Ευχαριστούμε τις ΗΠΑ, ευχαριστούμε τους εφοπλιστές…
Θα είναι καλύτερα να προχωρήσουμε στη μετατροπή του γνωστού σλόγκαν για να δηλώνουμε την ευγνωμοσύνη μας σε όλους μαζί τους σωτήρες αυτού του όμορφου τόπου…
Το 1996 ήταν μια τεταμένη χρονιά για τη χώρα μας, με όλα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν της κρίσης των Ιμίων. Ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, είχε ευχαριστήσει από το βήμα της Βουλής την κυβέρνηση των ΗΠΑ για την «βοήθειά της» στην επίλυση της κρίσης. Αυτό το ευχαριστώ ειπώθηκε σε μια προσπάθεια να κρύψει, να αποπροσανατολίσει και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη για το «γκριζάρισμα» που είχε διενεργηθεί τότε στο Αιγαίο.
Το 2015, λίγο μετά το περιβόητο δημοψήφισμα, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, είχε ευχαριστήσει δημόσια σε ραδιοφωνικό σταθμό την αμερικανική κυβέρνηση και τον πρόεδρο Ομπάμα για την «επιμονή» τους να περιλαμβάνει η συμφωνία το ζήτημα του χρέους. Αυτό το ευχαριστώ ειπώθηκε, ή καλύτερα επινοήθηκε, για να συμβολίσει μια τάχα μου «έντιμη και αμοιβαία επωφελή» συμφωνία, στα πλαίσια ενός ψευδεπίγραφου μανιχαϊστικού σχήματος περί κακής Ευρωπαϊκής Ένωσης και καλής Αμερικής.
Το 2020. μόλις στις 21 Ιανουαρίου, ήταν η σειρά του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, να ευχαριστήσει – εκτός από τους συνήθεις ύποπτους Αμερικανούς – τους εφοπλιστές για τη χορηγία τους, που περιλαμβάνει την πλήρη ανακαίνιση των χώρων υγιεινής στους θαλάμους νοσηλείας και στους κοινόχρηστους χώρους στα δημόσια νοσοκομεία της 1ης και 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής και την αγορά κλινοσκεπασμάτων για το σύνολο των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας.
Μάλιστα, ανέφερε πως πρόκειται «για μια παρέμβαση η οποία όχι απλά θα αλλάξει την καθημερινότητα στα νοσοκομεία, αλλά θα ξαναδώσει και στους ασθενείς ένα αίσθημα αξιοπρέπειας».
Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα για τον τρόπο που ορίζει την αξιοπρέπεια ο πρωθυπουργός – με χορηγίες, φιλοδωρήματα και ελεημοσύνες – γι’ αυτό και δεν θα σταθούμε σε αυτό, αλλά θα προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τους «κομιστές» της αξιοπρέπειας, σύμφωνα πάντα με τον κύριο Μητσοτάκη.
Ο Spiegel στις 15 Ιουνίου του 2014 τόνιζε σε δημοσίευμά του πως «οι Έλληνες εφοπλιστές δεν έχουν πληρώσει φόρους για 140 δισ. ευρώ. Αλλά και πέραν αυτού – βάση 58 ειδικών ρυθμίσεων, οι περίπου 800 ελληνικές οικογένειες του κλάδου δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους». Πατώντας μάλιστα, πάνω σε στοιχεία ελληνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, επισήμαινε πως το 2012 οι εφοπλιστές πλήρωσαν φόρους ύψους 15 εκ. ευρώ, τη στιγμή που οι έλληνες ναυτικοί κατέβαλαν φόρους ύψους 55 εκ. ευρώ.
Ο Guardian, με τη σειρά του, έγραφε στις 2 Απριλίου του 2013 πως η Χρυσή Αυγή «εν μέσω φημών για στήριξη από εφοπλιστές, έχει καταφέρει να ανοίξει γραφεία σε όλη την Ελλάδα».
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι άνθρωποι που αναμένεται να «ξαναδώσουν στους ασθενείς ένα αίσθημα αξιοπρέπειας». Πρόκειται για την αξιοπρέπεια που σύλησαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι σήμερα, προκαλώντας κατεβασμένα σαρκία και προτεταμένα χέρια με την πολιτική που εφάρμοσαν, και τώρα ποιούν την νήσσαν, πουλώντας φύκια και μεταξωτές κορδέλες περί «ανάπτυξης», «κανονικότητας» και «προόδου».
Προτείνουμε, λοιπόν, κάτι πραγματικά προοδευτικό: να πάψουμε να αποκαλούμε τους εφοπλιστές ως εφοπλιστές, αλλά ως φορείς της αξιοπρέπειας, που αύριο μεθαύριο μπορεί και να εξελιχθούν και σε πρεσβευτές της ελπίδας. Άλλωστε, έναν περίπου χρόνο πριν, στις 27 Φεβρουαρίου του 2019, στη συνάντηση που είχε μαζί τους ο Αλέξης Τσίπρας για να υπογράψει το Συνυποσχετικό για την εθελοντική προσφορά τους στην εθνική οικονομία, είχε δηλώσει πως διακατέχονται από «αίσθηση συλλογικής ευθύνης» για να βγει η χώρα από την κρίση.
Τι μας κάνει η «αίσθηση συλλογικής ευθύνης» μαζί με την «αξιοπρέπεια»; Έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο, ή μάλλον πολλούς, γι’ αυτό και θα είναι καλύτερα να προχωρήσουμε και στη μετατροπή του γνωστού σλόγκαν σε «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ, ευχαριστούμε τους εφοπλιστές» για να δηλώνουμε την ευγνωμοσύνη μας σε όλους μαζί τους σωτήρες αυτού του όμορφου τόπου…