Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται
Δεν έχουμε δικαίωμα να χλευάζουμε τους λαϊκούς ανθρώπους, σαν κάτι ξένο από εμάς. Οι εικόνες αυτές είναι μέρος της κατάστασης που πρέπει να αλλάξουμε, από το συλλογικό δράμα της τάξης μας, που δεν είναι θείο, ούτε θα λυθεί στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά μόλις αυτή συνειδητοποιήσει πως με τη δύναμή της μπορεί να κάνει θαύματα.
Στη Γαλλία, το Δεκαπενταύγουστο γιορτάζουν το διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Εδώ στην Ελλάδα, γιορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, στα γόνατα. Οι εικόνες που έρχονται από την Τήνο κάθε καλοκαίρι, είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους φοβούνται πως οι χιλιάδες πρόσφυγες-μετανάστες που έρχονται στη χώρα μας από θεοκρατικές κοινωνίες του Ισλάμ, θα αλλοιώσουν την κουλτούρα μας και τον πολιτισμό μας.
Κάποιοι θυμούνται σκωπτικά την περίφημη φράση από την απολογία του Λουντέμη: “χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δε θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ”.
Από την άλλη όμως, δεν υπάρχει πιο φτηνός, ανέξοδος και δήθεν -σε τελική ανάλυση- τρόπος από το να αποδείξει κανείς πόσο έξυπνος και προοδευτικός είναι, κοροϊδεύοντας τους πιστούς και αυτές τις γονατοδρομίες. Ιδίως όταν εξαντλεί εκεί τη δική του “ανοιχτομυαλιά” και την επιβεβαιώνει από την καθυστέρηση των άλλων.
Πόσο διαφέρει όμως στην πράξη από το επίπεδο αυτών των πιστών, πχ ένας “αριστερός” που προσεύχεται στην παναγία για να σβήσει τις πυρκαγιές (τυχαίο παράδειγμα); Αυτός που περιμένει έναν επίγειο σωτήρα ή από μια κυβέρνηση να λύσει τα προβλήματά του, χωρίς αυτός να κουνήσει το χέρι του, μετά την κάλπη; Αυτός που δε θα σηκωθεί με καμία Παναγία από τον καναπέ του, για να αντιδράσει; Που θεωρεί πρόβατα και ποίμνιο, αυτούς που το κάνουν, κι αυτός επιλέγει να βαδίζει μόνος του για τη σφαγή;
Επίσης, πώς περιμένουμε να σηκώσει κεφάλι από τη μία μέρα στην άλλη, κάποιος που έχει μάθει σε όλη τη ζωή του να είναι σκυφτός και γονατιστός μπροστά στο αφεντικό του, είτε πιστεύει στο θεό είτε όχι; Κάποιος που ακούει ό,τι του σερβίρουν τα κανάλια, και πιστεύει ευλαβικά, σαν τις γραφές, το “κήρυγμά” τους;
Ας δίνουμε λοιπόν το χέρι μας σε όποιον σηκώνεται από το λήθαργο, χωρίς να βλέπουμε τι ήταν, τι πίστευε και τι ψήφιζε, πριν. Και δεν έχουμε δικαίωμα να χλευάζουμε τους λαϊκούς ανθρώπους για τα κολλήματά τους, γιατί δεν είναι κάτι έξω από εμάς, που δε μας αφορά. Είναι εικόνα από τις δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, από την κατάσταση που πρέπει να αλλάξουμε, πτυχή της καθυστέρησης της εργατικής τάξης στον τόπο μας και του συλλογικού μας δράματος. Το οποίο δεν είναι θείο και δε θα λυθεί στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά σε αυτήν τη ζωή, από τη δύναμη της τάξης μας, που μπορεί να κάνει θαύματα, όταν το θελήσει.