Τις τελευταίες μέρες έχει κυριαρχήσει στη δημοσιότητα ένα ακόμα αποτρόπαιο έγκλημα σε βάρος μιας γυναίκας: Η δολοφονία της 26χρονης Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο από τον σύντροφό της, που δικαίως έχει προκαλέσει οργή και αγανάκτηση.
* * *
Τα φώτα της δημοσιότητας μονοπώλησαν εκτιμήσεις και δηλώσεις, οι οποίες στη συζήτηση για αυτές τις καταδικαστέες βίαιες συμπεριφορές επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην ανατροφή των παιδιών στο πλαίσιο της οικογένειας. Η διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού παρουσιάστηκε ως ένα ζήτημα αποκλειστικά ατομικής ευθύνης των γονιών, που περιορίζεται αυστηρά μόνο μέσα στα όρια του οικογενειακού πλαισίου. Προσπάθησαν να κουκουλώσουν το περιεχόμενο της διαπαιδαγώγησης της νέας και του νέου, που δεν διαμορφώνεται σε «κοινωνικό κενό». Καθώς το αστικό κράτος είναι εκείνο που διαμορφώνει τους κοινωνικούς – οικονομικούς όρους ανάπτυξης – κοινωνικοποίησης – διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Δηλαδή, η ανάπτυξη των συναισθηματικών, νοητικών λειτουργιών, η διαμόρφωση των διαπροσωπικών, φιλικών σχέσεων κάθε παιδιού δεν διαμορφώνεται σε «ουδέτερο έδαφος». Η νεολαία κοινωνικοποιείται, όχι μόνο μέσα στην οικογένεια, αλλά και μέσα από το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τον χώρο δουλειάς, μέσα από τα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τον στρατό, ακόμα και μέσα από τη μουσική βιομηχανία, μέσα από κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της ανάγκης για άθληση, για πολιτισμό, ακόμα και της σεξουαλικότητας.
Και στην «αρένα» της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας κυριαρχούν οι αξίες του ατομισμού, του ανταγωνισμού, αποθεώνεται η ατομικότητα σε βάρος της συλλογικότητας. Σε αυτό το έδαφος γεννιούνται η αλαζονεία, η απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο εγωιστικός τρόπος ζωής, η υποτίμηση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, ακόμη και της ζωής του, και από τα δύο φύλα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η ΟΓΕ στην ανακοίνωσή της.
* * *
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι ερμηνείες τέτοιων περιστατικών ατομικής εγκληματικότητας με ψυχολογικούς όρους, ως «αντικοινωνική» διαταραχή προσωπικότητας, δηλαδή ως κάτι που δεν αφορά την κοινωνική συγκρότηση, και όχι ως η πιο ακραία μορφή αντανάκλασης των αντιθέσεων και της σήψης του καπιταλιστικού συστήματος.
Μαζί με την απόδοση της ποινικής ευθύνης στους δράστες τέτοιων αποτρόπαιων εγκληματικών πράξεων, τα φώτα σε αυτές τις πολύκροτες υποθέσεις πρέπει να στραφούν και σε όλους εκείνους τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που δημιουργούν τους δράστες – τέρατα, διευκολύνουν τη δράση τους και αφήνουν τις γυναίκες εκτεθειμένες σε κάθε είδους κίνδυνο. Ας σκεφτούμε τις δυσκολίες που συναντά μια εργαζόμενη για να καταγγείλει την εργοδοτική βία που φτάνει μέχρι τη σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη.
* * *
Η σεξουαλική, σωματική, λεκτική, ψυχολογική ή όποιας άλλης μορφής βία υφίστανται οι γυναίκες, παράγεται και αναπαράγεται στο έδαφος που διαμορφώνει ο οικονομικός και κοινωνικός καταναγκασμός, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής. Οι συνέπειές τους είναι βαριές αλυσίδες για την εργαζόμενη ή άνεργη γυναίκα – ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου – η οποία βιώνει την ανασφάλεια της «ευέλικτης» εργασίας, του πετσοκομμένου εισοδήματος, των υποβαθμισμένων και εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών Υγείας, Πρόνοιας. Αυτές είναι οι οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες που τις δυσκολεύουν να απεγκλωβιστούν από παθογόνες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, η νέα γυναίκα είναι εκτεθειμένη και ευάλωτη στα στρεβλά πρότυπα στις διαπροσωπικές σχέσεις που προβάλλουν ως «ατομική ευτυχία» την οικονομική και κοινωνική εξάρτηση ενός ανθρώπου από έναν άλλο στο πλαίσιο του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
* * *
Η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες γυναίκες, εκτεθειμένες στην πολύμορφη βία, επιβεβαιώνει ότι όπως κι αν ονομαστούν οι δολοφονίες γυναικών – είτε γυναικοκτονίες, είτε όχι – η ουσία του σύνθετου κοινωνικού προβλήματος δεν αλλάζει. Η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου από μόνη της δεν αποτρέπει τέτοιες εγκληματικές πράξεις. Δεν αντιμετωπίζονται μόνο με την αναγκαία ενημέρωση και αποφασιστική καταδίκη των περιστατικών που παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών. Χρειάζεται να δυναμώσει η πάλη ενάντια στις «παλιές» και «σύγχρονες» αντιδραστικές κοινωνικές αντιλήψεις για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, που αναπαράγονται στο βούρκο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Αυτός ο αγώνας βρίσκεται στην αντίπερα όχθη από την προσπάθεια που κάνουν διάφορες δυνάμεις στο φεμινιστικό κίνημα να παρουσιάσουν γενικευμένα την κακοποιητική συμπεριφορά ως χαρακτηριστικό του ανδρικού φύλου, καλλιεργώντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα φύλα και σπέρνοντας κάλπικες αξίες που βομβαρδίζουν τον κοινό αγώνα ανδρών και γυναικών με κριτήριο τα ταξικά συμφέροντα. Συγκαλυμμένα απορρίπτεται ότι ο αγώνας για την ισότιμη θέση της γυναίκας στην εργασία, στην οικογένεια, σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής και δράσης είναι ανάγκη να στηρίζεται στην κοινή πάλη γυναικών και ανδρών από εργατικές – λαϊκές δυνάμεις για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Ο παραμορφωτικός φακός των αναλύσεων για τη βία κατά των γυναικών αποφεύγει να βουτήξει στο βάθος των παραγόντων και των εξελίξεων που υποβόσκουν και αλληλοεπιδρούν στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ίδια την οικογένεια, όχι μόνο στις συνθήκες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, αλλά σε όλη την πορεία αντιδραστικοποίησης της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Γιατί η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών συνδέεται με τις οικονομικές, κοινωνικές προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν στις γυναίκες τη δυνατότητα ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών τους σε όλους τους τομείς της ζωής τους, χειραφετημένες οικονομικά, ψυχικά, συναισθηματικά, κοινωνικά.
* Γαλάτεια Καζαντζάκη