Εργαλειοποίηση του πανικού
Όταν η αίσθηση πως απειλείται κάτι ουσιαστικό, διαχέεται σαν πανικός στην κοινωνία, αυτή πανικόβλητη και αδύναμη, χειραγωγείται και αποδέχεται επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας που υπόσχεται την ασφάλειά της. Γι’ αυτό και ο κυρίαρχος λόγος επενδύει στην ρητορική του νόμου και τάξης ως εχέγγυο της ασφάλειας και κανονικότητας, παρόλο που την ίδια στιγμή τα υπονομεύει παραβιάζοντας δικαιώματα.
Από τη μια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σ. Πέτσας, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών στις 25 Φεβρουαρίου, θέλοντας να υπερασπιστεί την απόφαση της κυβέρνησης για τη δημιουργία κλειστών δομών φιλοξενίας για πρόσφυγες και μετανάστες, δηλ. στρατοπέδων συγκέντρωσης, την συνδέει με την αντιμετώπιση θεμάτων δημόσιας υγείας, εκμεταλλευόμενος τον πανικό που όλο και μεγαλώνει για τον κορωνοϊό. Από την άλλη, δυο μέρες μετά, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στη σκιά των βίαιων επεισοδίων στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου που προκλήθηκαν από την αποστολή των διμοιριών των ΜΑΤ σ’ αυτά, για να καταστείλουν τις αντιδράσεις των κατοίκων στη δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα περί δημόσιας υγείας. Αυτή τη φορά, για να δικαιολογηθεί «η μεγαλύτερη δυνατή ανάσχεση» των ανθρώπινων ροών από ανατολάς στη χώρα μας, ανακοινώνει στο υπουργικό Συμβούλιο ενεργοποίηση του Κανονισμού 2016/399 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “περί ελέγχου για την πρόληψη απειλής κατά της δημόσιας υγείας”. Ο δημόσιος λοιπόν λόγος της πολιτικής μας εξουσίας, με πρόσχημα τη δημόσια υγεία και εκμεταλλευόμενος επικοινωνιακά τεχνάσματα, αναδύει στην επιφάνεια τον λανθάνοντα ρατσισμό της πολιτικής της.
Τον τελευταίο καιρό, με την εμφάνιση του κορωναϊού στην Κίνα, καλλιεργείται παγκοσμίως ένας πανικός που μοιάζει να υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την αντικειμενική απειλή και που τα Μέσα Ενημέρωσης είναι πρόθυμα να διασπείρουν. Συγχρόνως βέβαια, συνιστάται ψυχραιμία με την υπενθύμιση πως «τα πιο πολλά περιστατικά θα είναι ασυμπτωματικά». Κι ενώ η απειλή του κορωνοϊού στη χώρα μας εισήχθη εκ Δυσμών, την Ιταλία, όμως, πατώντας πάνω στο φόβο και την ανησυχία για θέματα υγείας που δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσουν μη επαΐοντες, η πολιτική μας ηγεσία ενισχύει στερεότυπα και επιδεινώνει προϋπάρχουσες διαιρέσεις στην κοινωνία που βασίζονται στη φυλή, για να εφαρμόσει την πολιτική της. Και βέβαια δεν καλλιεργείται μόνο στη χώρα μας η εμμονή των φυλετικών ανισοτήτων στην υγεία, που οδηγεί ακόμα και σε ασυνείδητη μεροληψία ατομικού επιπέδου, οδηγώντας σε διακρίσεις κατά των μελών της φυλής που πιστεύεται πως είναι πηγή απειλής, όπως συμβαίνει τώρα με τους κινέζους. Στα καθ’ ημάς, η κυβέρνησή μας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά, εκμεταλλευόμενη τον πανικό για τον ιό, να τον κατευθύνει εμμέσως σε πρόσφυγες και μετανάστες, με απώτερο σκοπό την εισαγωγή νέων νόμων και πολιτικών που στοχεύουν σ’ αυτούς, χωρίς να υπάρξουν λαϊκές αντιδράσεις, προωθώντας έτσι έναν αυξημένο κοινωνικό έλεγχο.
Μετά από μια δεκαετία οικονομικής εξαθλίωσης και ανασφάλειας που, εν ονόματι μιας αμφίβολης …διάσωσης του status quo, νομιμοποίησε κάθε είδους αντιλαϊκές ενέργειες από την κυρίαρχη εξουσία, δημιουργήθηκε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μια αίσθηση έκτακτης ανάγκης. Απ’ αυτό προέκυψε η κατάσταση της εξαίρεσης που επέτρεψε την εξάλειψη δικαιωμάτων όχι τόσο συγκεκριμένων ατόμων όσο κοινωνικών τάξεων. Και δεν είναι μόνο οι περικοπές μισθών και συντάξεων, αλλά και η περιστολή εργασιακών και ατομικών δικαιωμάτων, όπως και η ένταση της αστυνομοκρατίας.
Επιδιώκοντας λοιπόν τώρα η πολιτική μας ηγεσία ν’ αποδείξει πως η κοινωνία έχει επιστρέψει σε μια κανονικότητα, στα μέτρα βέβαια των μνημονιακών επιταγών, στοχεύει στην οικοδόμηση ενός νέου εγχώριου εχθρού, είδος αποδιοπομπαίου τράγου, που πάλι με έκτακτα μέτρα πρέπει να εξολοθρευτεί, έτσι ώστε να επιστρέψουν τα πράγματα στη διαφημιζόμενη κανονικότητα του καπιταλισμού. Η εκστρατεία από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ εναντίον περιοχών ανομίας, όπως τα Εξάρχεια και τα πανεπιστήμια, ή εναντίον παράνομων εισβολέων, όπως οι μετανάστες, δημιουργεί έναν ηθικό πανικό που δικαιολογεί να λαμβάνονται έκτακτα μέτρα.
Το έδαφος βέβαια για δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων είχε ήδη προετοιμαστεί ακόμη και πριν εκλεγεί η Νέα Δημοκρατία. Ειδικότερα, η αποτυχία της προηγούμενης αποκαλούμενης αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει ουσιαστική λύση στα πολλά προβλήματα που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, δημιούργησε μια νέα τάση συντηρητισμού. Η απώλεια της αξιοπιστίας αυτής της Αριστεράς και η αποτυχία της υπόσχεσής της για ένα πιο ελπιδοφόρο και λιγότερο επισφαλές μέλλον άνοιξε χώρο για τις κανιβαλιστικές παρορμήσεις εκείνων που φλερτάρουν με φασιστικές αντιλήψεις και δαιμονοποιούν αποδιοπομπαίους τράγους.
Η ανομία των αναρχικών, ο κίνδυνος των μεταναστών, η απειλή του κορωνοϊού, δημιουργούν με επιτυχία πανικό, μεγαλύτερο ή μικρότερο, ευρύτερο ή περιορισμένο. Κι αυτός χρησιμοποιείται ως απάντηση στην έλλειψη προοπτικών, λύσεων πραγματικών και εφαρμόσιμων για την οικονομική στασιμότητα, τη μαζική ανεργία, την επισφαλή απασχόληση, τους πενιχρούς μισθούς. Αντικαθίσταται η έλλειψη κάθε προοπτικής με μια ρητορική της απειλής, του κινδύνου και της τάξης, η οποία, μόλις αποκατασταθεί, θα παρέχει δήθεν μια μαγική λύση σε όλα αυτά τα ζητήματα.
Επομένως, ακόμα και τα ζητήματα υγείας χρησιμοποιούνται για ενίσχυση της στρατηγικής του αποδιοπομπαίου τράγου που είναι ο μετανάστης. Ενώ στην πραγματικότητα το γεγονός πως η ίδια η κυβέρνηση δίνοντας επιλεκτικά ΑΜΚΑ μόνο για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες και αφήνοντας ακόμα και μικρά παιδιά χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αποδεικνύει ότι η εμμονή των φυλετικών ανισοτήτων στην υγεία εξαρτάται άμεσα από τα όρια των σχετικά σταθερών κοινωνικών δομών που τους αφορούν και καθορίζουν τη διαφοροποιημένη πρόσβαση σε κινδύνους, ευκαιρίες και πόρους που σχετίζονται με την υγεία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, όταν η αίσθηση πως απειλείται κάτι ουσιαστικό, που δεν είναι μόνο η υγεία, διαχέεται σαν πανικός στην κοινωνία, αυτή πανικόβλητη και αδύναμη, εύκολα χειραγωγείται και αποδέχεται επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας που υπόσχεται την ασφάλειά της. Γι’ αυτό και ο κυρίαρχος λόγος επενδύει στην ρητορική του νόμου και τάξης ως εχέγγυο της ασφάλειας και κανονικότητας, παρόλο που την ίδια στιγμή τα υπονομεύει επιτρέποντας παραβίαση των δικαιωμάτων. Γιατί η υπερβολική βία, η ταπείνωση, η παρενόχληση και οι προκλητικές επιθέσεις δεν ανήκουν στον τομέα του «νόμου», ο οποίος θέτει όρια όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στα ίδια τα θεσμικά όργανα, ακόμη και εκείνα που διαθέτουν το «μονοπώλιο της βίας», όπως η αστυνομία. Όταν αυτά τα όρια παραβιάζονται, με τις ευλογίες μάλιστα της πολιτικής εξουσίας, τότε αυτή η κυβέρνηση φαίνεται να αδιαφορεί ακόμα και προσχηματικά για το σεβασμό του νόμου.
Μόνο που όταν ο νόμος δεν είναι πλέον μέρος της εξίσωσης, αυτό που μας μένει είναι η τάξη. Και η τάξη χωρίς νόμο είναι μια ολισθηρή κλίση προς τον αυταρχισμό, που θεωρεί ως κανονικότητα την αυξανόμενη περικοπή των δικαιωμάτων των διαφωνούντων. Αυτή η κανονικότητα περιλαμβάνει νομοσχέδια που θέτουν νέα όρια στο δικαίωμα διαμαρτυρίας και στοχεύει άμεσα στους διαδηλωτές που πρέπει να ακολουθήσουν αυστηρότερες διαδικασίες, ώστε να μην διαταραχθεί η κυκλοφορία και το εμπόριο στην πόλη. Όλα αυτά είναι ένα ακόμη βήμα προς ένα πιο κατασταλτικό, πειθαρχικό τρόπο διακυβέρνησης.
Το δόγμα λοιπόν της νέας κυβέρνησης για τάξη χωρίς νόμο, και το είδος της αστυνόμευσης που αυτό απαιτεί, αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο, έναν εσωτερικό εχθρό για να χτυπήσει. Και όλο και πιο ξεκάθαρα φαίνεται, υποθάλποντας τις ξενοφοβικές μεγαλοστομίες των ακροδεξιών και φασιζόντων ρευμάτων, πως είναι οι μετανάστες και πρόσφυγες η νέα απειλή. Ακόμα και η απειλή του κορωνοϊού γίνεται προσπάθεια να μεταμορφωθεί, δολίως και υπογείως, σε μεταναστευτική απειλή, καθώς ο πανικός κατευθύνεται προς τις μεταναστευτικές ροές.
Όταν λοιπόν λήξει ο συναγερμός από την εξάπλωση του κορωνοϊού θα έχει θεσπιστεί εκείνη η νομοθεσία και θα έχει παγιωθεί εκείνη η αντίληψη που θα χρησιμεύουν για να δικαιολογούν την ημερήσια διάταξη εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία. Η απειλή του κορωνοϊού υποδαυλίζει πανικό που η πολιτική εξουσία φαίνεται να χρησιμοποιεί, ανάμεσα σε άλλα, για την εφαρμογή ακροδεξιών, συντηρητικών και αυταρχικών επιλογών.