Δεν αρκεί το κράξιμο στον Σεφερλή για να είσαι εναλλακτικός
Αν το χιούμορ του Σεφερλή είναι φασίζον και αντιστοιχεί στη “σοβαρή Χρυσή Αυγή”, το ζητούμενο δεν είναι να γίνουμε ο αντίστοιχος ΣΥΡΙΖΑ που απλά τον κράζει και καμαρώνει πόσο προοδευτικός είναι συγκριτικά, αλλά να δούμε τι μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος από τη δική μας σκοπιά.
Αν ήσουν κι εσύ έφηβος τη δεκαετία του ’90 κι είχες τραυματικά βιώματα, γιατί όλη η τάξη γελούσε με το “αχα καλό, ε;” που το σιχαινόσουν, και έψαχνες να βρεις απεγνωσμένα κάποιον να συμφωνεί μαζί σου, σαν σανίδα σωτηρίας, τότε ναι, δικαιολογείσαι να νιώθεις τώρα κάποια δικαίωση και να πεις σε αυτούς που είναι ακόμα φαν του Σεφερλή ένα μεγαλοπρεπές “άει σιχτίρ”. Αν δεν ήσουν όμως; Και αν όντως ήσουν, αλλά έμεινες για πάντα στην Γ’ Γυμνασίου κι αρνείσαι να ωριμάσεις;
Προσωπικά είχα αναδρομικά κι έναν φόβο φοιτητικό φόβο, τότε δηλαδή που κατάλαβα πως το “Αλαλούμ” του Χάρρυ Κλυνν δεν είναι έτσι απλά μια διασκεδαστική ταινία, αλλά το κορυφαίο δείγμα σάτιρας του περασμένου αιώνα, μια διεισδυτική κωμωδία για τα κακώς κείμενα στο σινεμά και την κοινωνία της εποχής, με πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Εκτός κι αν εσύ -που ήσουν έφηβος τη δεκαετία του ’90- κατάλαβες με την πρώτη πως ο JR που χόρευε καουμπόικο τσάμικο σχολίαζε τον βίαιο μιμητισμό-εξαμερικανισμό του Έλληνα, και ότι η σκιαμαχία Τάσου-Γκόλφως, όπου κατέβηκε όλο το χωριό χωρισμένο στα δύο (στα τρία χαμένε, είναι και ο Τραμπάκουλας εδώ), έτοιμο για να χυθεί αίμα, πριν γεφυρωθεί το ιδεολογικό χάσμα με μια ερωτική αγκαλιά, ήταν ο κορυφαίος συμβολισμός του δικομματικού καβγά χωρίς ουσία. Αν ναι, τότε πάσο.
Εγώ πάντως άργησα να το καταλάβω, σε αντίθεση πχ με τη στεγνή αντιγραφή του χαρρυκλυννικού Μπέκα από τον αστυνόμο Μπέκρα του Σεφερλή, που πήρε ακόμα και το μουστάκι και ήταν “χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει”. Σκεφτόμουν με τρόμο τις ανόητες συγκρίσεις, το σχόλιο πως κάθε εποχή έχει τον Χάρρυ Κλυνν ή τον Σεφερλή που της ταιριάζει, και έλεγα μέσα μου πως όσο χαμηλά κι αν κατρακύλησε στο τέλος ο Χαρούλης, είχε ξεκινήσει όμως και από πολύ ψηλά για να του αξίζει τέτοια σύγκριση. Αλλά ευτυχώς έσπευσε ο ίδιος ο Σεφερλής -για να μην του πουν πως αντέγραψε σα λήσταρχος Καρβέλης και Ριφιφοίβος, όπως έλεγε και σε ένα δικό του σκετσάκι- να αποκηρύξει και να αρνηθεί κάθε σύνδεση ή φόρο τιμής στον Κλυνν, ως σημείο αναφοράς. Γιατί ακόμα κι η αντιγραφή στην τέχνη απαιτεί ταλέντο, που αυτός πιθανότατα δε διαθέτει…
Εσωτερικός διάλογος: -Αλήθεια τώρα, θεωρείς πως δεν έχει ταλέντο; -Ναι, θεωρώ πως δεν είναι κάποιο μεγάλο ταλέντο που πήγε χαμένο, γιατί δε βρήκε τα σενάρια που θα το αναδείξουν. Έκανε όμως πολύ καλά αυτό που κάνει, συνειδητά και κατ’ επιλογήν του, και έχει μεγάλο ταλέντο να βρίσκει τι πουλάει, ποντάροντας στην ευκολία και τα πιο ταπεινά ένστικτα του κοινού. Κάτι αντίστοιχο εξάλλου υποστηρίζουν -εν μέρει- και οι υπερασπιστές του, έχοντας ως πειστήριο της αξίας του την εμπορική του επιτυχία.
-Για να έχει τόσο κόσμο, σίγουρα κάτι κάνει καλά…
Περιττό να πούμε πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το σκεπτικό, αν το προεκτείνουμε για διαφόρων ειδών σκουπίδια -και όχι μόνο καλλιτεχνικά.
Ο Σεφερλής σπιλώνει τις Τρελές Σφαίρες -ως πραγματικό σημείο αναφοράς της ταινίας του- και τα λογοπαίγνια εν γένει, καθιερώνει και νομιμοποιεί το μέτριο χιούμορ ή την καθολική έλλειψη -έκλειψή- του. Δεν είναι μόνο τι κάνει -πχ ένα λογοπαίγνιο- αλλά και με πόσο γελοίο τρόπο μας το παρουσιάζει. Προφανώς όμως δεν είναι μόνο ο τρόπος αλλά και το περιεχόμενο που υπηρετεί. Όταν δείχνει μια κυράτσα επί σκηνής για να την γελοιοποιήσει -και όχι για να σατιρίσει τα χάλια μας-, όταν κοροϊδεύει γενικώς τον αδύνατο, όταν φοράει τη “σοβαρή του μάσκα” και αρχίζει τα κηρύγματα για τη Μακεδονία και τα Αρχαία Ελληνικά… Όλα αυτά ασφαλώς δεν έτυχαν, αλλά πέτυχαν, μορφή και περιεχόμενο διαλεκτικά δεμένα.
Για κάποιους αυτά μπορεί να είναι κοινός τόπος, δεν είναι αρκετά όμως. Μπορεί να απορρίπτουμε την κυρίαρχη σαβούρα, αυτό όμως δε μας κάνει αυτομάτως εναλλακτικούς. Ίσα-ίσα που στην περίπτωση του Σεφερλή, το κύμα απαξίωσης του “θεάματος” που προσφέρει δεν είναι λιγότερο μαζικό από αυτούς που το θαυμάζουν φανατικά. Κι αν κάποιος έχει φετίχ να είναι εναλλακτικός, μπορεί να το γυρίσει και να σου πει για την κωμική φλέβα του Σεφερλή, τι παρεξηγημένο ταλέντο που είναι και πόσο καλτ είναι κάποια σκετσάκια του -το καλτ ως έννοια δεν είναι παρά το κλειδί για την απενοχοποίηση του κιτς, δηλαδή της κακογουστιάς.
Τείνει πλέον δηλαδή να θεωρηθεί “εναλλακτικό” και “αιρετικό” να αναγνωρίζεις το Σεφερλή, και την… κακόβουλη επίθεση που δέχεται. Με το κλασικό επιχείρημα πως δεν υπάρχει “καλή και κακή κωμωδία”, παρά μόνο αυτή που κάνει τον κόσμο να γελάει -και αυτό ο Σεφερλής το πετυχαίνει και με το παραπάνω.
Και ο αυτόματος συνειρμός είναι πως “δεν υπάρχει καλή και κακή διαφήμιση” για την ταινία του Σεφελή. Κάθε αναφορά σε αυτήν είναι κομμάτι του ντόρου που εγγυάται την εμπορική του επιτυχία -και το έχει ήδη κάνει. Όσοι έχουν δυσανεξία σε αυτό το είδος “χιούμορ”, δεν επρόκειτο ούτως ή άλλως να πάνε -και δεν απευθύνεται σε αυτούς εξάλλου-, οι θαυμαστές του θα πεισμώσουν με τον “πόλεμο” που δέχεται το είδωλό τους και κάποιοι στη μέση μπορεί να πάνε απλώς για περιέργεια και για να έχουν άποψη. Είναι κάπως σαν τον Άδωνη, που δεν έχει πρόβλημα να τον μισεί όλος ο κόσμος, αρκεί να πωρώνει τους δικούς του -και ας κρατήσουμε αυτόν τον παραλληλισμό για τη συνέχεια.
Χρειάζονται λοιπόν κριτήρια για να ορίσουμε τι είναι καλή κωμωδία. Κι αν είναι εύκολο -και βασικά αντικειμενικό- να πούμε πως η καλή σάτιρα δεν μπορεί παρά να έχει πολιτική θέση και κοινωνικό προβληματισμό, στοχεύοντας την εξουσία -αν θέλει να δικαιολογήσει το όνομά της-, υπάρχει κι ένα πιο δύσκολο, “υποκειμενικό κομμάτι”, που δεν αφορά τη σάτιρα, αλλά το μη πολιτικό χιούμορ, που είναι και αυτό εξίσου σημαντικό σαν το οξυγόνο, για να τα βγάλει πέρα κανείς με την καθημερινή μιζέρια.
Αλλά και εδώ υπάρχει κάτι αντικειμενικό. Το καλό χιούμορ δεν είναι μόνο απλός χαβαλές, δεν αναλώνεται ή δεν εξαντλείται σε αυτό, και προπαντός δε στρέφεται ενάντια στον αδύνατο, τον ανήμπορο, ενάντια σε έναν καραφλό, μια υπέρβαρη γυναίκα, κάποιον με πρόβλημα αντίληψης κοκ. Το γέλιο δε βγαίνει εις βάρος των αδύνατων, γιατί ξεπέφτει στη γελοιότητα και δε γελοιοποιεί τον στόχο του, αλλά αυτόν που εκτοξεύει τα πυρά.
Ας γυρίσουμε τώρα στην πολιτική προέκταση της υπόθεσης. Ο Σεφερλής που χλευάζει όσους είναι “κατώτεροι” – για να βγει ο ίδιος μάγκας, σε έναν πιστό καθρέφτισμα του “Ελληνάρα”- προσφέρει “χιούμορ” που μπορεί και να θεωρηθεί φασίζον ή στην καλύτερη το αντίστοιχο της “σοβαρής Χρυσής Αυγής”, κάτι που πιστοποιεί και αυτή η φωτογραφία.
Ναι αλλά ποιο είναι το αντίπαλο δέος σε όλο αυτό; Να το στήνουμε απλώς στον τοίχο και να το κράζουμε πόσο κακό είναι -και μαζί τα δικά μας, εφόσον δεν υπάρχει σοβαρή δική μας εναλλακτική πρόταση που να κερδίζει τον κόσμο, να παραμερίσει την κυρίαρχη εκδοχή χιούμορ, την “ευκολία” και τον αισθητικό της πάτο; Και να επιβεβαιώνουμε δια του κραξίματος τη δική μας “ποιοτική διαφορά”; Πόσο φρέσκια και προοδευτική είναι τελικά αυτή η μορφή χιούμορ, που αναλώνεται στα αρνητικά σχόλια κατά των πολιτικών και τηλεοπτικών σκουπιδιών, καταλήγοντας βασικά να τα αναπαράγει και να ανακατεύεται διαρκώς με τα πίτουρα, παίρνοντας τη μορφή τους, ενώ αρκείται να γίνεται απλώς η άλλη όψη του νομίσματος;
Το σχήμα θυμίζει πολύ την πολιτική σκηνή της χώρας, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροσδιορίζεται συνειδητά δια του ετεροπροσδιορισμού του από τη ΝΔ, από την επάρατο Δεξιά, και την χρειάζεται περισσότερο από τον καθένα, γιατί μόνο αν συγκριθεί μαζί της και με την ακροδεξιά πολιτική της κυβέρνησης, μπορεί να φαντάζει στα μάτια ενός κόσμος ως προοδευτικός πόλος, κάτι σαφώς καλύτερο από αυτό που υπάρχει -και ας έκανε και αυτός τα ίδια στην πράξη.
Και αν αυτή είναι η αντιστοιχία, τι αντιστοιχεί στο ΚΚΕ; Ποιο είναι το πολιτικό χιούμορ της εποχής μας -που δε θα ξεχνάει να είναι πολιτικό, ούτε όμως να είναι χιούμορ; Με τι γελάει ο δικός μας κόσμος, η εργατική τάξη, ο κόσμος του κινήματος; Και πόσο απαλλαγμένοι είμαστε και εμείς οι ίδιοι από νεοξύλινα στερεότυπα που μας επιβάλλει το “εναλλακτικό” και πάντα απολίτικο χιουμοράκι;
Η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δεδομένη. Αλλά μπορείτε να βρείτε μερικές συμπυκνωμένες σκέψεις και προβληματισμούς σε αυτόν το σύνδεσμο και στην πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που άνοιξε στο προφίλ του ο Πάνος Ζάχαρης, με ένα εξίσου εύστοχο σχόλιο.