Ενάντια στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής (Με το ΚΚΕ η ενότητα και ο αγώνας)
Αντί το κομμάτι το οποίο έκανε κριτική στο ΚΚΕ για το ζητούμενο των συνεργασιών να πει ένα καλό λόγο, παρατηρείται ακριβώς το ανάποδο: Μα καλά, γιατί συνεργάζεται; Και τι, έγιναν ξαφνικά και αυτοί κομμουνιστές; Δεν ήταν ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, ΝΔ πιο πριν; Και εδώ βγαίνουν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα…
Στις αρχές της δεκαετίας του 90 και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισε δειλά δειλά η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης: το τέλος των ιδεολογιών, το όλοι μαζί ενωμένοι και το οι φοιτητές μόνο για τα ζητήματα των σχολών, σε κάθε κοινωνικό πεδίο, από τις γειτονιές έως τους φοιτητικούς συλλόγους η πολιτική πλέον δομείται με όρους παρέας (ή συμμορίας), βολέματος και οπαδικού στοιχείου. Τα -χυδαία- συνθήματα τα οποία επικρατούν (και α και ου), τα κάδρα των μεγάλων αρχηγών και η ορολογία που κυριαρχεί, παραπέμπουν σε γήπεδο και όχι σε πολιτικό χώρο. Η κατάσταση αυτή ευνοεί όσους επιθυμούν να κρύψουν την ιδεολογία τους και να θολώσουν το τοπίο, να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες, ώστε από την πίσω πόρτα να εφαρμόσουν τις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις, οι οποίες πάντα δηλώνουν παρών.
Όλα αυτά τα χρόνια, ένα από τα κόμματα με σταθερό ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Και μια κλασική ερώτηση στο παραπάνω κλίμα είναι, καλά μα γιατί δε συνεργάζεστε; Άσχετα με το αν οι επιλογές συνεργασιών του ΚΚΕ ήταν πάντα σωστές (που δεν ήταν), η ερώτηση εξαρχής είναι λάθος. Σε ποια βάση και με ποια κριτήρια θα δομείται λοιπόν μια συνεργασία; Και σε αυτό το ερώτημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στη συνέχεια απάντησε δυναμικά το ΚΚΕ, το οποίο κατάφερε να βάλει πλάτη και να μπει μπροστά σε μια περίοδο που όλα τα εστίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ανέλαβε έτσι ένα πολύ μεγαλύτερο βάρος από αυτό που του αντιστοιχούσε κοινοβουλευτικά, αφού ήταν η ουσιαστική αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή και στο δρόμο. Και με αυτό το κριτήριο οικοδόμησε συμμαχίες, άνοιξε τα συνδικαλιστικά οχήματα του, ήρθε κοντά με εργαζόμενους με βάση τις διεκδικήσεις τους και τις ανάγκες τους και τελικά όλα αυτά κατέληξαν σε ανανεωμένα ψηφοδέλτια με βάση όχι τα κομματικά κριτήρια. Αυτή είναι και η ορθή πολιτική συνεργασιών: μέσα στο ταξικό κίνημα, χωρίς βιασύνες και τεχνητές συγκολλήσεις, συνεργασίες που προκύπτουν από τη ζωή και όχι από δοσοληψίες σε κλειστά κομματικά γραφεία.
Και σε αυτό το σημείο, αντί το κομμάτι το οποίο έκανε κριτική στο ΚΚΕ για το ζητούμενο των συνεργασιών να πει ένα καλό λόγο, παρατηρείται ακριβώς το ανάποδο: μα καλά γιατί συνεργάζεται; Και, τι, έγιναν ξαφνικά και αυτοί κομμουνιστές; Δεν ήταν ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, ΝΔ πιο πριν; Και εδώ βγαίνουν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα. Καταρχήν η κριτική για τις συνεργασίες φαίνεται ότι ήταν επίπλαστη (κάτι το οποίο σε ένα βαθμό είχε φανεί και στους αγώνες του 06-07 με τα κοινά πλαίσια και την Πανσπουδαστική) με στόχο να χτυπήσει ψήφους και όχι να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ενότητα. Δεύτερον η αντίληψη της πολιτικής ως ένα οπαδικό σχήμα το οποίο είναι στατικό και αμετάβλητο ή αφορά μεταγραφές και εξαγορές: δεν αλλάζουμε ομάδα, δεν αλλάζουμε και κόμμα. Η πολιτική και ιδεολογία πάνε περίπατο όταν έχουν προηγηθεί αλλαγές στρατοπέδων, όταν ορισμένοι έχουν εξαγοραστεί (με ή χωρίς εισαγωγικά) από το σύστημα. Γιατί όμως πολλοί αριστεροί (με ή χωρίς εισαγωγικά) μπορούν να ενταχθούν στο όχημα της αστικής διαχείρισης, δε μπορεί και κάποιος δεξιός να γίνει κομμουνιστής; Αυτός είναι και ο στόχος της ταξικής πάλης. Τρίτο και σημαντικότερο είναι η αντίληψη για την ενότητα, μια ενότητα οι οποία αφορά παράγοντες οι οποίοι σε εκλογικό επίπεδο συμμαχούν όταν κρίνεται απαραίτητη η επιβίωση τους, ενώ σε τοπικό και συνδικαλιστικό επίπεδο συμμαχούν με διοικητές και διευθυντές ώστε να εξασφαλίζεται η εκεί επιβίωση τους.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα, πως η ενότητα των δυνάμεων της εργασίας, της νεολαίας, των συνταξιούχων, των αγροτών εκφράζεται αυθεντικά από το ΚΚΕ. Φτάνει να δει κάποιος πως μόνο το ΚΚΕ τρέχει και βγάζει ανακοινώσεις για συνδικαλιστές άλλων παρατάξεων (όπως είχε βγάλει και για δική μου περίπτωση πολύ πριν συνταχθώ με αυτό), ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι συνδικαλιστές της “ενότητας από τα κάτω” και του “να φύγει η δεξιά” σφυρίζουν τουλάχιστον αδιάφορα (όπως πάλι δυστυχώς ανακάλυψα με τη δική μου περίπτωση πρόσφατα). Όπως και οι δικτυώσεις και τα έντυπα, ηλεκτρονικά ή μη, του ΚΚΕ αποτελούν ένα από τα λίγα βήματα έκφρασης των διεκδικήσεων του λαού. Το ΚΚΕ λοιπόν όχι μόνο δεν είναι ένα απολιθωμένο και δυσκίνητο κόμμα όπως το παρουσιάζουν, αλλά ίσως η μόνη δύναμη στήριξης των αγώνων του κάθε πολίτη, απέναντι σε κάθε επιτιθέμενο, χωρίς αστερίσκους και χωρίς υποσημειώσεις. Αυτό εκφράστηκε και στα ψηφοδέλτια, αυτό να εκφραστεί και στην κάλπη. Ώστε να ανακτήσει ο λαός πεδία πολιτικής παρέμβασης, όχι μέσα από κούφια συνθήματα και υποσχέσεις, αλλά μέσα από συγκροτημένες επιστημονικές αναλύσεις, μέσα από αγώνες, μέσα από συντροφικότητα.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης