Δεν ξεχνάμε, πολεμάμε!
Ο Πάβελ άρπαξε το χέρι της μητέρας του και το ’σφιξε γέρνοντας κατά το μέρος της: ― Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα… Τότε θα καταλάβαινες πως έχουμε δίκιο… Θα έβλεπες πόσο η ιδεολογία μας είναι μεγάλη κι ωραία!
Όταν γνώρισα την Μάγδα, όταν της έσφιξα το χέρι και την κοίταξα στα μάτια, δεν τόλμησα να πω λέξη. Μου έκλεισε σφιχτά το χέρι μες στα δικά της κι έτσι τα είπαμε όλα. Μες σε δυο κινήσεις. Με τα μάτια. Με μάτια που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν ποτάμια.
Λίγο αργότερα μου ‘ρθε στο νου η Μάνα του Γκόρκι, που ο πατέρας μου μου έδωσε να διαβάσω όταν ήμουν μικρότερη. Και είδα πόσο μπορεί να μοιάσει η μία μάνα με την άλλη.
“Βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και στους εχθρούς μας; Όταν κάποιος από μας χτυπήσει έναν άνθρωπο, ντρέπεται, αηδιάζει, υποφέρει… Οι άλλοι, αντίθετα, δολοφονούν τον κόσμο κατά χιλιάδες ήσυχα-ήσυχα δίχως λύπηση, δίχως ν’ ανατριχιάζουν. Σκοτώνουν με χαρά! Μάλιστα! Με χαρά… […] Σκέψου, δεν είναι για την ίδια τους την προστασία που σκοτώνουν το λαό και παραμορφώνουν τις ψυχές, δεν είναι για τον εαυτό τους που το κάνουν αυτό, μα για να υπερασπίσουν την ιδιότητα τους.
Ο Πάβελ άρπαξε το χέρι της μητέρας του και το ’σφιξε γέρνοντας κατά το μέρος της:― Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα… Τότε θα καταλάβαινες πως έχουμε δίκιο… Θα έβλεπες πόσο η ιδεολογία μας είναι μεγάλη κι ωραία!
Η μητέρα σηκώθηκε, κατασυγκινημένη. Ήθελε να μπορούσε να ενώσει την καρδιά της με την καρδιά του γιου της μέσα στην ίδια φλόγα.― Άκουσε, Πάβελ… Άκουσε! μουρμούρισε λαχανιασμένη. Καταλαβαίνω, το νιώθω… Ακούς!”
Μια τέτοια μέρα, σαν τη σημερινή, οι λέξεις περιττεύουν. 7 χρόνια κι ο Παύλος είναι ακόμα εδώ. 7 χρόνια που η φωνή του ηχεί πιο καθάρια από ποτέ. Και στις 7 του Οκτώβρη, με μια φωνή καθάρια θα ακουστεί: “ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ”!
Φωτογραφία: Thanos Lainas