Για να μην αλλάξει τίποτα

Η κληρονομιά του ένοπλου ταξικού αγώνα, παραπάνω από εβδομήντα χρόνια από την ήττα του παραμένει ζωντανή και αναλλοίωτη. Γι’ αυτό  και δεν μπορεί να πείσει ο κυρίαρχος λόγος για  κοινά συμφέροντα της εργατικής και της κυρίαρχης τάξης και πρέπει πάντα να συκοφαντείται το ΚΚΕ που δεν συναινεί στην πολιτική της κυρίαρχης τάξης

Μας έχουν πνίξει τα τελευταία χρόνια λόγια της κυρίαρχης εξουσίας για ιδέες και θεωρίες που περιορίζονται να ερμηνεύουν  κομμάτια της πραγματικότητας, μόνο και μόνο για να την συσκοτίσουν συνολικά, ώστε να αποφευχθεί το πραγματικό του ταξικού ανταγωνισμού, ακόμα και όταν οι λαϊκές  αντιδράσεις αποκτούν πρωτοφανή μαζικότητα και ένταση, όπως στη Γαλλία, αλλά και στη χώρα μας οι  κινητοποιήσεις για το «προδιαγεγραμμένο» έγκλημα των Τεμπών.  

Με την προκήρυξη των εκλογών, τα αστικά κόμματα, για να πείσουν για τα διαφορετικά προγράμματά τους, εκτοξεύουν μακροπρόθεσμους αόριστους και γενικούς στόχους, όπως μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό,  για άμεσα όμως  κέρδη  πλειοδοτούν σε παροχές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, δια στόματος του προέδρου του υπόσχεται αύξηση μισθών, μείωση τιμών, ρύθμιση χρεών, ισχυρό κοινωνικό κράτος κλπ. Ο πρόεδρος της Ν.Δ ταυτίζοντας  την αυτοδύναμη Ν.Δ με την ισχυρή Ελλάδα υπόσχεται ένα αποτελεσματικότερο κράτος, καλύτερους μισθούς για όλους, καλύτερη υγεία σε καλύτερα νοσοκομεία, προσιτή στέγη κλπ. 

Δεν μπορούν και δεν θέλουν οι πολιτικοί των αστικών κομμάτων να δουν τίποτε πέρα από τις πολιτικές συνταγές τους, το κόμμα τους και τα οφέλη τους. Όλα μια ακατανόητη σαλάτα συμβιβασμών και ταπεινωτικών αλληλεξαρτήσεων. Οι αντίπαλοι πολιτικοί σφίγγουν το χέρι και παίζουν κρυφτούλι πίσω από την πλάτη των ψηφοφόρων τους. Κάποια ακριτομυθία  αποκαλύπτει πως οι μεγάλοι πολιτικοί έχουν μπλεχτεί σε κάποια βρώμικη υπόθεση που οι αντίπαλοι δεν παραλείπουν να καταγγείλουν. Και τελικά πολύς θόρυβος για το τίποτε. Δεν έχουν παρά να απαντήσουν και οι άλλοι με την απειλή ενός άλλου σκανδάλου. Και όλοι τους βραχνιάζουν φωνάζοντας δικαιοσύνη. Μοιάζει η πολιτική τους να μην πηγαίνει παραπάνω από το άμεσο πλιάτσικο και την επανεκλογή τους. Πάντα όμως παίρνουν το ύφος ανθρώπων που πιστεύουν σε μια καινούργια κοινωνία, ενώ με τον μυωπικό τους οπορτουνισμό δεν σκέφτονται  παρά πώς να ζήσουν από τα ξεφτίδια μιας κοινωνίας που εξαθλιώνεται.  

Και αν  τους προηγούμενους δυο αιώνες,  ανερχόμενου καπιταλισμού, δόθηκαν αγώνες από το εργατικό κίνημα, καθώς ανέπτυσσε την ταξική του ταυτότητα,  για καθολική ψήφο και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, στα χρόνια μας η αστική μας δημοκρατία έχει εξελιχθεί στο καλύτερο πολιτικό κέλυφος για το κεφάλαιο μέσα από έναν περίπλοκο και ιστορικά καθορισμένο τρόπο. Σ’ έναν καπιταλισμό με διαδοχικές κρίσεις, συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι και προοδευτικοί πολιτικοί αποκαλύπτονται μέρος του ίδιου ηγεμονικού πολιτικού κατεστημένου που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. 

Οι εκλογές κατέληξαν να χρησιμοποιούνται για να τροφοδοτούν τις αυταπάτες, ότι όλα μπορούν μ’ αυτές ν’ αλλάξουν, ακριβώς για να μην αλλάξει τίποτε. Η περίφημη φράση από την ταινία του Λ. Βισκόντι «Γατόπαρδος», “Αν θέλουμε να παραμείνουν όλα όπως είναι, όλα πρέπει να αλλάξουν”, έφτασε στις μέρες μας να φαίνεται ότι συνοψίζει τις εκλογικές διαδικασίες. Πέρα από τον κυνισμό, ότι η κυρίαρχη τάξη είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα αρκεί να διατηρήσει την εξουσία και τη δύναμή της, αυτή η φράση (σε συνδυασμό μ’ εκείνη  που προηγήθηκε και ειπώθηκε από τον νεαρό οπορτουνιστή Τανκρέντι στο θείο του πρίγκιπα Σαλίνα, εκπρόσωπο της παλιάς αριστοκρατίας, ότι αν  δεν συμμετέχουν και οι ίδιοι, οι αριστοκράτες, θα επικρατήσει η  δημοκρατία),  σημαίνει στην πραγματικότητα, ότι αν θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους πρέπει να συμμετέχουν στις ανατροπές που βρίσκονται σε εξέλιξη. 

Ακριβώς γι’ αυτό, για να μην μείνει έρμαιο της κυρίαρχης τάξης το πεδίο των εκλογικών αναμετρήσεων,  και  η εργασία μέσα σε ένα κοινοβουλευτικό πλαίσιο είναι για την εργατική τάξη απαραίτητη για την καθοδήγηση της προς μια πιο δημοκρατική και επαναστατική εναλλακτική. Επειδή ανεξάρτητα από το πόσο στρεβλό είναι αυτό το σύστημα, είναι όμως το σύστημα μέσα στο οποίο θα πρέπει η εργατική τάξη να εργαστεί αν θέλει να το μετασχηματίσει. Η  εκλογική πάλη είναι μια ευκαιρία για τους εργαζόμενους να ενωθούν και να οργανωθούν γύρω από τα ζητήματα που αναδεικνύονται σ’ αυτή. Άλλωστε η μακρά ιστορία του προλεταριακού αγώνα για το μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι ένας αγώνας πλούσιος σε εξαιρετική ποικιλία μορφών, με αφθονία εναλλαγών από τη μια μορφή στην άλλη και οι εκλογές συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές.  

Το αστικό κράτος ατσαλώνεται για να είναι αδιαπέραστο από την εκλογική διαδικασία, την ίδια στιγμή που   η κυρίαρχη εξουσία  συνεχίζει με θράσος να υποκρίνεται ότι οι εκλογές αρκούν για αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, προς όφελος των εργαζομένων. Επαναλαμβάνουν οι αστοί πολιτικοί ότι όλα πρέπει να αλλάξουν, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη στο Σ. Θεοδωράκη «όλοι μαζί πρέπει να αλλάξουμε» ή ο Α. Τσίπρας που νεκρανάστησε με παραπλήσια λόγια το παλιό σύνθημα  ή βουλιάζουμε ή αλλάζουμε σε περιοδεία του. Χωρίς όμως  να συμπληρώνουν ότι οι αλλαγές που υπόσχονται είναι για να μην αλλάξει τίποτε, και είναι  αυτό που επιδιώκουν και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου να υποκριθούν τους επαναστάτες, για να διατηρήσουν την εξουσία και τα προνόμια που τη συνοδεύουν.  

Το ζήσαμε έντονα στη μεταπολίτευση. Και μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον οπορτουνισμό του Τανκρέντι, όπως εκφράζεται μ’ αυτήν την περίφημη φράση, σε όχι λίγες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής μας. Όταν ήταν ορμητικό ποτάμι το αριστερό κίνημα των ηττημένων του εμφυλίου που δικαιώθηκαν, πολλοί μπήκαν μέσα σ’ αυτό και τους παραποτάμους του και όλοι δήλωναν αριστεροί, σοσιαλιστές, αναρχικοί ακόμα και κομμουνιστές. Όχι όμως για να το ακολουθήσουν, αλλά πηγαίνοντας ύπουλα με την πλευρά των νικητών, να το κατευθύνουν  προς την παλιά κοίτη και να πετύχουν τη φιλόδοξη πολιτική καριέρας που η χρεοκοπημένη Δεξιά της δικτατορίας δεν τους την εξασφάλιζε εκείνη την εποχή.

 Κι ενώ έμοιαζαν όλα ν’ αλλάζουν φαίνεται ότι όλα ξαναπαίρνουν τη θέση τους. Με τους ίδιους ανθρώπους που επεδίωκαν την εξουσία μέσα από ένα κουβάρι συνδιαλλαγής, απαραίτητο για την αναρρίχηση, που μένουν για πάντα μπλεγμένοι σαν τα έντομα στον ιστό της αράχνης. Που αναδείχθηκαν χαρισματικές προσωπικότητες, με πολιτική βαρύτητα στις πολιτικές εξελίξεις. Που  έμοιαζαν να συγκρούονται και εναλλάσσονταν μεταξύ τους στις διάφορες εξουσιαστικές δομές, ενώ περίμεναν να καταλήξουν τα πράγματα για να διακηρύξουν τελικά την πίστη τους στην κυρίαρχη εξουσία. Που συνθηκολογούν μεταξύ τους τις διαφωνίες τους και τις αντιπάθειές τους, για να συνενώσουν τις αδυναμίες τους και τις δυνάμεις τους σαν σύμμαχοι εναντίον του κοινού εχθρού.  

  Μια τέτοια προσωπικότητα ο Ευάγγελος Βενιζέλος,  στην παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Μαραντζίδη «Στη σκιά του Στάλιν» στο αμφιθέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, με τον τρόπο σχολιασμού των ιστορικών γεγονότων,  ονομάτισε αυτόν τον εχθρό, το ΚΚΕ. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο ο εμφύλιος ήταν μια «απόπειρα εκ του πλαγίου για αλλαγή συσχετισμών με όργανο και τελικά με  θύμα το ΚΚΕ», μια «ανθρωποθυσία» για τον Στάλιν. Και το δια ταύτα σ’ αυτήν τη συλλογιστική που αναβιώνει αντίστοιχες (κατασκοπεία, ξένος δάχτυλος κ.λ.π) του μετεμφυλιακού κράτους είναι πως «Ακόμα τώρα το πληρώνουμε αυτό. Δηλ. ακόμα τώρα ζούμε με τα σύνδρομα αυτά. Δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε εθνικές συναινέσεις, δεν μπορούμε να υπερβούμε στερεότυπα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε με έναν πιο προοδευτικό και συμπεριληπτικό τρόπο»

Και είναι αυτή μια παραδοχή για την κληρονομιά του ένοπλου ταξικού αγώνα, που παραπάνω από εβδομήντα χρόνια από την ήττα του παραμένει ζωντανή και αναλλοίωτη. Γι’  αυτό  και δεν μπορεί να πείσει ο κυρίαρχος λόγος για  κοινά συμφέροντα της εργατικής και της κυρίαρχης τάξης και πρέπει πάντα να συκοφαντείται  το ΚΚΕ που δεν συναινεί στην πολιτική της κυρίαρχης τάξης.  Γι’ αυτό  και στις αστικές εκλογές, που δεν φέρνουν τις αλλαγές που το κυρίαρχο σύστημα υπόσχεται, το εργατικό κίνημα  με τους δικούς του υποψήφιους, του κομμουνιστικού κόμματος, μπορεί πραγματικά να επέμβει πολιτικά  στα πράγματα. Και  να αγωνιστεί, και μ’ αυτόν τον τρόπο,  για όλες τις μεταρρυθμίσεις μέσα στο αστικό κράτος που ευνοούν την εργατική τάξη, εξουδετερώνοντας και σ’ αυτό το επίπεδο το μειονέκτημα που μπορεί να προκύψει από την παρουσία μόνο αντιδραστικών στο κοινοβούλιο, χωρίς να εγκαταλείπεται ποτέ, αλλά να ενισχύεται, και ο ταξικός αγώνας με άλλες μορφές πάλης όπως οι απεργίες ή διαδηλώσεις κλπ.

 

Φωτογραφία: Nick Paleologos / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: