Επιστήμη εν κενώ;
Ο καθηγητής Λύτρας αποφάσισε να ερευνήσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, όσο αυτονόητο κι αν μοιάζει η σύγκριση περίθαλψης εντός κι εκτός ΜΕΘ, σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα και ο καθηγητής Μαγιορκίνης σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα απέρριψε ότι η μείωση των μαθητών ανά τάξη θα ήταν θετικό μέτρο στην αντιμετώπιση της πανδημίας, επικυρώνοντας αποφάσεις της κυβέρνησης με το επιστημονικό κύρος ενός καθηγητή.
Σε συνέχεια της περσινής μελέτης των καθηγητών Θ. Λύτρα και Σ. Τσιόδρα για τη θνητότητα ασθενών με covid-19 στις ΜΕΘ, νέα μελέτη του Θ. Λύτρα επιβεβαιώνει την περσινή. Οι διαπιστώσεις για αύξηση 64% στην πιθανότητα θανάτου για ασθενείς με covid-19 διασωληνωμένους εκτός Αττικής, για θνητότητα 97,7% σε όσους διασωληνώθηκαν εκτός ΜΕΘ έναντι 72,2% σ’ αυτούς που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ, προκαλούν τουλάχιστον σοβαρές ανησυχίες για την κατάσταση του Δημόσιου Σύστηματος Υγείας. Επειδή λοιπόν αυτή η μελέτη έρχεται σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για παρεμβάσεις στήριξης του Συστήματος Υγείας που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών, πρόθυμα μέλη της κυβέρνησης έσπευσαν να υποβαθμίσουν την έκθεση, όπως ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης, σε μια προσπάθεια υπεράσπισης του έργου της κυβέρνησής τους.
Κι αν η υπεράσπιση της κυβέρνησης από τα μέλη της μπορεί να θεωρηθεί αντίδραση αυτοπροστασίας, η προθυμία υποστήριξής της με αμφισβήτηση, χωρίς αντίστοιχα στοιχεία, της μελέτης από γιατρούς που έχουν σχέση με την κυρίαρχη εξουσία, μόνο προβληματισμό προκαλεί για την κοινωνική ευθύνη τους. Ο Γκίκας Μαγιορκίνης, μέλος της επιτροπής λοιμωξιολόγων, δηλώνει ότι απορρίπτει τα συμπεράσματα της μελέτης όχι τα ευρήματά της, η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ Μ. Παγώνη με δηλώσεις της για έμφαση σε στοιχεία που δίνουν τα νοσοκομεία μοιάζει να αμφισβητεί τα στοιχεία της έρευνας, η καθηγήτρια Πνευμονολογίας στον Ευαγγελισμό Α. Κοτανίδου υπερασπίζεται την επάρκεια στην αντιμετώπιση της πανδημίας του Συστήματος Υγείας, υποβιβάζοντας την μελέτη σε ένα στοιχείο εμπλουτισμού του βιογραφικού, η δε γιατρός και αναπληρώτρια υπουργός υγείας Μ. Γκάγκα ήδη είχε αμφισβητήσει τη μελέτη στην πρώτη φάση της μιλώντας για «αδυναμίες και στα δεδομένα του και στον τρόπο που εξηγούνται».
Στην πανδημία η σχέση επιστημόνων, και ιδιαίτερα όσων ανήκαν σε επιτροπές ή δάνειζαν την αυθεντία τους στην κυβέρνηση, με την κυρίαρχη εξουσία προβλημάτισε και προκάλεσε αμφισβητήσεις για το κύρος τους που υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την επιστήμη. Παράδειγμα, η απροθυμία των επιστημόνων να διαχωρίσουν τη θέση τους από αποφάσεις κατασταλτικής μορφής της κυβέρνησης, που χρησιμοποιούσε την πανδημία ως πρόσχημα και την επιστήμη ως δικαιολογία για να τις εφαρμόσει. Σε όλη την περίοδο της πανδημίας κάθε αντίρρηση στις κυβερνητικές πολιτικές βαφτιζόταν ανορθολογισμός και χρεώνονταν στις επιδράσεις των θεωριών συνωμοσίας. Η κυρίαρχη πολιτική, στην οποία ενσωματώθηκε κι ένα μεγάλο μέρος από τους επιστήμονες, εκμεταλλευόταν την καθολική αποδοχή που έχαιρε η επιστήμη για να εμφανίζεται κάθε αμφισβήτησή της ως αιρετική.
Από το 19ο αιώνα, με την εξέλιξη της επιστήμης, η πεποίθηση για την εγκυρότητα των επιστημονικών συμπερασμάτων και για τη δημιουργία της επιστημονικής γνώσης ως αποτέλεσμα της αλήθειας έμοιαζε αδιαπραγμάτευτη. Το σκεπτικό της αντικειμενικότητας της επιστήμης στηριζόταν στο γεγονός ότι η επιστήμη βασίζεται στην ανεξάρτητη από το μυαλό πραγματικότητα και οι επιστημονικές κρίσεις βασίζονται σε εμπειρικά στοιχεία και συλλογισμούς, όχι σε ηθικές, πολιτικές ή άλλες υποκειμενικές αξίες. Στον εικοστό αιώνα, από τη δεκαετία του ’60 όμως αντικρούεται η απολυτοποίηση της άποψης ότι η ουδετερότητα της επιστήμης δεν πρέπει να αμφισβητείται, με το σκεπτικό ότι οι μη επιστημονικές αξίες μπορούν να επηρεάσουν την επιστήμη με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Και φαίνεται αυτή η επίδραση στην επικράτηση της αντίθετης βεβαιότητας για πολλούς αιώνες, ότι δηλ. τα εμπειρικά στοιχεία δεν ήταν τόσο πειστικά όσο τα θεωρητικά επιχειρήματα βασισμένα σε μεταφυσικές απόψεις για τη φύση. Και όταν η πειραματική πρακτική τον δέκατο έβδομο αιώνα άρχισε να γίνεται αναπόσπαστο μέρος του επιστημονικού εγχειρήματος χρειάστηκε πολύς χρόνος για να νομιμοποιηθεί μια τέτοια άποψη για την επιστήμη.
Στα χρόνια μας, η μεγάλη πλειοψηφία των φυσικών και κοινωνικών επιστημόνων πιστεύει ότι οι επιστήμες είναι ένα ουδέτερο πεδίο, το οποίο γίνεται χρήσιμο ή επιζήμιο ανάλογα με τις προθέσεις και τους στόχους εκείνων που αποφασίζουν πώς να τις χρησιμοποιήσουν και να τις εφαρμόσουν. Οι κρίσεις δηλ. για τις επιστημονικές θεωρίες πρέπει να υπαγορεύονται μόνο από γνωστικές αξίες, μεταφέροντας έτσι βολικά το πρόβλημα σε αυτό της ουδετερότητας των γνωστικών αξιών. Σίγουρα σ’ όλη την ιστορία των επιστημών υπήρξαν καλές και κακές χρήσεις των επιστημών, και υπήρξαν χρήσεις όπου οι ταξικές στρατηγικές ήταν μάλλον εμφανείς. Και όλα αυτά βέβαια απέχουν πολύ από το να εκφράζουν την ουδετερότητα των επιστημών. Μόνο που η αποκλειστική έμφαση στη χρήση τους, και όχι στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται και στους στόχους που κατευθύνονται, συγκαλύπτει το γεγονός ότι οι ίδιοι οι επιστήμονες δεν λειτουργούν σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό κενό. Τα ερωτήματα που θέτουν δεν είναι ανεξάρτητα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένες κοινωνίες που ζουν. Αυτό που σχεδιάζουν να διερευνήσουν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το δικό τους σύστημα αξιών. Το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο ηθικές αξίες αλλά, επίσης, θεσμικές αξίες σχετικά με το αντικείμενο που εργάζονται, τις καθημερινές πρακτικές τους, τις απόψεις τους σχετικά με τη συνεργασία με άλλα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, τρόπους με τους οποίους θα αποκτήσουν χρηματοδότηση, τα είδη των ανθρώπων που θα απασχολήσουν, τη σχέση τους με εταιρείες κ.λπ. Οι επιστήμονες σ’ αυτό το πλαίσιο αποφασίζουν σε ποια προβλήματα θα εργαστούν, πώς θα τα αντιμετωπίσουν και ποιους συγκεκριμένους τρόπους θα επιλέξουν για να δημοσιοποιήσουν τα αποτελέσματά τους.
Ο καθηγητής Λύτρας αποφάσισε να ερευνήσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, όσο αυτονόητο κι αν μοιάζει η σύγκριση περίθαλψης εντός κι εκτός ΜΕΘ, σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα και ο καθηγητής Μαγιορκίνης σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα απέρριψε ότι η μείωση των μαθητών ανά τάξη θα ήταν θετικό μέτρο στην αντιμετώπιση της πανδημίας, επικυρώνοντας αποφάσεις της κυβέρνησης με το επιστημονικό κύρος ενός καθηγητή. Τέτοιες αποφάσεις δεν είναι ανεξάρτητες από το σύστημα αξιών των επιστημόνων σε συγκεκριμένη κοινωνία. Φυσικά, δεν μοιράζονται όλοι οι επιστήμονες τα ίδια συστήματα αξιών, ακόμα κι αν ζουν στην ίδια κοινωνία.
Εξάλλου, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται ένας συγκεκριμένος επιστημονικός κλάδος καθορίζει, σε ένα ορισμένο βαθμό, μέσω πολυποίκιλων και πολύπλοκων διαδικασιών, τη μετέπειτα χρήση των επιστημονικών γνώσεων και την κοινωνική τους λειτουργία. Στη δεκαετία του ’60 υπήρξε, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, μεγάλη αύξηση στη χρηματοδότηση για την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, κυρίως στα δημόσια ιδρύματα και πανεπιστήμια που ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδοτήθηκε από τον στρατιωτικό τομέα. Κι έτσι η επιστήμη στρατιωτικοποιείται, όπως στις μέρες μας εμπορευματοποιείται με τη χρηματοδότηση της από εταιρείες. Κι αυτό σήμαινε νέες σχέσεις ισχύος στην παραγωγή και στη διαχείριση των επιστημών και, πάνω απ’ όλα, σήμαινε νέους τρόπους παραγωγής επιστημονικής γνώσης με δραματικές αλλαγές στις καθιερωμένες πρακτικές, αφού προανήγγειλε την τελική εξαφάνιση του μοναχικού επιστήμονα που αναζητούσε την αλήθεια.
Ερωτήματα όπως, πώς χρηματοδοτείται η έρευνα, ποιος αποφασίζει ποιος ερευνά και τι ερευνά, ποιος είναι ο χαρακτήρας των ιεραρχιών που έχουν διαμορφωθεί στις επιστημονικές κοινότητες, ποιος είναι ο ρόλος των πολιτών σχετικά με τις κατευθύνσεις της επιστημονικής έρευνας, ποιες είναι οι σκοπιμότητες των ερευνών κ.λ.π είναι ενδεικτικά για τα κοινωνικά και ταξικά αποτυπώματα στη δομή και το περιεχόμενο των επιστημών. Κι ένα παράδειγμα για τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους που καθορίζουν τις έρευνες είναι ο αποκλεισμός, σύμφωνα με δημοσιεύματα, του καθηγητή Λύτρα από τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, μετά τη δημοσίευση της έκθεσής του που, το λιγότερο, εκθέτει την κυβέρνηση.
Επομένως, η συζήτηση για την κοινωνική λειτουργία της επιστήμης, για το ρόλο της στις καπιταλιστικές κοινωνίες συνδέεται με το ζήτημα της ουδετερότητας της ίδιας της επιστήμης, το οποίο ήταν αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών νομιμοποίησης της. Η αποδοχή της ουδετερότητας της επιστήμης παρέχει στους επιστήμονες ένα είδος ελευθερίας από ηθικούς περιορισμούς και, ταυτόχρονα, κάνει και όλους όσοι βρίσκονται ήδη σε θέσεις εξουσίας ακόμα πιο ισχυρούς, αφού παρέχει τη δικαιολογία να αποφασίσουν για τη χρήση και την εφαρμογή της επιστήμης σαν νέο μέσο εξουσίας, παρόλο που δεν είναι μέρος αυτών που τη δημιουργούν. Το βιώσαμε τον καιρό της πανδημίας με τις κυβερνητικές αποφάσεις για απαγορεύσεις, περιορισμούς, υποχρεωτικότητα εμβολιασμών, που επέβαλαν πειθαρχία και καταστολή εν ονόματι της επιστήμης, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης τους.
Ακόμα όμως κι αν αναγνωρίζεται ως πρωταρχικό καθήκον του επιστήμονα η προώθηση της επιστήμης του, αυτό δεν αποσυνδέεται από την κοινωνική ευθύνη που απαιτεί από τον επιστήμονα να αντιμετωπίσει τις αξιακές συνέπειες της εργασίας του και τα ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά ζητήματα που διακυβεύονται.