Γεροντοκτονία
Δεν έλαχε. Έγινε. Με πολιτική επιλογή. Σε… πολιτισμένες χώρες. Στα γηροκομεία. Στα νοσοκομεία. Στα συστήματα Υγείας και βάρβαρα τιμολογήθηκε κιόλας.
Σε μια εποχή που κάποιες και κάποιοι πάσχιζαν να εγκαταστήσουν στο σύγχρονο πολιτισμικό λεξιλόγιο τη λέξη γυναικοκτονία, ήρθε η ωμή πραγματικότητα της πανδημίας του κορονοϊού κι εγκατέστησε μιαν άλλη λέξη, που όσο κι αν δεν την τολμάμε στην καθημερινή τρομοσυζήτηση των ημερών και υπάρχει και είναι αποκαλυπτική της φρίκης και γυρνάει το ρολόι της επιστημονικής εξέλιξης αιώνες πίσω.
Γεροντοκτονία. Δεν έλαχε. Έγινε. Με πολιτική επιλογή. Σε… πολιτισμένες χώρες. Στα γηροκομεία. Στα νοσοκομεία. Στα συστήματα Υγείας και βάρβαρα τιμολογήθηκε κιόλας. Ως ελάφρυνση του συνταξιοδοτικού βάρους. Είναι το έγκλημα που πασπαλίστηκε με εκείνο το επιδερμικό στερεότυπο επηρμένο κοινωνικής μωροφιλοδοξίας «τόπο στα νιάτα», έτσι ώστε να πέσουν εκούσια στην παγίδα της υποθήκευσης, της χειραγώγησης και της ταξικής καταπίεσης του μέλλοντός τους.
Τα μισά θύματα σχεδόν στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αγγλία, κι άλλες χώρες, ήταν ηλικιακοί απόμαχοι της ζωής που αφέθηκαν στην τύχη τους. Στη δε Γηραιά Αλβιόνα, τέως μέλος της Γηραιάς Ηπείρου, που λέγεται Ευρώπη, πετάχτηκε κυνικά κατάμουτρα η απόφαση για μη νοσηλεία, λόγω κορονοϊού, των άνω των 75. Θα μου πείτε βέβαια πως εδώ ο καπιταλισμός δε δίστασε να δολοφονήσει με δυο πυρηνικές βόμβες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εξαερώνοντάς τους στον ύπνο τους. Με πρόσχημα μάλιστα τη συντόμευση του πολέμου. Και θ’ άφηνε κοιμίζοντας μια ώρα αρχύτερα τους γέρους και τις γριές, ξύπνιους και ικανούς να παλέψουν εκτός απ’ τη φθορά και τον ιό;
Η πολιτική της ευγονικής του Μέγκελε όχι μόνον δεν εξωραΐστηκε και δεν κόμψυνε στον ταξικό πόλεμο του 21ου αιώνα, αλλά έγινε πιο ύπουλη, πιο συνενοχική, σχεδόν ευλογοφανής χρήσιμη πολιτική επιλογή από ένα αστικοφασισταριό, που δεκαετίες τώρα πλούτιζε από ακριβοπληρωμένα προϊόντα και υπηρεσίες που είχαν στόχο την τρίτη ηλικία. Φάρμακα, βιάγκρα, κρουαζιέρες, μέχρι και ταινίες με το συμβολικό τίτλο «αναλώσιμοι». Στην Ελλάδα, στο επίπεδο των λίγων δομών, άθλιων, περιορισμένων και στην πλειονότητά τους ιδιωτικών, τα πράγματα πήγαν καλύτερα ακριβώς γι’ αυτό κατά το ήμισυ, αλλά και γιατί έχει απομείνει, παρά τον εκφυλισμό του θετικού θεσμού των ΚΑΠΗ, η κουλτούρα της ντροπής να εγκαταλείψεις το γέρο σου στην τύχη του. Αλλωστε, οι γέροι εδώ πολυχρησιμοποιήθηκαν για να κρύψουν τις καπιταλιστικές παθογένειες σαν μαυρόασπρη μικροαστική ελληνική ταινία. Όποιος είχε λεφτά είχε και Φιλιππινέζα, Ουκρανή, μια κάποια ξεριζωμένη και φτωχή γεροντονταντά. Όποιος δεν είχε πάταγε στη σύνταξη, τσόντα στον άνεργο και τον καταχρεωμένο των μνημονίων. Όχι λοιπόν ότι δεν την παίξαμε κι εμείς τη μυθοπλαστική γεροντομονόπολη. Μόνον που δεν φωτίσαμε τα ατελείωτα οικογενειακά δράματα στην ουσία τους, παρά μόνον όταν στήνονταν στις ατέλειωτες ουρές για να εισπράξουν τα ψίχουλα, της δώδεκα φορές περικομμένης σύνταξης ή φρικιώντας για τη ληστεία ογδοντάχρονων ξεχασμένων σε χωριά και βουνά, χωρίς περίθαλψη, οικοδεσπότες εορταστικών εξορμήσεων.
Η γεροντοκτονία (τι ειρωνεία να μιλάς γι’ αυτόν τον όρο όταν ο …πλανητάρχης στα 73 παίζει να χάσει τις εκλογές από αντίπαλο 77χρονο) στην Ελλάδα επί πολλά χρόνια καλλιεργούνταν ως πολιτική πίσω από τη λέξη δεινόσαυροι. Στο διεθνές στερέωμα το περιοδικό μόδας «Vogue», μόλις προ ημερών, έκανε μετά από εκατό χρόνια εξώφυλλο την Τζούντι Ντεντς, υπέροχη ευπαθή κυρία ετών 88. Κι έτσι ταχτοποιείται η εικόνα των γέρων ως θεάματος. Οχι με πολιτισμικό και πολιτικό τρόπο και θέση απέναντι στη γεροντοκτονία, ικανό να βγάλει στο δρόμο τα παιδιά και τα εγγόνια των συνταξιούχων που φάγανε τα χημικά, σπρώχτηκαν από ασπιδοφόρους νταγλαράδες, είτε με πρωθυπουργό «παιδί» είτε «παραγωγικά ώριμο». Το επιστημονικό επίτευγμα του ανεβασμένου μέσου όρου ζωής, μακάρι να διαψευστώ, είχε δόλια καπιταλιστικά κίνητρα, γιατί όπως θα φανεί την επόμενη του κορονοϊού μέρα, υπάρχουν φθηνότερες λύσεις, όπως η γεροντοκτονία. Αρκεί να σβηστεί ακόμα κι από την Wikipedia το απλό θυμοσοφικό λαϊκό ρητό, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 9-10/5/2020