημεία της πόλης του παρελθόντος στην πόλη του σήμερα. Αυτό όμως δε μπορεί να γίνει ούτε με τη μιζέρια της πεποίθησης πως τίποτα δεν αλλάζει, ούτε με την αυταπάτη πως ατομικά κάποιος μπορεί να επιβιώσει. Τίποτα δε θα αλλάξει προς το καλύτερο αν δεν φανταστούμε να αλλάζει, αν δεν ξαναβρούμε τη χαμένη αθωότητα του νου πριν έρθει το άγχος της επιβίωσης της ενηλικίωσης, και έπειτα αν δεν προσπαθήσουμε να αποκτήσει η φαντασία υλική διάσταση. Προς το χειρότερο, όμως, πολλά μπορεί να αλλάξουν, και άλλοι δρόμοι έχουν μείνει να χαθούν, και αλλά πρόσωπα, και άλλες ιστορίες. Κάτι που δυστυχώς πολλές φορές ξεχνάμε μέχρι να είναι ήδη αργά.
Είναι όμως αργά; Η αλήθεια είναι πως επιλέξαμε και επιλέγουμε κάθε μέρα να είμαστε σε μικρές πόλεις, επιλέγουμε να μην είμαστε στο αρχιτεκτονικό χάος της πρωτεύουσας, επιλέγουμε να υπερασπιζόμαστε τους δρόμους που έχουμε περπατήσει, επιλέγουμε να αγωνιζόμαστε ώστε τουλάχιστον οι μνήμες μας να μην ιδιωτικοποιηθούν, επιλέγουμε να μην καταβροχθίσει τις αναμνήσεις μας η μιζέρια της καθημερινότητας. Συνοπτικά επιλέγουμε να είμαστε οι μικροί αμνοί, οι βασιλιάδες της σκόνης, επιλέγουμε την ουτοπία απέναντι στο ρεαλισμό. Δεν το κάνουμε γιατί αναγκαστήκαμε, το κάνουμε επειδή αυτοί είμαστε, άνθρωποι που γεννήθηκαν σε μικρές πόλεις και δε μπορούν να συμβιβαστούν με τη λογική της ψωροκώσταινας. Και επειδή ακριβώς το επιλέξαμε δε θα συμβιβαστούμε με το να βλέπουμε τις πόλεις αυτές να ξεθωριάζουν.
We barely remember
Who or what came before this precious moment
We are choosing to be here, right now
Hold on, stay inside
This holy reality
This holy experience
Choosing to be here in (Parabola, Tool)
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αρταίων με τη Λαϊκή Συσπείρωση