Ευθυγραμμισμένη διανόηση
Εδώ και δέκα χρόνια, με μια οικονομική κρίση σε αέναη εξέλιξη, με πλήθος ανέργων, με κοινωνικές ανισότητες που προκαλούν αγανάκτηση, η διανόηση, ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της, βρέθηκε βουβή, απρόθυμη ν’ αντιδράσει, μπροστά στην πλημμυρίδα εμπαιγμών και κυνισμού που σάρωνε όλα τα επιχειρήματα. Και συνεχίζει να δανείζει την ισχύ της σε μια άπειρη ποικιλία σκοπών
Όταν στην αρχή της προηγούμενης εβδομάδας, δυνάμεις των ΜΑΤ εισβάλλουν στο Α.Π.Θ, για να διαλύσουν τους φοιτητές που έκαναν κατάληψη το κτίριο της διοίκησης του πανεπιστημίου διαμαρτυρόμενοι για το νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη, και με προπηλακισμούς και ρίψη χημικών κάνουν 31 συλλήψεις, πέρα από την πρωτόγνωρη βία σε χώρους πανεπιστημίου είναι και η ενέργεια του πρύτανη που προκαλεί εύλογους φόβους για τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Γιατί ήταν ο πρύτανης του Α.Π.Θ, ο Ν. Παπαϊωάννου, αυτός που ενημέρωσε την εισαγγελία για να παρέμβει η αστυνομία, ώστε να διαφυλάξει «ως νόμιμος εκπρόσωπος του πανεπιστημίου την διοικητική ακεραιότητα των υπαλλήλων και των εγγράφων». Και ήταν αυτός που την επόμενη μέρα της άγριας καταστολής συνέχιζε να υπερασπίζεται την ενέργειά του ως κάτι το αυτονόητο, επικαλούμενος την πιθανότητα προξένησης φθορών εξαιτίας των κινητοποιήσεων και αποδίδοντας ευθύνες στην κρατική εξουσία για εξάντληση της αυστηρότητάς της, για την οποία εξέφρασε τη λύπη του. Στο ίδιο πλαίσιο, σε σχόλιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Στ. Καλύβας τις μέρες εκείνες αναφερόμενος σε μαρτυρία άλλου πανεπιστημιακού του Α.Π.Θ για προπηλακισμούς από «τραμπούκους» στο πανεπιστήμιο που μέχρι τότε δρούσαν ανενόχλητοι, επιδοκιμάζει την απόφαση του κράτους να αντιδράσει και να επιβάλλει το νόμο.
Οι εικόνες των δυνάμεων καταστολής με πλήρη εξάρτυση που έσερναν, χτυπούσαν, προπηλάκιζαν φοιτητές με αγριότητα, έρχονται από το μέλλον που μοιάζει να αναδύεται από ένα παρελθόν αυταρχισμού, αστυνομοκρατίας και δικτατορίας. Πολλοί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αντιτάχθηκαν σ’ αυτή την άγρια καταστολή και βρέθηκαν δίπλα στους φοιτητές. Όμως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι και αυτοί που συμβάλλουν ή επιδοκιμάζουν την εισβολή της κρατικής βίας και στα πανεπιστήμια με σκοπό την εξοικείωση μ’ αυτήν και την αποδοχή κάθε αυθαιρεσίας των οργάνων της κυρίαρχης εξουσίας. Και με τέτοιους πανεπιστημιακούς δασκάλους μοιάζει το πανεπιστήμιο να βρίσκεται σε κατάπτωση, μη τολμώντας να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του, εξαρτημένο από την αυταρχικότητα της κεντρικής εξουσίας, ζητιάνος της εύνοιάς της, υπηρέτης της που προμηθεύει υπουργούς στην εκάστοτε κυβέρνηση, επενδυμένους με το κύρος του πανεπιστημιακού. Κι αυτά τα παραδείγματα δεν είναι μοναδικά, είναι απλώς ενδεικτικά για το ρόλο και τη σχέση, στις μέρες μας, ακαδημαϊκών, και γενικά αυτών που ονομάζουμε διανοούμενων, με την κυρίαρχη εξουσία.
Γιατί οι διανοούμενοι καταλαμβάνουν μια σημαντική θέση μέσα στις κυρίαρχες τάξεις ως κάτοχοι του πολιτιστικού κεφαλαίου που έχει διαφοροποιηθεί, αλλά δεν ανεξαρτητοποιείται, από το οικονομικό κεφάλαιο με τη θεσμοθέτηση του σχολικού συστήματος. Εξάλλου, στις περισσότερες κοινωνίες, με το διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εντοπίζεται μια ομάδα ή μια κατηγορία ατόμων που ασκούν πνευματική λειτουργία, όπως είναι το ιερατείο ή ο κλήρος, αλλά μόνο από τον 18ο αιώνα αναδύεται στην Ευρώπη ένα σχετικά αυτόνομο πνευματικό πεδίο. Η επέκταση της σχολικής εκπαίδευσης, η ανάπτυξη των πανεπιστημίων, η άνοδος του επιστημονικού τομέα, η εκβιομηχάνιση της παραγωγής έντυπου υλικού συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της συμβολικής δύναμης των διανοουμένων και της εμφάνισής τους ως κοινωνικής κατηγορίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη Γαλλία, ο όρος διανοούμενος προσδιόριζε τους ανθρώπους του πνεύματος που έπαιρναν δημόσια θέση, ιδιαίτερα στην αντιπαράθεση γύρω από την υπόθεση Ντρέυφους, αλλά και στην προεπαναστατική Ρωσία ο όρος ιντελιγκέντσια όριζε την περιθωριοποιημένη από το σύστημα ομάδα πνευματικών ανθρώπων (καθηγητές χωρίς έδρα, συγγραφείς και καλλιτέχνες χωρίς μέσα, κ.λ.π.) που εναντιωνόταν στην τσαρική και εκκλησιαστική εξουσία, ορίζοντας έτσι τον διανοούμενο στη βάση δυο συστατικών στοιχείων, τη διανόηση και τη στράτευση.
Έκτοτε, στην αστική δημοκρατία η κοινωνική θέση της διανόησης έχοντας ενδιάμεσο, διαταξικό χαρακτήρα, με αναπτυγμένο το αίσθημα ότι αποτελεί ένα στρώμα προνομιακό και εκλεκτό, μπορεί να επιλέξει να εκφράσει τα συμφέροντα των εργαζομένων ή να χρησιμοποιηθεί από την κυρίαρχη εξουσία για να εδραιώσει την ιδεολογική της νομιμότητα.
Στην τελευταία πεντηκονταετία του εικοστού αιώνα ο πόλεμος και η κατοχή οδηγούν σε πλήρη πολιτικοποίηση του πνευματικού πεδίου που θα παραμείνει και μετά την απελευθέρωση. Ιδίως σ’ εμάς, στα μετεμφυλιακά και τα χρόνια της δικτατορίας δίνεται πολιτική σημασία και στις μικρότερες πνευματικές δραστηριότητες, όπως το ίδιο το γεγονός της δημοσίευσης, απαξιώνοντας το μοντέλο του αποκλεισμένου στον ελεφάντινο πύργο του πνευματικού ανθρώπου. Το σημείο αναφοράς είναι πάντα η περίοδος από το 1940 έως το 1974, κατά την οποία ο διανοούμενος, εξ ορισμού ο διανοούμενος στα αριστερά, φάνηκε να απολαμβάνει απαράμιλλο κύρος.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, προϊόντος του χρόνου, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης άρχισαν να γίνονται τα προνομιακά μέρη της διανοητικής αντιπαράθεσης, ενώ με το τέλος του ψυχρού πολέμου ο διανοούμενος, που συνδέεται με την καπιταλιστική οικονομία, κατά κανόνα περιφέρεται σ’ ένα κατακερματισμένο πνευματικό τοπίο, όπου κυριαρχεί η αποσπασματικότητα και η σύγκλιση ετερόκλητων ιδεών. Η διάκριση των διανοούμενων σε προοδευτικούς και συντηρητικούς, που επικράτησε στον μεσοπόλεμο και στην μετεμφυλιακή εποχή με αφετηρία τη στάση τους απέναντι στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, ξεθώριασε και μαζί ο συντονισμός ενός μεγάλου κομματιού του πνευματικού κόσμου με επαναστατικά οράματα. Και αν ακόμα είναι ανθεκτική αυτή η εικόνα του στρατευμένου διανοούμενου, ιδιαίτερα στη χώρα μας, οφείλεται στην κληρονομιά των μεγάλων διανοητών της κομμουνιστικής ιδεολογίας που η συκοφάντησή της αποσκοπεί στην απαξίωσή της.
Στα χρόνια της κρίσης, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, οι διανοούμενοι που αναδεικνύονται και προβάλλονται δεν είναι πλέον τα ανήσυχα πνεύματα που αισθάνονται άβολα στην κοινωνία της εποχής τους, αλλά εκείνοι που είναι έτοιμοι να ευθυγραμμιστούν με την εξουσία, όταν δεν παραμένουν σιωπηλοί. Σ’ αυτά τα χρόνια, όταν οι συνέπειες των μνημονίων τους υποχρέωναν να πάρουν ξεκάθαρη θέση δεν ήταν λίγοι όσοι ζητούσαν την εφαρμογή των σκληρών οικονομικών μέτρων που επέβαλλαν τα μνημόνια με το δικαιολογητικό της διασφάλισης της παραμονής της χώρας στην ΕΕ. Παράδειγμα, η διακήρυξη των 32 με το βαρύγδουπο τίτλο «Τολμήστε» το μακρινό 2011. Στις μέρες μας, στο ίδιο πλαίσιο, 56 προσωπικότητες της Τέχνης και του πολιτισμού στηρίζουν την υπουργό πολιτισμού Λ. Μενδώνη με το δικαιολογητικό την ενότητας του κόσμου του πολιτισμού απέναντι σε νοσηρά φαινόμενα, στηρίζοντας ουσιαστικά τη συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Και καταλήγουν οι διανοούμενοι να συμπεριφέρονται, ή να χρησιμοποιούνται, ως μορφές εξουσίας που επιδιώκουν να διεκδικήσουν την κυριαρχία τους πάνω στους εργαζόμενους μέσω της γνώσης τους, της ευγλωττίας τους και των θεωριών τους. Καθώς από την οπτική τους λείπουν βασικές ταξικές προϋποθέσεις, η αντιμετώπιση των κοινωνικών φαινομένων απ’ αυτούς συμπίπτει με αυτήν της κυρίαρχης εξουσίας. Είναι το τέλος μιας πορείας της διανόησης που ξεκίνησε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και κατέληξε στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν στην προσπάθεια να καμφθεί η οποιαδήποτε σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη, για να διαμορφωθεί ένα συναινετικό περιβάλλον ουσιαστικά αποχρωματισμένο ιδεολογικά, η κυρίαρχη ιδεολογία μπολιαζότανε με στοιχεία λεκτικής επαναστατικότητας άλλων εποχών, που στην πραγματικότητα την εξουδετέρωναν. Καθώς λοιπόν προέρχονται κυρίως από ευκατάστατα στρώματα και διακρίνονται για την αστική και μικροαστική κοσμοαντίληψη και τρόπο ζωής, με ανεπτυγμένο το αίσθημα πως αποτελούν ένα προνομιακό και εκλεκτό στρώμα, δεν είναι περίεργο που στην εποχή της κρίσης οι περισσότεροι διανοούμενοι αποδείχτηκαν φιλήσυχοι υμνογράφοι του αστικού καθεστώτος, που τους ενδιέφερε η αναγνώριση της ανωτερότητάς τους από την εξουσία, με την επαναστατικότητά τους να περιορίζεται στην απελευθέρωση της γλώσσας ή της συμπεριφοράς, στην αναζήτηση ταυτότητας, σε προσομοιώσεις μικροεξεγέρσεων ή, το περισσότερο, σε συμπαραστάσεις σε ευάλωτα άτομα. Γι’ αυτό και δίνουν τις γνώσεις τους, αφήνουν να χρησιμοποιείται η ευφυία τους για να γίνει πιο αποτελεσματική η προπαγάνδα της κυρίαρχης εξουσίας. Γιατί η καπιταλιστική προπαγάνδα χρειάζεται τους τεχνικούς, τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους θεωρητικούς, εφόσον στις φιλελεύθερες ολιγαρχίες μας η εξουσία περιβάλλεται με διανοούμενους για να εδραιώσει τη «διανοητική» νομιμότητά της.
Η υψηλή πολυπλοκότητα των δυτικών κοινωνιών – μια πολυπλοκότητα που σήμερα τείνουμε να μετατρέψουμε σε ένα φυσικό γεγονός, ενώ είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των ανθρώπινων αποφάσεων – ευνοεί τη δύναμη των ανθρώπων του πνεύματος. Σε ένα τέτοιο κόσμο, όπου τίποτε δεν μπορεί να γίνει απλό, ο διανοούμενος βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που είναι πολύ πιο οικείο σε αυτόν από ό,τι σ’ εκείνους που δεν έχουν τον ίδιο βαθμό γνώσης ή θεωρητικής σκέψης και δημιουργούνται οι κοινωνικές συνθήκες για την προσφυγή σ’ αυτόν που αναβαθμίζεται σε αρμόδιο και ειδικό. Ο διανοούμενος έχει καλύτερη γνώση των εργαλείων που δημιουργούνται ή χρησιμοποιούνται από και για την άρχουσα τάξη, όπως επικοινωνία, νόμος, οικονομικά, διοίκηση και εδώ βρίσκεται η δύναμή του.
Κι έτσι εξηγείται γιατί εδώ και δέκα χρόνια με μια οικονομική κρίση σε αέναη εξέλιξη, με πλήθος ανέργων, με κοινωνικές ανισότητες που προκαλούν αγανάκτηση, η διανόηση, ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της, βρέθηκε βουβή, απρόθυμη ν’ αντιδράσει, μπροστά στην πλημμυρίδα εμπαιγμών και κυνισμού που σάρωνε όλα τα επιχειρήματα. Και συνεχίζει να δανείζει την ισχύ της σε μια άπειρη ποικιλία σκοπών -η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης είναι ένα παράδειγμα- που οι περισσότεροι ενισχύουν την κυρίαρχη εξουσία, χωρίς να έχει πρόβλημα να αναπαράγει διλήμματα πλαστά ή να τ’ αντικαθιστά με άλλα λιγότερο ευδιάκριτα, θολώνοντας τις διαχωριστικές γραμμές. Και κάπως έτσι καταλήγει να υπερασπίζεται έναν αντικομμουνισμό για να αφεθεί ελεύθερο το πεδίο στο χώρο των ιδεών για την κυρίαρχη εξουσία.