Ερμηνεύοντας το αποτέλεσμα των εκλογών
Θέλουν το ΚΚΕ να επιβιώνει μεν, γιατί η αστική δημοκρατία είναι μεγάθυμη, μέσα όμως σ’ ένα ιδιότυπο περιθώριο για να μη μπορεί να ενοχλεί. Γι’ αυτό και γίνεται το επίκεντρο κριτικής με προτάσεις και παραινέσεις, ιδιαίτερα για λανθασμένους χειρισμούς της ηγεσίας, που πολλές απ’ αυτές συναγωνίζονται σε πειστικότητα τις κακοήθειες μιας κριτικής επί προσωπικού.
Στο κέντρο ενός στροβιλισμού διασημότητας και πλούτου, ένας κόσμος παράγωγος του καπιταλισμού. Όλοι αυτοί που οι ίδιοι και τα έργα τους είναι προορισμένα να εξαφανιστούν, μόνο λαχταρούν μια ώρα υπερδύναμης στο μικρό τους κύκλο ή στο λίγο μεγαλύτερο, που μεταφράζεται με κυριαρχία στην οικονομία, είναι εκείνοι που επιχαίρουν για το αποτέλεσμα των εκλογών. Θριαμβολογούν τώρα για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν πριν είχαν αποδεχτεί τη νίκη του, επειδή σκοπίμως την ταυτίζουν με την ήττα της αριστεράς, για να αναδείξουν τη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη με τους ενσωματωμένους κλώνους των φασιστών, κρατώντας όμως αποστάσεις από τη Χρυσή Αυγή, όχι όμως και τόσο από την νέα της παραφυάδα, το κόμμα του Κ. Βελόπουλου. Και συμπληρωματικά, οι υπερεπαναστάτες που χαίρονται για την καθήλωση των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ, γιατί δεν είναι αρκούντως επαναστατικό, χωρίς να έχουν κουνηθεί από καναπέδες, πληκτρολόγια κι έδρες, φτύνοντας έναν κόσμο που αγωνίζεται εν μέσω χλεύης, αδιαφορίας κι απαξίωσης.
Κι όλοι αυτοί που έχουν χάσει κάθε δεσμό με την πραγματική ζωή, που δεν καταλαβαίνουν πια τίποτε κι εξακολουθούν να ρητορεύουν, να διαπληχτίζονται, να διατάζουν, δίχως να βλέπουν πως ο κόσμος τους έχει σαπίσει, μέσα στην αγιάτρευτη πλάνη και την κενότητα ενός περιβάλλοντος όπου γίνεται θρησκεία ο υπέρτατος ατομικισμός. Και θέλουν να πιστεύουν πως είναι ανεξάρτητοι, ενώ μηρυκάζουν τον ίδιο ιδεολογικό χυλό χρόνια τώρα. Και αγωνίζονται να κρύψουν κάτω από μια αλαζονεία ελεύθερης εκλογής την προσαρμογή τους κάθε φορά στην κυρίαρχη πολιτική (Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ, ή όποια άλλη ονομασία, όλα στην υπηρεσία των κυρίαρχων κέντρων του καπιταλισμού) όπου από υπολογισμό η λιποψυχία έχουν υποταχθεί. Και κάπως έτσι εκπορνεύεται το πνεύμα και η συνείδηση, που πουλιέται σ’ αυτόν που υπόσχεται τα περισσότερα. Όχι για να εξασφαλιστεί η επιβίωση, αλλά για ευμάρεια και προβολή.
Και αυτοί δεν είναι οι απελπισμένοι και περιφρονημένοι που μεροδούλι-μεροφάι προσπαθούν να επιβιώσουν, κουρασμένοι και απελπισμένοι, εγκλωβισμένοι στη μέγγενη του καπιταλισμού που αρπάχτηκαν από τις ψεύτικες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν τέσσερα χρόνια, της ΝΔ τώρα.
Και κάπως έτσι η υποστήριξη των ακροδεξιών και φασιστών έχει διευρυνθεί, όχι μόνο λόγω των ευρέων συνθηκών ανασφάλειας και της δυσπιστίας μεγάλου τμήματος του πληθυσμού προς ό,τι θεωρείται αριστερά, μετά τη σύμπραξη της σοσιαλδημοκρατίας στην εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας. Αλλά και γιατί δεκαετίες τώρα ο κυρίαρχος λόγος, με την αρωγή των ΜΜΕ, αφού επικεντρώθηκε στον ατομικισμό των παντός είδους δικαιωμάτων, αφού συμπεριέλαβε κάτω από την ετικέτα του ολοκληρωτισμού, ταυτίζοντάς τα, ναζισμό και κομμουνισμό, αφού νομιμοποίησε τον καπιταλισμό ως φυσικό σχεδόν φαινόμενο, διαμόρφωσε το ιδεολογικό περιβάλλον υποδοχής του φασισμού, αρκεί να παίρνει διαφορετικά ονόματα που να μην τον ταυτίζουν με τον ηττημένο φασισμό του β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στη χώρα μας είναι ενδεικτικά για τη νέα ισορροπία της πολιτικής κατάστασης που επιδιώκεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτέλεσε την αποστολή που ανέλαβε προς όφελος του καπιταλιστικού συστήματος κι ήταν πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο ουσιαστική από την εφαρμογή της πολιτικής των μνημονίων. Κατάφερε την πλήρη απαξίωση και δυσφήμιση της έννοιας της αριστεράς. Τα κατάφερε μάλιστα τόσο καλά, με τέτοια καπατσοσύνη κολυμπούσε μέσα σ’ ένα συμβιβασμό σκέψεων και πράξεων, που όλα να ισοπεδώνονται, αριστεροί και φασίστες όλα ένα ανακάτωμα. Και χρησιμοποίησε σύμβολα και ιδέες της αριστεράς σα δόλωμα για να ψαρέψει πελατεία στα θολά νερά, βρωμίζοντάς τα κι απαξιώνοντάς τα. Με την ψευδώνυμη αριστερή πολιτική του κατάφερε ν’ απαξιώσει κάθε αριστερή προοπτική στην πολιτική ζωή, οδηγώντας σε πολιτικές ευκαιρίες ακροδεξιές επιλογές. Και σ’ αυτό το ενοποιημένο ανακάτωμα, που ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε την σφραγίδα του, παγιώθηκε η ρευστότητα της μεταμνημονιακής πολιτικής ζωής. Εννιά χρόνια μνημόνια και η ΝΔ με τους κλώνους του φασισμού που εκκολάπτει στους κόλπους της έχει διασωθεί, ενώ οι φασίστες, με τις παραφυάδες τους, έχουν τσιμεντώσει ως πολιτική δύναμη τα ποσοστά τους, καθώς η διάχυσή τους στην κοινωνία εξαπλώνεται όλο και περισσότερο.
Από την άλλη, τα καθηλωμένα και μειούμενα ποσοστά του ΚΚΕ γεμίζουν με ευφορία όχι μόνο επαγγελματίες πρωταγωνιστές της πολιτικής, που φιλονικούν για τους ρόλους τους στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και πολλούς από τους κομπάρσους που επιδιώκουν θέση πρωταγωνιστή, είτε είναι όψιμοι υπερεπαναστάτες είτε παραδοσιακοί αντικομμουνιστές, όπως και μεγάλη πλειοψηφία από τα βουβά πρόσωπα που αποδέχονται το πλάτεμα της φυλακής τους και τις καινούργιες αλυσίδες που τους υποδουλώνουν με νέο τρόπο. Και ενώ κανείς τους δεν παραδέχεται, στα πλαίσια της… πολυφωνικής αστικής δημοκρατίας, πως θα τους ήταν πιο βολικό να έλειπε το Κομμουνιστικό Κόμμα, όλων όμως οι απόψεις συγκλίνουν στην απαξίωσή του.
Η κύρια κατεύθυνση του κυρίαρχου λόγου με προοδευτικό πρόσημο μας γυρίζει πίσω, στην εποχή που ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας δεν μπορούσε να ερευνηθεί επιστημονικά, που δεν ήταν στόχος η ερμηνεία της με βάση τους υλικούς όρους παραγωγής και όχι με βάση ιδεαλιστικά σχήματα. Τότε που η μελλοντική προοπτική της κοινωνίας έπαιρνε τη μορφή ενός ασαφούς ουτοπικού οράματος ως αντικείμενο μιας συλλογικής επιθυμίας, η οποία εξέφραζε τα καλύτερα συναισθήματα όλων γενικά των ανθρώπων –γενικά και αόριστα, εκτός τόπου και χρόνου. Κι έτσι η κομμουνιστική προοπτική να θεωρείται ξεπερασμένη, στηριγμένη σ’ ένα σύνολο από παραδοχές, όπως τη χειραφέτηση των εργαζομένων, που ο σύγχρονος καπιταλισμός διεκδικεί ότι κατέρριψε μέσα στη σιγουριά του πως και το μέλλον του ανήκει.
Και συνεπώς, το ΚΚΕ να επιβιώνει μεν, γιατί η αστική δημοκρατία είναι μεγάθυμη, μέσα όμως σ’ ένα ιδιότυπο περιθώριο για να μη μπορεί να ενοχλεί. Γι’ αυτό και γίνεται το επίκεντρο κριτικής με προτάσεις και παραινέσεις, ιδιαίτερα για λανθασμένους χειρισμούς της ηγεσίας, που πολλές απ’ αυτές συναγωνίζονται σε πειστικότητα τις κακοήθειες μιας κριτικής επί προσωπικού. Κι όλοι το περιμένουν στη γωνία να ανακαλύψουν το παραμικρό στραβοπάτημα, για να του χρεώσουν κάθε αποτυχία σχετικά με το μέλλον του προοδευτικού κινήματος, τις εξελίξεις στην ΕΕ των εργαζομένων, την τιμή της πατρίδας, τη δόξα του παρελθόντος και άλλα τινά γενικά που σχετίζονται με τις τύχες…όλου του κόσμου. Για να καταλήξει, χωρίς επιρροή, με αμηχανία στρατηγικής και με λίγα όπλα που μπορεί όπως όπως να μαζέψει, συνεχώς ν’ απολογείται. Και κανείς να μην τολμά να αναφέρεται σε κομμουνιστικό φρόνημα, παρά μόνο όσο αφορά στο παρελθόν και η βαθιά πίστη και η αμείωτη αφοσίωση των παλιών αγωνιστών να θεωρείται για άλλες εποχές. Ώστε τελικά να αποδώσει ο βομβαρδισμός μας, δεκαετίες τώρα από συντηρητική δεξιά και σοσιαλδημοκράτες, για απαράδεκτες καταστάσεις που συνέβαιναν στις κομμουνιστικές χώρες. Η δυσφήμιση του κομμουνισμού ήταν πρόσχημα και χρυσή ευκαιρία για καταγγελία της κομμουνιστικής προοπτικής, για να στερήσει από κάθε κομμουνιστή το δικαίωμα να ασκεί κριτική στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό κι επιστρατεύεται τέτοια πληθώρα και ποικιλία μέσων εδώ και στην Ευρώπη για την κατεδάφιση του κομμουνιστικού λόγου, ακόμα κι όταν τα κομμουνιστικά κόμματα είναι διαλυμένα ή με συρρικνωμένη την εκλογική τους δύναμη, για να μην αποκτήσει ξανά επιρροή κανένα κομμουνιστικό κόμμα.
Γιατί όσο υπάρχει το κομμουνιστικό κόμμα, πάντα ανοίγονται πεδία όπου τα περιθώρια παρέμβασής του μπορεί να είναι καθοριστικά και μπορούν ν’ ανοίξουν δρόμους ευρείς για να πορευτούν μαζί του οι εξαθλιωμένοι κι απελπισμένοι της καπιταλιστικής επίθεσης. Αυτοί που εγκλωβισμένοι στην καπιταλιστική προοπτική χτυπούν πάνω στα τείχη των διαφόρων κομμάτων, ακολουθώντας οδηγίες του κυρίαρχου λόγου σ’ ένα φαύλο κύκλο. Σε μια περιστροφή από Ν.Δ. σε ΠΑΣΟΚ, από εκεί σε ΣΥΡΙΖΑ που αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ και μετά επιστροφή στη ΝΔ με εναλλακτικές διάφορους κλώνους και φασίστες.
Παρόλα όμως τα περισπούδαστα και πολυμήχανα τεχνάσματα που η κυρίαρχη ιδεολογία τις τελευταίες δεκαετίες παρήγαγε ακατάπαυστα για να την απαξιώσει, η κομμουνιστική ιδεολογία εξακολουθεί παρά ταύτα να σημαίνει κίνδυνο για τον καπιταλισμό. Για να ησυχάσει πρέπει να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από το πολιτικοκοινωνικό πεδίο, να περιέλθει το πολύ-πολύ στο περιθώριο των σπουδαστηρίων. Το κομμουνιστικό κόμμα, αν επιβιώνει, να ασχολείται με υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές, να περιοριστεί στην αξιοπρέπεια της προσωπικής στάσης του καθενός που το υποστηρίζει και κάθε πολιτική του πρόταση να αναγνωρίζει μόνο αυτήν την πραγματικότητα. Κι έτσι η κυρίαρχη τάξη διαβρώνοντας τις κοινωνικές σχέσεις, αποτρέποντας κάθε δυνατότητα οργάνωσης της εργατικής τάξης ν’ αποδυναμώνει τους δυνάμει αντιπάλους της, ώστε να μην υπάρχει το αντίπαλο δέος και το αδιέξοδο να μας καταπίνει χωρίς αντίσταση.
Και ύστερα… δημοκρατικά ν’ ανοίγεται συζήτηση για την άνοδο του φασισμού και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής ζωής!