Πάνε πολλά χρόνια από τότε….
Θυμάμαι ότι ήμουν πρωτοετής φοιτητής και λίγο πριν από την έναρξη της καλοκαιρινής εξεταστικής περιόδου, είχα επιλέξει ν’ ανεβώ για κάμποσες μέρες στο χωριό της γιαγιάς μου στην Ευρυτανία. Εκεί, πέρα από το πολυπόθητο αντάμωμα με τη γλυκιά παρουσία εκείνης της τόσο πολύτιμης στη ζωή μου γυναίκας, κατάφερα να ξεφύγω για ένα διάστημα από τη δουλειά και τα σούρτα-φέρτα της Αθήνας και να αφιερωθώ στο διάβασμα σε ένα ήσυχο και γαλήνιο περιβάλλον.
Ξυπνούσα πολύ πρωί, έπαιρνα τα βιβλία μου και τραβούσα με μια κουβέρτα παραμάσχαλα ως τη διπλανή ρεματιά όπου κάτω από τα πυκνόφυλλα πλατάνια ξεφύλλιζα, έγραφα, μουτζούρωνα, για 3-4 ώρες.
Καμιά φορά τα παράταγα όλα και πήγαινα για ψάρεμα στο ποτάμι με ένα καλοσυνάτο γεροντάκι το μπάρμπα-Μήτρο.
Άλλοτε πάλι, αντάμα με τη γιαγιά μου τη Γιάνναινα φτιάχναμε τα κήπια: σκαλίζαμε, ποτίζαμε… ταΐζαμε τις κότες και γιομίζαμε και κανένα καλάθι με λογιών-λογιών καλούδια από το χωράφι, μέχρι την ώρα που το μοσχομυρωδάτο και καλομαγειρεμένο στα ξύλα φαγητό της γιαγιάς έπαιρνε τη θέση του στο τραπέζι με το κεντητό από τα άξια χέρια της τραπεζομάντηλο. Κι όλα να λάμπουν, όλα! Μα πιο πολύ εκείνο το χαμογελαστό ρυτιδωμένο προσωπάκι…
Τα ζεστά καλοκαιρινά απομεσήμερα μού άρεσε να παίρνω ένα καφεδάκι σιγοβρασμένο από τα χέρια της Γιάνναινας και να αράζω κάτω από το βαθύ ίσκιο μιας μεγάλης καστανιάς σιμά στο σπιτάκι της γιαγιάς. Άναβα και κανένα τσιγαράκι και καθόμουν εκεί απολαμβάνοντας την ευεργετική δροσούλα και τα γλυκοκελαηδίσματα των πουλιών αφήνοντας τη σκέψη να ταξιδεύει καθώς ατένιζα τις αντικρινές ελατοσκέπαστες πλαγιές και το ποτάμι πέρα μακριά να φιδογυρνάει ασημωμένο από τις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Ξανάνοιγα τα βιβλία κι έτσι ξεχνιόμουν ως το σούρουπο. Τότε πήγαινα για περπάτημα μέχρι το επάνω χωριό, να δω το λιόγερμα και να πιω κάνα τσίπουρο στο καφενεδάκι.
Τα βραδάκια τα λέγαμε με τη γιαγιά καθισμένοι σε εκείνη την αξέχαστη αυλή. Είχε τόσα να μου πει και άλλα τόσα να με διδάξει από μια ζωή δύσκολη, με διώξεις και θυσίες σε χρόνια πέτρινα. Θυμάμαι ότι παραξενευόμουν που χαμήλωνε τη φωνή της, τόσο σχεδόν σα να έσβηνε, όταν μιλούσε για κάποιες σκληρές καταστάσεις που σημάδεψαν τη ζωή της. Όμως εκείνη η αδιόρατη υπερηφάνεια δεν χάνονταν…
Άλλες φορές δεν λέγαμε τίποτε, απλά τραγουδούσαμε! Θυμάμαι τη γιαγιά να τραγουδάει με θαυμασμό τον “Γιαγκούλα”, ένα πολύ παλιό άσμα που είχε μάθει κι εκείνη από τη δική της γιαγιά, κι άλλοτε πάλι να σιγολέει με μάτια που έλαμπαν κάνα ανταρτικό!
Ύστερα πλάγιαζα στο κρεββάτι δίπλα από το ανοιχτό παράθυρο για να ακούω το κελάρισμα των νερών στο ρεματάκι και τα αηδόνια με το γκιώνη να λένε τα δικά τους.
Τώρα, πια, μετά χρόνια, αναρωτιέμαι πόσο μου λείπουν κάτι τέτοιες στιγμές… μα και τι ανεκτίμητη κληρονομιά ήταν για τη ζωή μου αυτές οι μνήμες! Δεν ξέρω αν τότε μπορούσα να αξιολογήσω και να εκτιμήσω σε όλο του το εύρος αυτό τον πλούτο, αλλά πιστεύω ότι κράτησα “καμπόσα” που τώρα πια καταλαβαίνω, και ιδίως νιώθω, πολύ καλύτερα.
Έχω κρατήσει ενθύμιο το μπρίκι της γιαγιάς μου και την κωνσταντινουπολίτικη χάλκινη κανάτα της που ήταν το μόνο αντικείμενο που γλίτωσε από το κάψιμο του σπιτιού της από τους γερμανούς.
Α! και το δρεπάνι της με χαραγμένα τα αρχικά της…
(Στη μνήμη της…)