Ε.Ε. παναπροωθήσεις
Επαναπροωθήσεις γίνονται και είναι γνωστό σε όλους. Η κυβέρνηση εκεί που πρέπει, προσποιείται ότι το διαψεύδει. Ωστόσο, στο εσωτερικό και μιλώντας στο διψασμένο για αίμα προσφύγων κοινό της, επαίρεται ότι φυλάει τα σύνορα, μειώνει τις ροές, στέλνει ηχηρό μήνυμα στους Τούρκους. Και η ΕΕ κύριε; Κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν θέλει πρόσφυγες. Δεν τηρούν πλέον ούτε τα προσχήματα στην παραβίαση του ίδιου του διεθνούς δικαίου. Και δεν μιλάμε απαραίτητα για τους Ορμπάν.
Δεν ξέρω αν η Ολλανδή δημοσιογράφος είχε προσχεδιάσει την ερώτησή της με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσει τον ντόρο που ακολούθησε. Γνωρίζω καλά όμως, ότι αν δεν είχε τεθεί με αυτόν τον «ευθύ» τρόπο, αν δεν υπήρχε αυτή η αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη, δεν θα είχε γίνει απολύτως καμία συζήτηση και το θέμα δεν θα υπήρχε καν. Αν η δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση του τύπου «η Κομισιόν και άλλες διεθνείς οργανώσεις και πολλοί δημοσιογράφοι από όλον τον κόσμο καταγγέλλουν ότι κάνετε παράνομες επαναπροωθήσεις. Τι έχετε να απαντήσετε;» λογικά θα εισέπραττε μια τυπική διπλωματική απάντηση που δεν θα έλεγε τίποτα ουσιαστικό, κάτι του στυλ «Όχι, εμείς δεν κάνουμε επαναπροωθήσεις, όμως φυλάμε τα σύνορά μας και τα σύνορα της ΕΕ». Θα προχωρούσαν στον επόμενο δημοσιογράφο και την επόμενη μέρα τα ΜΜΕ θα μιλούσαν «για τη συνάντηση με τον Ολλανδό ομόλογό του που έγινε σε καλό κλίμα, συζητήθηκαν όλα τα θέματα και οι δύο άνδρες κατέληξαν στην ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της συν…» βαρέθηκα ήδη.
Κανένας δεν θα ασχολούνταν με το επίδικο. Με το αν γίνονται ή όχι επαναπροωθήσεις. Όχι ότι τώρα έγινε καμιά σοβαρή κουβέντα για το θέμα, αλλά έστω κι έτσι, μεταξύ των ‘ειδήσεων’ και της δολοφονίας χαρακτήρα της Ολλανδής δημοσιογράφου, ακούστηκε και η λέξη επαναπροωθήσεις. Πάντα συνοδευόμενη από τον επιθετικό προσδιορισμό «παράνομες» λες και υπάρχουν και νόμιμες επαναπροωθήσεις.
Επαναπροωθήσεις λοιπόν, γίνονται. Και είναι γνωστό σε όλους. Η κυβέρνηση εκεί που πρέπει, προσποιείται ότι το διαψεύδει. Ωστόσο, στο εσωτερικό και μιλώντας στο διψασμένο για αίμα προσφύγων κοινό της, επαίρεται ότι φυλάει τα σύνορα, μειώνει τις ροές, στέλνει ηχηρό μήνυμα στους Τούρκους. Φυσικά δεν περιμένουμε από την Κυβέρνηση να μας πει την αλήθεια, αυτή την ξέρουμε από τις άπειρες αναφορές σε πολλά διεθνή ΜΜΕ, από εκτενείς αναφορές και εκθέσεις διεθνών οργανισμών, όπως η Διεθνής Αμνηστία, αλλά και από την ίδια την ΕΕ. Εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση για να μιλήσουμε λίγο για την ΕΕ.
Είναι πραγματικότητα ότι κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν θέλει πρόσφυγες. Κανένα. Δεν τηρούν πλέον ούτε τα προσχήματα στην παραβίαση του ίδιου του διεθνούς δικαίου. Και δεν μιλάμε απαραίτητα για τους Ορμπάν. Αυτοί υπάρχουν απλά για να λειτουργούν ως κάτι ακόμα πιο ακραίο, ως το (αντιπροσφυγικό) όριο εντός όμως της ευρύτερης πολιτικής της ΕΕ. Χώρες δήθεν ανεκτικές και δημοκρατικές όπως η Δανία, χώρες με να ‘χαμε να λέγαμε κεντροαριστερές κυβερνήσεις όπως η Ισπανία, χώρες όπως η Γερμανία που διαθέτουν σχετικά επαρκές δίκτυο υποδοχής και ένταξης, έχουν σφίξει τις πολιτικές τους είτε προχωρώντας σε μαζικές απελάσεις είτε υιοθετώντας πολιτικές σκληρής φύλαξης των συνόρων τους, όπως θα φανταζόταν ένας Υπουργός Υγείας μιας μικρής ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Και η ΕΕ κύριε; Η ΕΕ τα ξέρει φυσικά όλα αυτά και εννοείται ότι στον πυρήνα της αντιπροσφυγικής πολιτικής των κρατών δεν θα μπει. Μάλιστα, προωθεί σχέδια εφαρμογής της Κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για το Άσυλο και τη Μετανάστευση, αλλάζοντας τις δομές της ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στις κατά τόπους κρατικές υπηρεσίες.
Και τότε γιατί καταγγέλλει την Ελλάδα για τις παράνομες επαναπροωθήσεις και μάλιστα απειλεί ότι θα της κόψει τη χρηματοδότηση; Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά απλά: Καταρχάς η ΕΕ πρέπει να δείχνει ότι τηρεί τη νομοθεσία και ιδιαίτερα το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, καμία κύρωση δεν έχει προβλεφθεί και δε φαίνεται να υπάρχει κάτι τέτοιο για περιπτώσεις στις οποίες αυτό καταπατάται. Ήδη σε δύο περιπτώσεις που αφορούν στη χώρα μας, αυτό έχει γίνει ξεκάθαρο. Η πρώτη ήταν όταν το Μάρτιο του 2020 η κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει την πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου σε όσους μπήκαν τότε από τον Έβρο, τότε που οι γυναίκες έραβαν κάλτσες για το μέτωπο κι ο Μαρινάκης έστελνε κρουασάν στους εθνοφρουρούς. Πρόκειται για τόσο κολοσσιαία παραβίαση του διεθνούς δικαίου που ανακλήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση λίγο καιρό μετά. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην αναγνώριση της Τουρκίας ως Ασφαλούς Τρίτης Χώρας η οποία έγινε τον Ιούνιο του 2021 και κοντολογίς σημαίνει ότι η Ελλάδα ουσιαστικά παύει να εξετάζει αιτήματα από χώρες όπως η Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και η Σομαλία διότι υποτίθεται ότι αυτό μπορεί και πρέπει να το κάνει η Τουρκία. Φυσικά αυτό δεν βασίζεται σε κανένα πραγματολογικό δεδομένο καθώς είναι γνωστό ότι οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων ισχύουν σε υπερθετικό βαθμό στην Τουρκία. Η ΕΕ είναι όμως εντάξει με αυτό. Δεν έχει προβλέψει καμία παρέμβαση και καμία κύρωση για την Ελλάδα που αποφάσισε μονομερώς να σταματήσει να εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο, δεν έχει προβεί ούτε καν σε κάποια δήλωση στην οποία να εκφράζει την ανησυχία της για αυτό.
Οπότε, τι είναι αυτές οι περίφημες απειλές για διακοπή της χρηματοδότησης που ακούμε; Η Κομισιόν αυτό που έκανε είναι να βάλει βέτο για την εκταμίευση 15,8 εκατομμυρίων ευρώ προς την Ελλάδα, όχι για να σταματήσει τις επαναπροωθήσεις ή για να εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο, αλλά για να θεσπίσει έναν ανεξάρτητο μηχανισμό καταγγελιών.
Και εδώ είναι όλη η ουσία. Καταρχάς σιγά το ποσό. 15.8 εκατομμύρια δεν είναι ούτε τα λεφτά που δίνει ο Μητσοτάκης στα ελληνικά μίντια για να λένε πόσο γκόμενος είναι και να τον ρωτάνε οι παπαγάλοι ποια είναι η αγαπημένη του σειρά στο Netflix. Επίσης, η δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών δεν πρόκειται να οδηγήσει σε διακοπή των παράνομων και εγκληματικών ενεργειών στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Απλά θα υπάρχει μια ψευδαίσθηση ότι αυτά θα μπορούν να καταγραφούν. Ωστόσο, ήδη έχουν καταγραφεί πάμπολλα τέτοια περιστατικά από διεθνείς οργανισμούς μεταξύ των οποίων η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ. Πρόσφυγες φτάνουν στα νησιά και εξαφανίζονται και σύμφωνα με καταγγελίες απάγονται και επιστρέφονται στη θάλασσα. Άνθρωποι διώκονται ως διακινητές επειδή μπορεί να έδωσαν ένα μπουκάλι νερό σε κάποιον που μόλις βγήκε από τη φουσκωτή βάρκα ενώ η διάσωση προσφύγων απαγορεύτηκε. Αυτά δεν θα αλλάξουν με την ύπαρξη ενός μηχανισμού που απλά θα καταγράφει τις καταγγελίες. Και στο κάτω-κάτω, πόσο ανεξάρτητος θα είναι ένας μηχανισμός που θα τον δημιουργήσει η ίδια η κυβέρνηση;
Αυτό που θα γίνει θα είναι το εξής: θα δημιουργηθεί εντέλει αυτός ο μηχανισμός με τη συμμετοχή Οργανισμών όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και άλλων, θα υποδέχεται καταγγελίες, θα τις καταγράφει, θα γράφει κανένα πολύ ….αυστηρό tweet και κάθε χρόνο θα συντάσσει μια έκθεση στην οποία θα αναφέρει τις παράνομες ενέργειες και θα καταλήγει σε γλυκανάλατες προτάσεις του τύπου «καλούμε τις ελληνικές αρχές να τηρούν τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου» «ενθαρρύνουμε τη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο κρίσιμο ζήτημα της διάσωσης» κτλ.
Επί της ουσίας δεν θα γίνει τίποτα. Γιατί το προσφυγικό ζήτημα, για να το προσεγγίσει κανείς στην ολότητά του, θα πρέπει να κοιτάξει πέρα από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου. Για να δούμε τι θα συμβεί στο προσφυγικό στην ΕΕ, θα πρέπει να δούμε ποιες οικονομικές ανάγκες είναι αυτές που μπορεί να ωθήσουν στην κάθε φορά μεταστροφή της πολιτικής της ΕΕ. Η ύπαρξη φτηνού εργατικού δυναμικού, με καθόλου δικαιώματα και μπόλικη ανασφάλεια, αποδεικνύεται πολλές φορές κρίσιμη για το κεφάλαιο και φυσικά υπερβαίνει τις όποιες ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ο φασίστας μεγαλογαιοκτήμονας της Μανωλάδας, διόλου δεν ενδιαφέρεται αν τα χέρια που μαζεύουν τις φράουλες προσκυνούν τον Αλλάχ και δεν θέλει να χάσει το πλήθος εργατών γης. Θέλει να τους κρατήσει σε αυτό το επίπεδο. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι μεγαλοβιομηχανίες της Κεντρικής Ευρώπης, υποδέχθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια, όχι γιατί τους έπιασε ο πόνος για τους βασανισθέντες υπό τον Άσαντ, αλλά γιατί ένα φτηνό εργατικό δυναμικό θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει την καθηλωμένη από την οικονομική κρίση κερδοφορία. Τώρα που αυτό το εργατικό δυναμικό δεν φαίνεται να είναι και πολύ απαραίτητο, το βουλιάζουμε στη θάλασσα και κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Και εδώ κλείνει η παρένθεση για την ΕΕ.
Πάμε στα δικά μας. Ο Μητσοτάκης θέλει να παραμείνει πιστός στην ακροδεξιά του ατζέντα και γι’ αυτό θα συνεχίσει να σκληραίνει τη στάση του στο προσφυγικό. Το πρόβλημα είναι όμως διπλό: αφενός το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του λαού τρέφει ακόμα πιο ακραία αντιπροσφυγικά αισθήματα από την κυβέρνηση και αφετέρου ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης αποφασίζει να μην «σπάσει αυγά» για το προσφυγικό, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας την ηγεμονία της ακροδεξιάς σε αυτό το πεδίο.
Στη μέση βρίσκονται οι πρόσφυγες που τάχα μου όλοι κόπτονται για αυτούς και όλοι αναγνωρίζουν ότι τους χρησιμοποιούν και τους «εργαλειοποιούν» αλλά τελικά ποιος γίνεται η φωνή τους;