Ερινύες

Η χειρότερη, ισοπεδωτικά δολοφονική και πιο συνηθισμένη κουβέντα των ημερών είναι μια ερώτηση που δυστυχώς δεν εκτοξεύεται και σαν ξόρκι: Πότε θα τελειώσει όλο αυτό να πάμε παρακάτω.

«Χαρακτηριστικό της ελληνικής παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα, ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν”, λέει ο Ηράκλειτος». Τούτα τα σπουδαία για τον λαό και τον τόπο μας τα ‘λεγε ο νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης, προς τη Σουηδική Ακαδημία το 1963, ακριβώς 60 χρόνια πίσω, ερμηνεύοντας τη βράβευσή του ως απόδοση τιμής στις τόσες γενεές που αγωνίστηκαν προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακρά πνευματική της παράδοση.

Τον θυμήθηκα τον ποιητή αυτές τις μέρες τις ζοφερές, ακούγοντας σχόλια, ρεπορτάζ, πολεμικά ανακοινωθέντα και αναφορές περί την ζώσα τραγωδία με χορό πτωμάτων, που εκτυλίσσεται στη Γάζα. Κι ανατριχιάζω, δεν μου φτάνουνε μυριάδες φανάρια του Διογένη να βρω αυτό το αίσθημα δικαιοσύνης κάπου χωμένο στην κοινοτοπία του κακού δημόσιου λόγου. Γιατί πέρα από τις βόμβες που ισοπεδώνουν εκατοντάδες σπίτια για να εξολοθρεύσουν έναν «τρομοκράτη», θάβοντάς τον κάτω από ένα λόφο δεκάδων κομματιασμένων παιδικών κορμιών, έχω και κείνες τις βόμβες της έκφρασης μιας ανάλγητης θεώρησης του μακελειού, του τύπου «άσε με τώρα ήσυχο γιατί θα γίνει της …Γάζας». Διαβάζω ατέρμονες αναλύσεις για τη «σφαγή στην Κουμουνδούρου» και ντρέπομαι ίσα με τις πατούσες απ’ τη χρήση (;) της λέξης σφαγή, την ώρα των νεκρών νηπίων. Ανατριχιάζω το ίδιο στην ιδέα ότι περνά απαρατήρητο πως είναι οι ντόπιοι φασίστες που χαρακτηρίζουν συλλήβδην, Παλαιστίνιους, Μουσουλμάνους, ως ισλαμοφασίστες. Ακούω χειροκροτητές του ναζιστοειδούς τάγματος Αζόφ να μιλάνε για το δικαίωμα στην άμυνα του Ισραήλ, καταργώντας αυτή καθαυτή την πολιτισμική αξία της νομοθετημένης υπέρβασης του ορίου αμύνης. Δικαιώνοντας έτσι οποιονδήποτε ταμπουρώνεται πίσω απ’ την πιο συμφεροντολογική και πιο διαστρεβλωμένη σημασία αυτής καθαυτής της λέξης δικαίωμα.

Δεν το κρύβω ότι μου φαίνεται παράξενο πως ακόμη κι όσοι Ελληνες πιστεύουν ότι το άγιο φως έρχεται κάθε Πάσχα από την Παλαιστίνη, έχουν μαυρίσει τόσο πολύ το μέσα και τον λόγο τους που δεν βλέπουν το σκοτάδι που μας περικυκλώνει, εν ονόματι μιας επωφελούς ταξικής συμμαχίας με τα γεράκια όλης της Γης. Τι στον κόρακα βάτεψε αυτό το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού μας, που μόλις πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια εξεγειρόταν βλέποντας τις ΝΑΤΟικές βόμβες να ανοίγουν κρατήρες στη Γιουγκοσλαβία, σκοτώνοντας παιδιά στον ύπνο τους, και τώρα δε μετατρέπουν όπως και τότε σε λαοθάλασσα τις έτσι κι αλλιώς συγκινητικά μεγάλες πορείες για την Παλαιστίνη, του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ; Ομως, αν ο άλλος νομπελίστας ποιητής μας, ο Ελύτης, έλεγε τη μεγάλη αλήθεια, πως πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου, τότε το κοινωνικοπολιτισμικό χώμα αυτής της πατρίδας έχει επικίνδυνα μολυνθεί. Οταν στην καθημερινή κουβέντα, στα τρόλια και τους αποψάκηδες του δικτύου, οι λέξεις δείχνουν πως δεν αντέχεται ανάμεσά τους, όχι η διαφοροποίηση του θύτη από το θύμα, αλλά η ξεκάθαρη λέξη εκεχειρία βρε αδερφέ, τότε η Γάζα γίνεται απλώς ένα στιγμιότυπο της αβύσσου. Πλησιάσαμε πολύ, την κοιτάξαμε χωρίς συναίσθηση και πέσαμε μέσα.

Η χειρότερη, ισοπεδωτικά δολοφονική και πιο συνηθισμένη κουβέντα των ημερών είναι μια ερώτηση που δυστυχώς δεν εκτοξεύεται και σαν ξόρκι: Πότε θα τελειώσει όλο αυτό να πάμε παρακάτω. Το «όλο αυτό» είναι λες κι αφήνει ασυγκίνητους τους ανθρώπους, που όμως πέρασαν ατέλειωτες ώρες κι έπαιξαν με την ενοχή ή μη της τελευταίας παιδοκτόνου, γκουγκλάροντας τη Μήδεια και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

Στη δικιά μας κουλτούρα, ακόμα και με ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα, η αντίληψη του μέτρου και η αίσθηση της ύβρης ήταν ως τώρα εντοπίσιμες ακόμα και στ’ απομεινάρια του ελληνικού πνεύματος. Τώρα δεν ξέρω πια γιατί, σχεδόν κανένας εδώ, πλην κομμουνιστών, δεν ακούει τις εκκλήσεις για εκεχειρία, των μισών Ισραηλινών, των Εβραίων της Νέας Υόρκης, διανοούμενων και μυριάδων διαδηλωτών σε Δύση και Ανατολή, που φωνάζουν μ’ όλη τους την ψυχή πως ακόμα κι η εκδίκηση έχει όρια. Ισως, κι αυτό δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι, να έχει σε τέτοιο βαθμό αλλοιωθεί η τρέχουσα λαϊκή κουλτούρα ώστε να περιμένουμε εορτασμούς για το Χάλογουιν και κολοκύθες παντού, σαν ξόρκι της μιζέριας.

Όμως προτιμώ να εκτοξεύσω με τη σειρά μου μια φράση από τον πανηγυρικό λόγο του Σεφέρη για να μην με κυνηγάνε οι Ερινύες, όπως τους άδικους, με την ελπίδα ν’ ανοίξει κρατήρα σαν βόμβα στην αδιαφορία, την ομφαλοσκόπηση, τον ισαποστακισμό, την άγνοια και τη σκοπιμότητα. Τώρα που η Παλαιστίνη δεν έχει μήτε φως, μήτε νερό, μήτε ύπνο, μήτε φαγητό, κι είναι αντιμέτωπη με αδυσώπητο εχθρό, εγώ ρωτώ: «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: