Διαφορετικότητα, Διακρίσεις, Συμπερίληψη (Από το marketing στη συλλογική ενσυναίσθηση)
Η συμπερίληψη όμως δεν αφορά ούτε την εμπορευματικοποίηση των εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ούτε την επίλυση τους με όρους διαφημιστικής καμπάνιας. Το πόσο αυτό βέβαια μπορεί να γίνει σε ένα σύστημα το οποίο βασίζει την ύπαρξη του στην κερδοφορία επί της αδικίας και της εκμετάλευσης είναι μάλλον ρητορικό ερώτημα…
Τα τελευταία χρόνια μια τεράστια (και τις περισσότερες φορές με λάθος όρους) συζήτηση έχει ξεκινήσει γύρω από τον επανακαθορισμό της αντιμετώπισης της διαφορετικότητας. Αυτό συνήθως περιγράφεται ως woke agenda, αλλά όπως σε κάθε περίπτωση σημασία δεν έχει τόσο η λεκτική έκφραση, αλλά το τι καταλαβαίνει ο καθένας από αυτή.
Καταρχήν χρειάζεται αυτός ο επανακαθορισμός; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι, καθώς είτε σε επίπεδο κυρίαρχης πολιτιστικής έκφρασης (pop culture) είτε σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς, αναπαράγονται στερεότυπα εναντίον κοινωνικών ομάδων (χαρακτηριστικά τα πρόσφατα παραδείγματα επίθεσης στη Ζωή Κωνσταντοπούλου και στα ΑΜΕΑ). Οποιαδήποτε δικαιολογία αφορά είτε την προσαρμογή στη λαϊκή αντίληψη (έτσι μιλάει η κοινωνία, έτσι θα μιλάω και εγώ για να την αλλάξω) είτε την προτεραιότητα άλλων προβλημάτων (εδώ ο κόσμος πεινάει, εμείς ασχολούμαστε με τους gay) είναι ακριβώς αυτό που λέει η λέξη, δικαιολογίες για να μην αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα, δικαιολογίες που στην καλύτερη είτε οφείλονται στο ότι τα άτομα που τις εκφράζουν δεν βιώνουν τα ίδια το πρόβλημα, είτε στη χειρότερη το βιώνουν αλλά από την πλευρά των από πάνω.
Το παραπάνω δεν έχει κάνει στην ουσία του με το politically correct, έχει να κάνει με το πόσο μια κοινωνία έχει την πρόθεση να συμπεριλαμβάνει άτομα χωρίς να χρησιμοποιεί τη διαφορετικότητα τους εναντίον τους, και για να υπάρχει προφανώς αυτή η συμπερίληψη πρέπει τα άτομα να μη νιώθουν αποκλεισμένα, δηλαδή αφενός η ίδια η κοινωνία να μη συμπεριφέρεται επιθετικά εναντίον τους και αφετέρου η πρόθεση συμπερίληψης να αποτυπώνεται και με υλικό τρόπο. Τι είναι όμως αυτός ο υλικός τρόπος; Είναι ένα βραβείο στα είκοσι σε μια τελετή όσκαρ, μια φορά στα ενενήντα χρόνια; Είναι μια γυναίκα πρωθυπουργός στους σαράντα μιας ένωσης; Ή όλο αυτό αποτελεί άλλη μια κοροϊδία; Σε αυτό απαντούν πολύ όμορφα οι τελευταίες τελετές απονομής Όσκαρ. Δύο χρονιές θυμήθηκαν την Ασία (παράσιτα, everything everywhere and all at once) για να την ξεχάσουν σχεδόν αμέσως. Και ακόμα και αυτές τις φορές επιδερμικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ταινίες Barbie και The Substance.
Η πρώτη περιγράφει το πώς όλη η συζήτηση περί χειραφέτησης των γυναικών ουσιαστικά αφορούσε έναν φανταστικό μικρόκοσμο, κάτι που επιβεβαίωσε και ή ίδια η ακαδημία καθώς οι υποψηφιότητες εστίασαν στο ανδρικό κομμάτι της ταινίας. Αντίστοιχα και η τανία The Substance πραγματεύεται την καταπίεση των γυναικών όσο αφορά την ηλικία, την εμφάνισή τους και την επίδραση των media για να καταλήξει να είναι η σκηνοθέτης του η μόνη γυναίκα υποψήφια και να χάνει από μια πιο έξυπνη έκδοση του pretty woman (Anora) και η Ντέμι Μουρ να αγνοείται λόγω της εικοσιπεντάχρονης Mikey Madison.
Συμπέρασμα ότι οι γυναίκες είναι πιο εμπορικά χρήσιμες όταν λάμπουν ή όταν ερμηνεύουν το σενάριο ενός άντρα, αλλά όχι όταν αναδεικνύουν οι ίδιες τις ιστορίες τους. Το ίδιο ισχύει και για τους μαύρους, τους ψυχικά ασθενείς, τους μετανάστες. Είναι καλοί και χρήσιμοι μόνο ως μεμονομένες ατραξιόν επιτυχίας. Σκεφτείτε την αναλογία μαύρων, μεταναστών, γυναικών, ταινιών με σύγχρονο κοινωνικό περιεχόμενο, ταινίες γύρω από την ψυχική νόσο, όχι σε μια κατηγορία και μια χρονιά, αλλά διαχρονικά. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν, υπάρχουν και με το παραπάνω, είναι ότι δεν προτιμούνται.
Αφορά αυτό μόνο τα Oscar; Ξεκάθαρα όχι. Για να γίνει αρχικά η διάκριση μεταξύ υπαρκτών βιολογικών διαφορών (στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία ορίζεται ως sex inequalities) και των ανισοτήτων που προκύπτουν από την κοινωνική αντιμετώπιση των προηγούμενων (gender inequalities) χρειάζεται η επιδημιολογική παρατήρηση τους πώς προκύπτουν οι ανισότητες και πώς εκδηλώνονται. Πρόσφατο δημοσιεύμα της καθημερινής αναδεικνύει πως σε επίπεδο συμβίωσης ο χρόνος κατανέμεται εις βάρος των γυναικών στην Ελλάδα (εικόνα 1) ενώ οι γυναίκες επιλέγουν να κάνουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που συνδέεται τόσο με την εργασιακή αβεβαιότητα (πολύ επίκαιρη σε αυτό η θεατρική παράσταση Beyond Caring του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων) και τις συνθήκες εργασίας (των οποίων το νομικό πλαίσιο γίνεται διαρκώς χειρότερο) και την αλληλεπίδραση του με την πραγματικότητα της εικόνας. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την χειρότερη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες και λόγω μεγαλύτερων ποσοστών ανεργίας και λόγω χαμηλότερων αμοιβών προκαλούν ένα χαμηλότερο βιωτικό επίπεδο το οποίο όταν προσθέσουμε τη συνεχή φροντίδα είτε των παιδιών είτε των ηλικιωμένων (εργασία από την οποία οι γυναίκες δεν παίρνουν και ποτέ σύνταξη) οδηγεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο υγείας (Εικόνες 2, 3).

Εικόνα 1

Εικόνα 2

Εικόνα 3
Άρα παρά τις υπαρκτές βιολογικές διαφορές (εμμηνόπαυση, εμμηνορρυσία, κύηση, καρκίνος μαστού και τραχήλου) οι ανισότητες είναι συστημικές. Όσο και αν διαφημίζεται για παράδειγμα η δωρεάν πρόσβαση σε προληπτικές εξετάσεις, παραμένουν κινήσεις εντυπωσιασμού όταν δεν εξασφαλίζεται η καθολικότητα στην πρόσβαση λόγω απουσίας προσωπικού και δομών, το οποίο επηρεάζει και τη δυνατότητα πλήρους και συνεχούς παρακολούθησης, η απουσία της οποίας δυσκολεύει στην ειλικρινή επικοινωνία των γυναικών και αφαιρεί τη δυνατότητα αντιμετώπισης από ζητήματα σεξουαλικότητας (χαρακτηριστική η πιο μικρή ικανοποίηση των γυναικών) έως την άσκηση βίας και παρενόχλησης.
Κλείνοντας είναι εμφανές (και με επιστημονικούς όρους) πως το πρόβλημα των διακρίσεων όχι μόνο υφίσταται αλλά και διευρύνεται (ακριβές ιδιωτικές κλινικές γονιμότητας, ιδιωτικοποίηση των όρων λειτουργίας των νοσοκομείων, γυναικοκτονίες). Η συμπερίληψη όμως δεν αφορά ούτε την εμπορευματικοποίηση των εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ούτε την επίλυση τους με όρους διαφημιστικής καμπάνιας. Το πόσο αυτό βέβαια μπορεί να γίνει σε ένα σύστημα το οποίο βασίζει την ύπαρξη του στην κερδοφορία επί της αδικίας και της εκμετάλευσης είναι μάλλον ρητορικό ερώτημα. Είναι όμως και αυτή η μόνη απάντηση; Δυστυχώς ή ευτυχώς όχι, χρειάζεται μελέτη, καταγραφή και κατανόηση των αντιθέσεων όπου δημιουργούνται, για την αντίληψη τόσο των επί μέρους αιτιολογικών παραγόντων, όσο και της επίλυσης τους, καλλιεργώντας πάντα την αλληλεγγύη και την ενσυναίσθηση ως μέθοδο συλλογικής οργάνωσης.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης