Ένα ταξίδι ήταν…
Εκεί, στο υπόγειο μουσείο όπου συμπυκνώνονται η Αρχιτεκτονική κι ο Χρόνος με την Ιστορία, τις πληγές και τον αγώνα για την επούλωσή τους ενός ολάκερου λαού.
Kι ο τίτλος “μαθαίνουμε παρέα”. Και μάθαμε παρέα, εκεί στο 4ο Δημοτικό Σχολείο, όπου μαθητές και δάσκαλοι με συντονίστρια την κ. Ειρήνη κοπιάζουν από το 2015 για να συνδέσουν τον χρόνο.
Το χθες με το σήμερα, το παλιό με το καινούριο, τις μνήμες με την γνώση, την Ιστορία με την ταυτότητα του τόπου.
Ένα ταξίδι ήταν μέσα από το στεντόρειο και αδιαπραγμάτευτο κάλεσμα του χειροκίνητου κουδουνιού.
Μέσα από μια σάκα δερμάτινη, σκληρή, καφέ, “άκαμπτη” και προορισμένη να επιτελέσει το έργο της ακόμα και στην πανεπιστημιακή εξέλιξη πολλές φορές…
Μέσα από ένα φτερό-κοντυλοφόρο, για τα καλλιγραφικά γράμματα του σεβασμού, πρωταρχική διδαχή στον νεοσσό πληθυσμό μιας αναδυόμενης από τις στάχτες της χώρας.
Μέσα από ένα μελανοδοχείο ακόμα μισογεμάτο για μια κοπιαστική και βέβαιη μετάδοση της γνώσης, καλλιεργώντας συγχρόνως έναν φόβο μην τυχόν και στάξει ο κοντυλοφόρος, μην τυχόν κι αναποδογυρίσει το μελανοδοχείο.
Μέσα από έναν χάρακα, μια “βίτσα”, αυστηρό συμβόλαιο τότε ανάμεσα στην πειθαρχία, στην γονική έγκριση (όπως σήμερα με μια συμβολαιογραφική φράση λέμε “γονική παροχή”) και στα τραύματα, ψυχικά πρώτα κι ύστερα σωματικά, των παιδιών. “Δώσε μερικές βιτσιές δάσκαλε…” και φούσκωναν οι τρυφερές χουφτίτσες των παιδιών, τόσο, που οι μετέπειτα άνδρες και γυναίκες να παλεύουν να γιάνουν την ψυχή τους…
Ταξίδι μέσα από ένα χειροκίνητο τηλέφωνο, με το καντράν συνωμότη στην σχεδόν ανύπαρκτη ηχορύπανση της εποχής.
Μέσα από μια γραφομηχανή για τις εκτυπώσεις του τότε και την ασφαλή αρχειοθέτηση δίχως φλασάκια και κακόβουλους “υιούς”.
Μέσα από τους αμέτρητους αναρτημένους γκρίζους πίνακες, να παραπέμπουν στην ιστορία -με κυρίαρχο το κρυφό σχολειό- να παραπέμπουν στη φύση, στο βουνό, στη θάλασσα, στην μακρινή ζούγκλα, να παραπέμπουν στα θρησκευτικά αισθήματα της ελληνορθόδοξης παιδείας.
Μέσα από τις ατσαλάκωτες μπλε ποδιές με τα κολλαρισμένα κάτασπρα γιακαδάκια τους (χάρη στη σκόνη Tide που έπλενε καθαρότερα από κάθε τΙ) δείγμα νοικοκυροσύνης και ανυποψίαστο κάλυμμα της φτώχειας, της ανέχειας, της… “UNRRA” και κόντρα σ’ έναν υποτυπώδη τότε ενδυματολογικό ρατσισμό…
Μέσα απ’ τον ευωδιαστό κονιορτό της άσπρης κιμωλίας, ανακατεμένης με μια υπόσχεση και μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, να θαμπώνει τα ηλιόλουστα παράθυρα και να θυμίζει μια αράδα απ’ το Αρκάδι του Δημήτριου Παπαρηγόπουλου:
“σκιάζει τον ορίζοντα κονιορτού νεφέλη…”
Και μ’ όλα τούτα οι μεγάλοι επισκέπτες γίνονται παιδιά ενώ κάποια συναισθήματά τους ανάμεικτα με νοσταλγία αιωρούνται στη ματιά τους και στο χώρο. Σ’ έναν χώρο που καταφέρνει και συμβιβάζει τον αδυσώπητο χρόνο με κείνη την αέναη αναζήτηση…
Και μ’ όλ’ αυτά, τα παιδιά-επισκέπτες γίνονται ερευνητές, ιστοριοδίφες, κοινωνοί της εκπαίδευσης σε μιαν άλλη εποχή.
Σε μια εποχή όπου τα περισσότερα παιδιά προτιμούσαν να μείνουν νηστικά παρά να καταπιούν το γάλα της…UNRRA, με αποτέλεσμα φυτά και αγριόχορτα να ποτίζονται με γάλα. Σε μια εποχή, ωστόσο, όπου ο χρόνος αναλώνονταν στην ουσία, στην δημιουργικότητα, στο πελέκημα χαρακτήρων, με κείνη την βαθιά και καθολική πεποίθηση πως…
“άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο”.
Κι όλα αυτά στο υπόγειο του εμβληματικού κτιρίου του 4ου Δημοτικού Σχολείου, σε μια βόρεια περιφέρεια. Ενός σχολείου κτισμένου το 1929 και με 1.000.000 δραχμές που διέθεσε ο εποικισμός και που την ημέρα των εγκαινίων, τον Ιανουάριο του 1930, παραδόθηκαν τα κλειδιά του στον πρώτο διευθυντή Γ. Κούρκουλα.
Εκεί, στο υπόγειο μουσείο όπου συμπυκνώνονται η Αρχιτεκτονική κι ο Χρόνος με την Ιστορία, τις πληγές και τον αγώνα για την επούλωσή τους ενός ολάκερου λαού.
Μια γεύση μελαγχολίας διαπότισε το υγρό φθινοπωρινό απόγευμα, μαζί με την γεύση του άυλου χρέους σε κείνους που εμπνεύστηκαν αυτό το ταξίδι, το οργάνωσαν και το υλοποιούν…
Χρύσα Μπαΐρα