«Φεγγαράκι φωτεινό περπατεί στον ουρανό/ Ανεβαίνει στα ψηλά και μας βλέπει και γελά…»

Το 2024 στον χωρίς πεζοδρόμιο κεντρικό δρόμο του χωριού μπορεί να μη βρίσκεις αναμμένη λάμπα τη νύχτα, πού να ’ξερες όμως ότι κάτω από την άσφαλτο που τον σκεπάζει βρίσκονται τοποθετημένα χιλιόμετρα οπτική ίνα… Μη κάνεις το λάθος και βιαστείς να σκεφτείς ότι οι χωριανοί απολαμβάνουν υψηλές ταχύτητες ίντερνετ, καμία σχέση…

«Φεγγαράκι φωτεινό
περπατεί στον ουρανό.
Ανεβαίνει στα ψηλά
και μας βλέπει και γελά…»

Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν μέρος ενός ποιήματος που εμπεριέχεται στο «Αλφαβητάριον» του 1969, των Ι. Κ. Γιανέλλη –  Γ. Σακκά, με εικονογράφηση του Κώστα Π. Γραμματόπουλου. Για εκείνους που δεν γνωρίζουν, ήταν κάποτε το πρώτο βιβλίο που άνοιγε ένας μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο, με το οποίο μάθαινε το αλφάβητο και ανάγνωση.

Θα μπορούσε όμως να ήταν και σκωπτικά στιχάκια, που σκάρωσε κάποιος απαυδισμένος με την αδιαφορία των διοικούντων που έχουν καταδικάσει τον τόπο καταγωγής του, με την αδιαφορία τους, την εγκατάλειψη και τις πολιτικές τους, σε αργό θάνατο…

Δεν είναι το μόνο, σχετικό με το θέμα μας ποίημα στο ίδιο βιβλίο, όπως θα δούμε πιο κάτω…

Στις πρώτες εικόνες του χωριού μου, που «τυπώθηκαν» για πάντα στη μνήμη μου, το διώροφο παραδοσιακό πέτρινο σπίτι του παππού μου δέσποζε στην άκρη ενός μονοπατιού, κανονικού κατσικόδρομου, που αποτελούσε τον μοναδικό «δρόμο» που διέσχιζε την Κυψέλη Άρτας (παλιά ονομασία Χώσεψη) από την κεντρική πλατεία της  μέχρι τα πιο βορεινά σημεία. Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ έκανε τέρμα κάτω από την πλατεία, μετά από μια βασανιστική διαδρομή στον  – τρόπος του λέγειν – αμαξητό, άγριο χωματόδρομο. Θυμάμαι, μικρό παιδί, πριν ακόμα πάω σχολείο, το απότομο φρενάρισμα και τον ήχο του χειρόφρενου, και τον οδηγό, τον κυρ-Αλέκο και τους μεγάλους να κατεβαίνουν να «βάλουν ένα χεράκι» να ξεκολλήσουν οι τροχοί από τη λάσπη…

Φτάνοντας στην πλατεία, «ανακατεμένος» από τη βαριά μυρωδιά του λεωφορείου, βιαζόμουν να κατέβω τα απότομα, για ένα μικρό παιδί, σιδερένια σκαλοπάτια και να χωθώ στην αγκαλιά του παππού, του συνονόματού μου παππού, που περίμενε με άλλους συχωριανούς τούς ταξιδιώτες, κρατώντας από την τριχιά τον γάιδαρο του σπιτιού. Έδενε το βαλιτσάκι μου πλάι στο σαμάρι και μ’ ένα «οοοπ» με ανέβαζε στο κέντρο του και καθοδηγούσε τα αμήχανα πόδια μου να «αγκαλιάσουν» την κοιλιά του ζωντανού. Αφού βεβαιωνόταν ότι δεν γέρνω και πως κρατιέμαι καθώς πρέπει, τότε έστριβε τσιγάρο σ’ ένα από κείνα τα χαρακτηριστικά ροζ τσιγαρόχαρτα, έπιανε την τριχιά κοντά στο καπίστρι, κι έτσι, ένα-δυο βήματα μπροστά από το ζωντανό εκείνος και πίσω εγώ, καβαλάρης περήφανος στητός, παίρναμε το μονοπάτι για το σπίτι… Έτσι… ένδοξα ξεκινούσαν κάθε χρόνο, τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, οι καλοκαιρινές διακοπές.

Το ίδιο μονοπάτι διασχίζαμε με τον παππού, όταν επιστρέφαμε στο σπίτι το βράδυ μετά τη μεγάλη βόλτα στην πλατεία. Ήχοι, μυρωδιές κι ένας ουρανός πλημμυρισμένος ολοζώντανες φωτεινές κουκίδες (κάποιες μετακινούνταν κιόλας…) συνέθεταν μια μαγική διαδρομή. Αν στον ουρανό υπήρχε γεμάτο φεγγάρι, το φως του έφτανε και περίσσευε για να μη γκρεμοτσακιστούμε, πέφτοντας στα δεξιά του μονοπατιού στο στενό τσιμεντένιο αρδευτικό αυλάκι ή, στη «χειρότερη» περίπτωση, στο «πλάι», δηλαδή την πλαγιά που κατέληγε στη «γκούρα» και σε μερικά σημεία σχημάτιζε μικρούς απότομους γκρεμούς. Για ηλεκτροφωτισμό στη διαδρομή ούτε λόγος. Αρχές της δεκαετίας του 1970 το χωριό δεν είχε καν δρόμο, στο φωτισμό θα χάλαγε η δουλειά;!

Όταν δεν είχε φεγγάρι και το σκοτάδι σκέπαζε τα πάντα, ο παππούς έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του ένα φακό σχήματος πλακέ και καθώς ξεμακραίναμε από τα φώτα της πλατείας, τον άναβε. Με το ένα του χέρι, το αριστερό, κρατούσε σφιχτά το δικό μου, και με το άλλο τον φακό. Εγώ επέμενα να μου αφήνει το χέρι ελεύθερο και συγχρόνως να μου δίνει να κρατάω το φακό. Ο παππούς υποχωρούσε κατά το ήμισυ… «Μπροστά φέξε, μπροστά» τον θυμάμαι να… με επαναφέρει στην τάξη, με τρυφερή αυστηρότητα, κάθε που ένας ήχος της νύχτας αποσπούσε την προσοχή μου από τον δρόμο και η δέσμη του φωτός την ακολουθούσε στο σκοτεινό πουθενά…

Η κατάσταση δεν άλλαξε πολύ τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 1980 το σπίτι το γκρεμίσαμε με τον πατέρα για να «περάσει» ο δρόμος, που εκτός των άλλων ενώνει και την Άρτα με τον νομό Τρικάλων. Ένας δρόμος που οι «αρμόδιοι» που τον σχεδίασαν έκριναν πως τα λιγοστά χιλιόμετρα που διασχίζουν το χωριό δεν χρειάζονται ούτε ένα μέτρο πεζοδρόμιο, ούτε έναν έστω ελάχιστο φωτισμό. Κι εγώ, πιο «μεγάλος» τώρα πια, τα καλοκαίρια είχα τον δικό μου φακό. Χώρια που γύριζα όλο και λιγότερες φορές με τον παππού στο σπίτι. Συνήθως επέστρεφα μόνος, κι όταν νύχτωνε για τα καλά…

Με έστελναν κάποιες φορές, ο παππούς ή η γιαγιά, όταν ξεχνούσαν να πάρουν οι ίδιοι, στο μαγαζί του Καραμπούλα ν’ αγοράσω «στήλες» (όπως έλεγαν τις μπαταρίες στο χωριό) για τους φακούς, κάτι μπλε-κόκκινες πλακέ «BEREC». Κάποτε βρήκαν μια ξεχασμένη μέσα στο συρτάρι του ξύλινου τραπεζιού και δεν ήξεραν αν είναι «καλή», δηλαδή αν δουλεύει. Τότε ανέλαβα εθελοντικά ν’ ακουμπήσω τη γλώσσα μου στους πόλους της για να δω αν είχαν τελειώσει ή όχι τα ψωμιά της. Έτσι κάναν τα μεγάλα παιδιά της παρέας…

Πέρασαν τα χρόνια,  ήρθαν τα «καλά χρόνια» της «αλλαγής», και αργότερα κι άλλα, μα… η παράδοση δεν έλεγε να σπάσει. Ένα με το σκοτάδι γινόταν ο δρόμος κάθε που νύχτωνε. Εκτός τις νύχτες με φεγγάρι. Τότε, σβήναμε τους φακούς η παρέα και χαζεύαμε τις κορφές των έλατων στην κορυφογραμμή του απέναντι βουνού, σχολιάζοντας τα υπαρκτά σχήματά τους και εκείνα της φαντασίας μας…

Από τα χωριά της Ηπείρου και όλης της Ελλάδας, πέρασαν σαν οδοστρωτήρας πρώτα ο «Καποδίστριας» και στη συνέχεια ο «Καλλικράτης»… Για το καλό μας, ορκίζονταν οι κυβερνώντες, από κοντά κι οι υποστηριχτές τους… Αμ δε… Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, που χρησιμοποιούν πεζή τον δρόμο όλο τον χρόνο, λιγόστευαν. Μα κάθε καλοκαίρι, και κυρίως τον Αύγουστο, το χωριό «βούλιαζε» από τον κόσμο και τα μαγαζιά πουλούσαν φακούς και «στήλες»…

Κάποια χρονιά, με τη νέα χιλιετηρίδα, τοποθετήθηκαν στην άκρη του δρόμου στύλοι με λάμπες, με τη γνωστή, παραδοσιακή στα ελληνικά πράγματα μέθοδο της «αρπαχτής». Άνοιγμα μιας μικρής τρύπας, λίγο ψευτοτσιμέντο για τα μάτια, να στηθούν όρθια τα σίδερα, να εκταμιευτεί το κονδύλι, να πάρει τα λεφτά ο εργολάβος και να καταγραφεί το «έργο» στο «παλμαρέ» της τοπικής αρχής. Παρά την τσαπατσουλιά, όταν άναβε το – πρώτα και πάνω απ’ όλα αναγκαίο και – πολύτιμο φως σ’ αυτά τα «τσουρούτικα» φωτιστικά, ο δρόμος ομόρφαινε. Και μαζί ομόρφαινε και το χωριό. Πολύ καλό (θα ήταν όμως) για να μείνει αληθινό… Σε σύντομο χρονικό διάστημα κάποιοι στύλοι στράβωσαν, από τον αέρα ή τα διερχόμενα αυτοκίνητα, άλλοι έπεσαν. Τα γυάλινα καλύμματα των λαμπτήρων, όσα δεν έγιναν στόχος ασυνείδητων διερχόμενων, τα έκανε συντρίμμια ο αέρας… Πού και πού, στην άκρη του δρόμου, κάποιο μεταλλικό σκουριασμένο κουφάρι, σαν στεριανό ναυάγιο, στέκει μέχρι σήμερα για να θυμίζει ότι σε κείνο το σημείο κάποτε το φως νικούσε το σκοτάδι…

Και φτάνουμε στο σήμερα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της – λεγόμενης – «ατομικής ευθύνης». Μια «ατομική ευθύνη» ως και καλά «αντίβαρο» απέναντι στην ανευθυνότητα, την αναλγησία, την αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνώντων, στην πανδημία, στις πυρκαγιές, στις πλημμύρες, στα εργασιακά, στην Υγεία, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, οπουδήποτε το κράτος αποποιείται με προκλητικό τρόπο τις ευθύνες του, τις υποχρεώσεις του, την απαιτούμενη συνδρομή του, και οι θεσμικοί υπηρέτες-εκπρόσωποι της εξουσίας «νίπτουν τας χείρας των»…

Ο χωρίς πεζοδρόμιο δρόμος του χωριού κάθε νύχτα εξακολουθεί να εγκυμονεί κινδύνους για τους πεζούς, για την σωματική τους ακεραιότητα (αν πέσεις και φας τα μούτρα σου), ακόμα και για την ζωή τους  (αν πέσει πάνω σου κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο – που περνούν με μεγάλη ταχύτητα). Την έλλειψη δράσης και ενσυναίσθησης  των τοπικών διοικούντων, και των όποιων υπεύθυνων, «υποκαθιστούν» ακόμα ο κλασικός φακός με τη μπαταρία, και – εδώ και χρόνια – του κινητού τηλεφώνου…

Πέρασαν περισσότερα από 50 χρόνια από τότε που πρωτοκράτησα φακό στο χωριό. Γράμματα να διαβάσω και να γράψω δεν είχα μάθει ακόμα. Πόσα πράγματα άλλαξαν από τότε, τόσες ανακαλύψεις, τόση ραγδαία πρόοδος σημειώθηκε στην τεχνολογία… Το 2024 στον χωρίς πεζοδρόμιο κεντρικό δρόμο του χωριού μπορεί να μη βρίσκεις αναμμένη λάμπα τη νύχτα, πού να ’ξερες όμως ότι κάτω από την άσφαλτο που τον σκεπάζει βρίσκονται τοποθετημένα από χρόνια, χιλιόμετρα οπτική ίνα… Μη κάνεις το λάθος και βιαστείς να σκεφτείς ότι οι χωριανοί απολαμβάνουν υψηλές ταχύτητες ίντερνετ – καμία σχέση – στην Κυψέλη όπου η τάση του πανάκριβου ηλεκτρικού ρεύματος ενίοτε θυμίζει χαλασμένο ασανσέρ, και με τις συχνότατες διακοπές στο ρεύμα και στο αργό ίντερνετ, κάθε που έχει «πολλή ζέστη», κάθε που βρέχει, κάθε που χιονίζει, κάθε που φυσάει δυνατά ο άνεμος…

Το σκοτάδι, λοιπόν, παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, και άλλο τόσο επίκαιρο παραμένει το τραγούδι της μικρής Άννας του «Αλφαβητάριου», που κοιτάζει το φεγγάρι και λέει:

«Φεγγαράκι φωτεινό,
φέγγει από τον ουρανό.
Σαν καντήλι κάθε βράδυ,
φέγγει μέσα στο σκοτάδι»
!

Ο φωτισμός του κεντρικού δρόμου της Κυψέλης, που επίσημα φέρει την ονομασία «Επαρχιακή Οδός Βουργαρελίου – Κυψέλης», όπως και για τις προηγούμενες, έτσι και για την σημερινή τοπική διοίκηση (Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων – Περιφέρεια Ηπείρου), φαίνεται ότι δεν αποτελεί πρόβλημα που απαιτεί λύση. Σε αντίθεση, βέβαια, με την εκχώρηση του νερού του χωριού σε εταιρεία κατασκευής και εκμετάλλευσης «εγκατάστασης μικρού υδροηλεκτρικού έργου», που πρόσφατα αποτέλεσε προτεραιότητα της δημοτικής αρχής, κόντρα στη σύσσωμη αντίδραση των κατοίκων της Κυψέλης και τις επισημάνσεις φορέων και επιστημόνων για τις ελλιπείς μελέτες και την επικινδυνότητα ενός τέτοιου έργου για την ίδια την ύπαρξη του χωριού. Για να μην αναφερθούμε στην ανεπαρκή αποκομιδή των σκουπιδιών, στους ξεχειλισμένους κάδους που ιδιατέρως το καλοκαίρι βρωμάνε ανυπόφορα και αποτελούν εστίες μόλυνσης.

Είναι ζήτημα πολιτικών και προτεραιοτήτων, λοιπόν, και όλοι και όλα καταλήγουν μπροστά στο ίδιο «σταυροδρόμι», η κεντρική εξουσία, το κράτος, η εκάστοτε  κυβέρνηση, τα κόμματα, οι  εκπρόσωποι της τοπικής διοίκησης: Ποιου τα συμφέροντα υποστηρίζεις και υπηρετείς; Τα συμφέροντα του πολίτη, το δίκιο των πολλών ή τα κέρδη των εταιρειών – εργολάβων και την «ανάπτυξη» που αφορά τις τσέπες τους. Οι δυο αυτές κατευθύνσεις μόνο να συγκρουστούν μπορούν, όχι να συμβαδίσουν. Και, αργά ή γρήγορα, έρχεται πάντοτε η ώρα, και για τον καθένα ξεχωριστά, που η όποια συνείδηση του έχει απομείνει θα τον καλέσει να επιλέξει κατεύθυνση.

Αυτό το… «σκοτεινό» σημείωμα θα κλείσει αισιόδοξα, με λίγο «φως». Με την επισήμανση ότι το σκοτάδι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) δεν αποτελεί νομοτέλεια ούτε  μονόδρομο. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο που το κληρονομήσαμε ερχόμενοι στη ζωή, και δεν μπορεί να επιβληθεί εσαεί ως «κανονικότητα» όπως πολύ βολεύει κάποιους.

Αντιγράφω ένα πολύ μικρό απόσπασμα από το «Αναγνωστικό γ’ και δ’ τάξης ΤΑ ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ» (εκδ. «Ελεύθερης Ελλάδας», 1944) που συνέγραψε μέσα στην Κατοχή η μεγάλη παιδαγωγός, Ρόζα Ιμβριώτη, με εντολή της λεγόμενης τότε «Κυβέρνησης του Βουνού» (ΠΕΕΑ). Τότε που ο λαός μας, με ποταμούς αίματος και ανείπωτες θυσίες ταπείνωνε τον φασισμό, έδιωχνε τον καταχτητή, και φάνηκε να παίρνει την μοίρα του στα χέρια του:

«(…) Θα γίνουν αληθινές πολιτείες τα χωριά μας.

Όχι μόνο τις αρχές θα τις έχουμε στα χέρια μας, αλλά θα πλουτίσουμε με όλα τα αγαθά του πολιτισμού τα μέρη μας.

Τι δε μπορεί να κάνει ο Λαός άμα κυβερνιέται μονάχος του, χωρίς τα παράσιτα που του ρουφούσαν το αίμα…».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: