Εμείς πότε θα δούμε μια επανάσταση;
Μήπως ζούμε σε όχι και τόσο ενδιαφέροντες καιρούς; Και αν όχι, τι χρειάζεται για να νιώσουμε κι εμείς τον ιστορικό χρόνο να πυκνώνει, τις δικές μας μέρες που θα συγκλονίσουν τον κόσμο;
Εμείς πότε θα ζήσουμε μια επανάσταση; Κι εγώ πότε θα γίνω σοσιαλιστική μαμά-πατρίδα για τους λαούς όλου του κόσμου; -θα μπορούσε να αναρωτιέται η δική μας. Πότε θα δούμε ένα άσπρο σφυροδρέπανο σε γαλάζιο φόντο, δίπλα στις δικές μας εννιά συλλαβές, πχ κομμουνισμός ή βαρβαρότητα (αυτές βασικά είναι δέκα, θέλει λίγη δουλειά το σύνθημα, εκτός και αν προσθέσουμε μια ρίγα).
Δεν είναι θέμα μικροαστικής ανυπομονησίας. Είναι η ανάγκη να ζήσουμε αλλιώς, σε αυτή τη ζωή, να αγγίξουμε τον ουρανό και να τον φέρουμε στη γη, να γευτούμε τους χυμούς μιας άλλης κοινωνίας, πώς είναι να ζεις σε έναν άλλο κόσμο, χωρίς παράσιτα και εκμετάλλευση, χωρίς να λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη, που εξατμίζονται χωρίς σκοπό, χωρίς τους συλλογικούς στόχους που κάνουν τη ζωή μεγάλη και ωραία. Να μη λυπόμαστε πια τα χρόνια και τον ιστορικό χρόνο που χαραμίζεται. Να νιώσουμε επιτέλους ότι κινούμε εμείς τον τροχό της ιστορίας και δε μας τσαλαπατά, πισωγυρίζοντας.
Δεν ήταν άλλωστε μικροαστοί που αεροβατούσαν οι σύντροφοι που έβαζαν κόκκινες σημαίες στο 1/3 του χάρτη και αισιοδοξούσαν πως σύντομα θα τον γεμίσουν όλο.
Είναι και θέμα αγωνιστικής αισιοδοξίας. Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη και δε θα είναι μόνο από θάνατο. Ναι, ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, κι όμως γυρίζει… κι ας φαίνεται ενίοτε καταθλιπτικά στάσιμος.
Είναι και θέμα ιστορικής εκτίμησης, αλλά όχι κάποιας μαθηματικής ακολουθίας -αυτήν την χάσαμε. Το 1871 ήταν η Κομμούνα του Παρισιού, σχεδόν πενήντα χρόνια (βάσανα και διωγμοί) μετά ο Οκτώβρης και οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον χρόνο, μισό αιώνα μετά η επανάσταση στην Κούβα ή κατά άλλους ο Μάης του ’68, στην ίδια πόλη, όπου μοιάζει να έκλεισε ο κύκλος. Και μετά…; Το νήμα της εξέλιξης μοιάζει να κόπηκε, όχι μόνο για τις επαναστάσεις αλλά για το ρολόι της ιστορίας γενικώς, για τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις μας. Η ιστορία κάνει κύκλους ή μάλλον διαλεκτικές σπείρες, αλλά αυτοί δεν είναι σταθεροί, σαν τους κύκλους της -επαναστατικής- περιόδου, που και αυτή κατακόκκινη είναι.
Ζούμε ακόμα τα απόνερα της αντεπανάστασης. Και δεν είναι βέβαιο πως φτάσαμε στο ναδίρ, από όπου αρχίζει η επάνοδος. Μείναμε όρθιοι, ζωντανοί στο χειροκρότημα, στο ιστορικό προσκήνιο. Αρχίσαμε τον ανήφορο της ανασυγκρότησης, με εφόδια την πείρα και τα παθήματα που έγιναν μαθήματα, για να μην την πατήσουμε σαν τον Σίσσυφο -Σήφης και αυτός… Αλλά τα “δεδομένα” -που δεν ήταν δοσμένα μια για πάντα- και οι κατακτήσεις του σύντομου εικοστού αιώνα μοιάζουν ακόμα πιο μακρινές. Έχουμε γενιές που δεν γνώρισαν τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, το δυνατό εργατικό κίνημα, το “κοινωνικό κράτος” -το ψευδώνυμο που έδωσαν οι κυρίαρχοι στις δικές μας κατακτήσεις. Οι γενιές που γεννήθηκαν μες στην κρίση δεν έχουν γνωρίσει άλλη “κανονικότητα” πέρα από αυτήν που ζούμε τώρα, την “κανονικότητα” της κρίσης και του σκυμμένου κεφαλιού. Οι γενιές του 21ου αιώνα ετοιμάζονται να ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες και το βιώνουν ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό, γιατί τάχα “ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας”.
Λένε πως το πιο βαθύ σκοτάδι (σαν το μαύρο του φασισμού και της χρυσής αυγής) είναι λίγο πριν την αυγή. Αλλά δεν ξέρουμε αν έχουμε φτάσει στο πιο βαθύ, το πιο πηχτό σκοτάδι του σύγχρονου σκοταδισμού, που φέρνει τον εργασιακό μεσαίωνα, τον θρίαμβο του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της αγραμματοσύνης, των προκαταλήψεων, της θρησκοληψίας και των δεισιδαιμονιών. Και στους φωτεινούς παντογνώστες του συστήματος τα δικά μας καλέσματα φαντάζουν λέει σαν τον λόγο θρησκευτικής σέχτας: έλα στο φως και φύγε απ’ το σκοτάδι… Είναι πολύ βολικό, βλέπεις, να περιμένεις να αλλάξει κάτι στη μετά θάνατον ζωή, από το να προσπαθείς σαν… “σέχτα” να αλλάξεις σε αυτήν τη ζωή τα επίγεια κακώς κείμενα.
Ο Λένιν στα 45 του θεωρούνταν ήδη γέρος και έλεγε στους νεότερους πως η δική του γενιά δε θα αξιωθεί να προλάβει την επανάσταση που έρχεται. Μεγάλο άλμα κάνε, μεγάλη κουβέντα μη λες…
Η επανάσταση δεν έρχεται κατά παραγγελία, με βάση τις επιθυμίες μας. Δεν πρόκειται να συνωμοτήσει το σύμπαν για να συμβεί, επειδή την θέλουμε πάρα πολύ, ούτε μπορεί να γίνει με τη συνωμοσία μιας μικρής ομάδας αποφασισμένων επαναστατών -ένα σχέδιο που άφησε το όνομα του Μπλανκί στην ιστορία.
Χτυπά την πόρτα μας απροειδοποίητα, χωρίς να μας ρωτήσει, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, για να μας βρει έτοιμους την κρίσιμη στιγμή, να μην αφήσουμε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, να βάλουμε τέλος στον κόσμο της εκμετάλλευσης.
Δεν υπάρχει υποχρεωτικά, όμως, ραντεβού με την ιστορία, όπως έλεγε η ψευδεπίγραφη Αλλαγή του Ανδρέα πριν από 40 χρόνια. Αν η επαναστατική κρίση προκύψει χωρίς να είναι έτοιμο για αυτήν το υποκείμενο που καλείται να πιάσει το ιστορικό νήμα, τότε μπορεί να περάσει χωρίς να αγγίξει το σύστημα, ως ασυμπτωματική κρίση, για να δανειστούμε έναν όρο από τη σύγχρονη πανδημία. Αν εμείς δε σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και του ουρανού που θέλουμε να καταλάβουμε με έφοδο, μπορεί αυτός να πέσει πάνω στο κεφάλι μας, όπως φοβόντουσαν οι Γαλάτες στον Αστερίξ.
Το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε εμείς από τη δική μας πλευρά, για να φέρουμε πιο κοντά το μέλλον στην εποχή μας, λειτουργώντας μαιευτικά (ως μαίες όχι ως μητέρες), βοηθητικά και όχι βουλησιαρχικά. Αν μπορούμε δηλαδή να οξύνουμε τις κρίσεις του καπιταλισμού, να επισπεύσουμε τη φορά των γεγονότων, να βοηθήσουμε να ωριμάσουν οι ίδιες οι οι μάζες, με τον αγώνα τους και την εμπειρία τους, βάσει σχεδίου και συγκεκριμένων βημάτων.
Μήπως όμως δε ζούμε πια σε τόσο ενδιαφέροντες καιρούς, που υπόσχονται πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες; Μήπως το πιο ενδιαφέρον που μας έλαχε να ζήσουμε ήταν ο Δεκέμβρης, οι πλατείες και η παλίρροια των απεργιών ενάντια στο μνημόνιο που έσβησε με την άμπωτη της ΠΦΑ, ως μια νερόβραστη εκδοχή του Κερένσκι;
Μπορεί οι δικοί μας καιροί να φαντάζουν μίζεροι και αντιηρωικοί, αλλά δεν είναι άδειοι και αδιάφοροι. Το είδος μας έχει μπροστά του συγκλονιστικές προκλήσεις, επιστημονικές και όχι μόνο, αρκεί η τάξη μας να βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις δυνάμεις εκείνες που κρατάνε το είδος μας όμηρο στο παρελθόν, στάσιμο στην προϊστορία της ανθρωπότητας.
Μπορεί η εποχή του Λένιν να ήταν πολύ διαφορετική, αυτός μας έδωσε όμως το κλειδί για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα της, που παραμένει ίδιος, με το ίδιο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ζούμε στην εποχή που ο καπιταλισμός σαπίζει σαν κοινωνικό σύστημα και παρασιτεί στις πλάτες μας, δηλαδή στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ζούμε σε μια εποχή όπου μπαίνει αντικειμενικά το ζήτημα του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, παρά την πρόσκαιρη νίκη της αντεπανάστασης, κι ας μην μπαίνει στην ημερήσια διάταξη ως άμεσος στόχος. Και αν προσωρινά “στενέψαν τα περάσματα, οι φίλοι μου φαντάσματα -που πλανώνται πάνω από την Ευρώπη”, είναι δικό μας χρέος να βρούμε σύγχρονους τρόπους να τα ανοίξουμε και να τα διαβούμε.
Και ας σκεφτούμε καλά τι εργαλεία είχαν οι μπολσεβίκοι στον καιρό τους, για να το κάνουν. Γερές οργανώσεις, αγκιτάτορες και εκλαϊκευτικές μπροσούρες, μελέτες για τον καπιταλισμό της εποχής τους, ολοκληρωμένες επεξεργασίες για τη στάση τους στον πόλεμο, σφαιρική αντίληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι, επαναστατική στρατηγική και τακτική, οργανικούς δεσμούς με το ευρωπαϊκό κίνημα -ανεξάρτητα από τη χρεωκοπία της Β’ Διεθνούς-, ατσαλωμένα στελέχη σε σκληρούς ταξικούς αγώνες και την επανάσταση του 1905, μαζικά στελέχη, την εμπειρία των σοβιέτ, οργανωμένο και έμπειρο προλεταριάτο, ζωντανές διαδικασίες, απαιτητικές εσωκομματικές διαδικασίες ακόμα και σε φιλοσοφικά επίδικα, άπειρη αντοχή, ικανότητα να δουλεύουν επαναστατικά στις πιο δύσκολες συνθήκες, στις πλέον κρίσιμες καμπές.
Αν καταπιαστούμε με τη διασφάλιση αυτών των προϋποθέσεων, κανείς δε μας εγγυάται πως η επαναστατική κρίση-περίοδος θα μας χτυπήσει την πόρτα, σίγουρα όμως οι καιροί μας θα γίνουν πολύ πιο ενδιαφέροντες και σε πολιτικό επίπεδο, έχοντας κάτι από το άρωμα της κοινωνίας του μέλλοντος, για να παίρνουμε ανάσες και να μη μας πνίγει η μπόχα του παλιού, σάπιου κόσμου.