“Εκτός από το μισθό, υπάρχει και η αλλοτρίωση” – Σημειώσεις για τον Παρισινό Μάη
Το πνεύμα του Μάη δεν μπορεί να το εκφράζουν κάποιοι διάσημοι “κινηματικοί αστέρες” που βολεύτηκαν γρήγορα στην αγκαλιά του συστήματος που θεωρητικά πολεμούσαν, ενίοτε και σε κυβερνητικές θέσεις, αλλά μόνο αυτοί που συνεχίζουν να παλεύουν για να το ανατρέψουν.
Ο Μάης του Παρισιού ήρθε σχεδόν 100 χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα. Δεν είχε ούτε τη δική της διάρκεια, ούτε (κατά προσέγγιση έστω) τη δική της εμβέλεια, δεν έφτασε ποτέ στο σημείο να διεκδικήσει την εξουσία, αφού δεν ήταν καν διακηρυγμένος στόχος του, και φάνηκε να είναι μια τομή χωρίς ουσιαστική συνέχεια στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας. Από την άλλη όμως, απέκτησε διεθνή διάσταση, κυρίως στην Ιταλία, ενώ κάποιες αναλύσεις -από αστική και τροτσκιστική σκοπιά- τον συνδέουν με την Άνοιξη της Πράγας, και θεωρούν πως σηματοδοτεί μια καμπή. Ή ένα νέο πολιτικό υπόδειγμα, κατά άλλους, το οποίο ανέδειξε τη “Νέα Αριστερά” και σε ένα βάθος χρόνου το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα -το οποίο δεν είχε συγκροτημένη οργανωτική υπόσταση και δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στα γεγονότα του Μάη- και επίσης τους Καταστασιακούς και μια συγκεκριμένη εκδοχή της αναρχίας.
Πολλές φορές συμπεριλαμβάνεται στος πολιτικούς καρπούς του Μάη και η εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα, όπου θεωρητικά αργούν να φτάσουν και να εκδηλωθούν οι κυρίαρχες τάσεις και τα μηνύματα από την Ευρώπη. Δεν υπάρχει όμως άμεση σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ των δύο ή κάποια οργανική σύνδεση μεταξύ τους, καθώς οι συνθήκες και το ιστορικό πλαίσιο ήταν πολύ διαφορετικά. Τα βασικά κοινά γνωρίσματα ήταν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις που πυροδότησαν το καζάνι της λαϊκής οργής -που πολλοί τείνουν να απολυτοποιήσουν το ρόλο τους ή να τις δουν ξεκομμένες από το γενικό λαϊκό ξεσηκωμό- και η ενσωμάτωση που ακολούθησε -από άλλες διαδρομές και με διαφορετικούς ρυθμούς- στις δύο περιπτώσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα επιφανών εκπροσώπων τους, και η οποία οφείλει να μας διδάξει και να μας προβληματίσει ως προς τις αιτίες και τα μέσα επικράτησής της.
Στην Ελλάδα αυτό έγινε σε ένα βάθος χρόνου, καθώς ξεθύμαινε σταδιακά ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης, ενώ στη Γαλλία σχετικά άμεσα, αφού η κυβέρνηση του ντε Γκολ βγήκε ενισχυμένη και πρακτικά παντοδύναμη από τις κάλπες του Ιουνίου, μόλις ένα μήνα μετά το αποκορύφωμα της εξέγερσης, κατά την οποία ο στρατηγός σκεφτόταν ακόμα και το ενδεχόμενο να καταφύγει σε μια στρατιωτική επέμβαση, για να μπορέσει να σπάσει το μαζικό απεργιακό κύμα και να ελέγξει κάπως την κατάσταση. Οι εξεγερσιακές διαθέσεις έμειναν μακριά από την κάλπη και δεν εκφράστηκαν στο αποτέλεσμά της. Στον αντίποδα όμως, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα από την ιστορία που μας δείχνουν πως την υποχώρηση ενός κινήματος ή μιας εξέγερσης την διαδέχεται η επικράτηση συντηρητικών διαθέσεων.
Συχνά επιχειρείται η ερμηνεία της πολιτικής κληρονομιάς του Μάη μέσα από κάποια εμβληματικά συνθήματα που βγήκαν εκείνες τις μέρες ή εξέφρασαν το πνεύμα του, αλλά αυτή είναι μια σχετικά επισφαλής προσέγγιση.
Αν εντάξουμε πχ σε αυτήν την κληρονομία το σύνθημα “εκτός από τον ιμπεριαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά”, αγνοούμε έτσι τις μαζικές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις για το Βιετνάμ, που ήταν το πρόπλασμά του, αλλά και την περιπέτεια-υποχώρηση του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ως ιστορικό καμβά των εξελίξεων.
Για άλλες προσεγγίσεις, η πολιτική κληρονομία του Μάη συνίσταται στην ανακάλυψη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου στο χώρο της νεολαίας, μακριά από το… “μεσιανισμό του προλεταριάτου” (βλέπε Μαρκούζε). Αλλά η είσοδος της εργατικής τάξης στο προσκήνιο, των σωματείων και των μαζικών απεργιών τους ήταν αυτή που έδωσε μαζική και συγκρουσιακή διάθεση στα γεγονότα του Μάη, κάνοντας την αστική τάξη να νιώσει πως απειλείται και κλονίζονται -στιγμιαία έστω- τα θεμέλια της κυριαρχίας της. Χωρίς αυτά, ο Μάης δε θα έπαιρνε τις ίδιες διαστάσεις ούτε και την εμβέλεια που έχει σήμερα.
Η πολιτική του Γαλλικού ΚΚ, η ετοιμότητά του να μπει μπροστά ως καθοδηγήτρια δύναμη στα γεγονότα, η στρατηγική του αντίληψη για την επανάσταση και ο βαθμός διάβρωσής του από ρεφορμιστικές ιδέες -που έγιναν η βάση του υπό διαμόρφωση ευρωκομμουνιστικού ρεύματος- είναι ζητήματα προς κριτική εξέταση και συζήτηση. Αυτη η διερεύνηση όμως δεν έχει καμία σχέση με αναρχικούς αφορισμούς για τα κομμουνιστικά κόμματα, τη… φαντασιακή υπέρβαση των “παλιών, οργανωτικών σχημάτων”, την απέχθεια για κάθε μορφή οργάνωσης και έννοια πρωτοπορίας, με άλλα λόγια την άρνηση της αναγκαιότητας του κόμματος της εργατικής τάξης -μαζί με την άρνηση να αναγνωριστεί η ίδια ως επαναστατικό υποκείμενο.
Αυτές οι μικροαστικές θεωρήσεις είναι γνωστές και διαχρονικές: αποθέωση του αυθόρμητου και της νεολαίας -ως γενική και αόριστη κατηγορία που περιλαμβάνει τα πάντα, μαζί με την αστική άποψη για το “χάσμα γενεών”- ενάντια στις έννοιες της οργάνωσης, της πρωτοπορίας και της ταξικής θεώρησης των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, μια “επαναστατική” απόρριψη όλων των βασικών επαναστατικών χαρακτηριστικών, που σε τελική ανάλυση στρέφεται ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα συνολικά και μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα σύνθημα-τίτλο του Κον Μπεντίτ (που έγινε και τίτλος βιβλίου του): “ο αριστερισμός είναι το φάρμακο στη γεροντική άνοια του κομμουνισμού”.
Τα αποτελέσματα αυτή της αγωγής, μπορεί να τα δει κανείς σήμερα στο πρόσωπο και τη διαδρομή του “αστέρα” του φοιτητικού κινήματος της εποχής.
Παρόλα αυτά, συνηθίζουμε κάποιες φορές από την πλευρά μας να σπαταλάμε πολύ χώρο για να καθαρίσουμε το Μάη από τη σκουριά των μικροαστικών αφηγήσεων και τις υπερβολές των ερμηνειών αντίπαλων πολιτικών χώρων. Ωστόσο, υπάρχει ένας θετικός πυρήνας που μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί, παράλληλα με τα διδάγματα-συμπεράσματα, που βγαίνουν από την αρνητική πείρα του.
Ο Μάης ήταν σκληρή ταξική σύγκρουση, ακριβώς εξαιτίας του ισχυρού εργατικού κινήματος -που έχει ακόμα και σήμερα μεγάλη παράδοση στη Γαλλία- και των μαζικών διαδηλώσεων και απεργιακών κινητοποιήσεων που άρχισαν μερικές μέρες μετά το φοιτητικό ξέσπασμα. Το καινούριο στοιχείο που ξεπήδησε από όλα αυτά, δίπλα στις πάγιες και διαχρονικές διεκδικήσεις (για το μισθό, το ωράριο κτλ) ήταν τα συνθήματα ενάντια στη ρουτίνα, την αλλοτρίωση, την αστική κανονικότητα, την έλλειψη νοήματος στην παραγωγή. Στοιχεία που δείχνουν πως ακόμα και μια σχετικά ευημερούσα αστική κοινωνία -καθώς μιλάμε για τη “χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία, πριν από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70′- δεν μπορεί να προσφέρει την αληθινή ευτυχία στους εργαζόμενους, γιατί μέτρο της τελευταίας δεν είναι στενά το εισόδημα και κάποιες ανέσεις, αλλά πρωτίστως η ανάπτυξη κι επιβεβαίωση της προσωπικότητας του καθενός στην εργασία, δηλαδή στην κύρια κοινωνική δραστηριότητά του, και η ελεύθερη δημιουργική αξιοποίηση των κλίσεων και των δυνατοτήτων του.
Βασική αντινομία του, παρόλα αυτά, ήταν πως η δυναμική του φάνηκε να εξαντλείται ακριβώς μετά την υπογραφή μιας συμφωνίας που εξασφάλιζε μισθολογικές αυξήσεις και μερικές ακόμα κατακτήσεις για τους εργαζόμενους -αποδεικνύοντας ότι η αστική τάξη είναι πρόθυμη να κάνει παραχωρήσεις (μόνο) όταν νιώθει πως απειλείται και πρέπει να διασώσει την ταξική της κυριαρχία. Κι είναι ζήτημα αν αυτό ήταν όντως το ταβάνι στο οποίο μπορούσε να φτάσει τη δεδομένη στιγμή το ταξικό κίνημα -και κατάφερε να το πάρει- ή αν άφησε να περάσει αναξιοποίητη μια ευκαιρία -για κάποιους ενδεχομένως και “επαναστατική κατάσταση”.
Εν κατακλείδι, το πνεύμα του Μάη δεν μπορεί να το εκφράζουν κάποιοι διάσημοι “κινηματικοί αστέρες” που βολεύτηκαν γρήγορα στην αγκαλιά του συστήματος που θεωρητικά πολεμούσαν, ενίοτε και σε κυβερνητικές θέσεις (όπως ο Κον Μπεντίτ που έγραψε το “Forget May ’68”), αλλά μόνο αυτοί που συνεχίζουν να παλεύουν για να το ανατρέψουν.