Για την κουλτούρα της ενοχής
Η κουλτούρα της ενοχής συγγενεύει στενά με τη λογική της συλλογικής ευθύνης. Σύμφωνα μ’ αυτή για κάθε δεινό, απ’ τις πυρκαγιές και την τραγωδία στα Τέμπη μέχρι τη δολοφονία παιδιών απ’ την αστυνομία φταίμε όλοι.
Υποθέτω πως κάποια στιγμή θα έχετε ακούσει ή διαβάσει κάποια συγκινητική ιστορία για έναν/ μία χαμηλοσυνταξιούχο που έδωσε τη σύνταξη ενός ολόκληρου μήνα για τους πρόσφυγες, για κάποιο μισθοσυντήρητο που έδωσε τα παπούτσια του σε έναν άστεγο που συνάντησε στον δρόμο και γύρισε στο σπίτι ξυπόλητος, για κάποιο παιδί που έδωσε όλα τα χρήματα που μάζεψε απ’ τα κάλαντα στους άπορους της περιοχής του. Αυτές οι ιστορίες συνοδεύονται απ’ την άποψη ότι αν όλοι λειτουργούσαμε με την ανιδιοτέλεια αυτών των ανθρώπων ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος. Άσχετα απ’ την αλήθεια αυτών των ιστοριών και τις αναμφίβολα αγνές και αγαθές προθέσεις των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν σ’ αυτές, υπάρχουν κάποια προβλήματα. Ένα απ’ αυτά είναι το συμπέρασμα, που βγαίνει σχεδόν αβίαστα, ότι για να βοηθήσουμε τους άλλους πρέπει να στερηθούμε και να υποφέρουμε. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μη γνωρίζοντας ακριβώς τις ανάγκες κάποιων ανθρώπων η βοήθεια που θα τους προσφέρουμε μπορεί να είναι ανώφελη. Αν για παράδειγμα σε έναν καταυλισμό προσφύγων χρειάζονται σκηνές και κουβέρτες και εμείς προσφέρουμε τρόφιμα τη στιγμή που υπάρχει πλήρης επάρκεια, στην πραγματικότητα δεν προσφέρουμε απολύτως τίποτα.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα μ’ αυτές τις ομολογουμένως συγκινητικές ιστορίες είναι η εργαλειοποίησή τους και συγκεκριμένα ο σκοπός που εξυπηρετεί αυτή. Για να γίνω σαφέστερος θα συνεχίσω τη σκέψη μου. Το διαδίκτυο βρίθει καταγγελτικών κειμένων, άρθρων αλλά και λογοτεχνικών, που κατακεραυνώνουν ανθρώπους που ψωνίζουν, βγαίνουν, γιορτάζουν χωρίς να νοιάζονται υποτίθεται για τους συνανθρώπους τους που υποφέρουν. Μια απλή έξοδος για φαγητό μετά από μια βδομάδα κοπιαστικής δουλειάς, ένα δώρο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, η αγορά ρούχων, ένα ταξίδι και ολιγοήμερες διακοπές, με άλλα λόγια απλές ανθρώπινες ανάγκες παρουσιάζονται περίπου ως έγκλημα. «Πώς τολμάς να περνάς καλά ενώ οι άλλοι γύρω σου υποφέρουν; Εσύ φταις για τη φτώχεια και τη δυστυχία που υπάρχει στον κόσμο». Αυτό είναι με δυο λόγια το σκεπτικό των συντακτών αυτών των κειμένων, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνιο να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το φιλανθρωπικό έργο κάποιων μεγιστάνων. Οποιαδήποτε αναφορά στο οικονομικό σύστημα που γεννάει τη φτώχεια, στο κράτος που αφήνει ανθρώπους να υποφέρουν και να πεθαίνουν αβοήθητοι, αλλά και στο πώς απέκτησαν οι μεγιστάνες τον πλούτο τους και τα πολλαπλά οφέλη που αποκομίζουν απ’ τη φιλανθρωπία όπως είναι λογικό απουσιάζει. Το σχήμα που έχουν στο μυαλό τους είναι πολύ απλοϊκό: Για τη δυστυχία και όλα τα κακώς κείμενα ευθύνεται η αδιαφορία και ο κόσμος θα αλλάξει αν νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας.
Η κουλτούρα της ενοχής συγγενεύει στενά με τη λογική της συλλογικής ευθύνης. Σύμφωνα μ’ αυτή για κάθε δεινό, απ’ τις πυρκαγιές και την τραγωδία στα Τέμπη μέχρι τη δολοφονία παιδιών απ’ την αστυνομία φταίμε όλοι. Όσο βαθυστόχαστα κι αν παρουσιάζεται πολλές φορές αυτή η λογική και με όσο συναίσθημα κι αν φορτώνεται στην πραγματικότητα είναι μια καφενειακή αερολογία που δεν αντέχει στον παραμικρό λογικό έλεγχο. Ωστόσο είναι πολύ επικίνδυνη γιατί είναι μια γκεμπελικού τύπου λογική ακροβασία που όχι μόνο ξεπλένει τους πραγματικά υπεύθυνους, όχι μόνο εξισώνει τους θύτες με τα θύματα, αλλά προσπαθεί να κάνει ανθρώπους που είναι πλήρως αμέτοχοι σε μια κατάσταση να νιώσουν ένοχοι για αυτή. Ίσως οι θιασώτες αυτής της λογικής αδυνατούν να φανταστούν ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν λειτουργούν όπως αυτοί. Που λειτουργούν με γνώμονα τη συνείδησή τους, που αρνήθηκαν να ξεπουλήσουν τις αξίες τους για να βολευτούν, που ποτέ δεν ζήτησαν ρουσφέτια, που δεν λύγισαν ποτέ τη μέση, που το βλέμμα τους είναι καθαρό. Όπως και να έχει το θέμα αυτού του άρθρου δεν είναι τα υπαρξιακά τους.
Κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας έγινε ξανά επίκαιρο το σύνθημα «Ο λαός σώζει τον λαό». Δεν είναι απλώς ένα σύνθημα αλλά μια αλήθεια που τη ζούμε καθημερινά. Στα μαύρα χρόνια της κατοχής το Ε.Α.Μ. ήταν αυτό που έσωσε τον λαό απ’ την πείνα, στα χρόνια των μνημονίων οι αυτοοργανωμένες δομές αλληλεγγύης βοήθησαν την κοινωνία να σταθεί όρθια, κατά τη διάρκεια της πανδημίας η αυτοθυσία των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού έσωσε χιλιάδες ζωές, κατά τη διάρκεια των καταστροφικών πυρκαγιών εκατοντάδες εθελοντές και εθελόντριες ρίχτηκαν απ’ την πρώτη στιγμή στη μάχη ενάντια στις φλόγες. Το γεγονός όμως ότι ο λαός σώζει τον λαό και όταν αποφασίσει ο λαός να πάρει τις τύχες του στα χέρια του τότε θα αλλάξει πραγματικά ο κόσμος, «θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς» όπως έλεγε ο ποιητής, δεν σημαίνει ότι είναι υπεύθυνος για τα εγκλήματα μιας παρασιτικής μειοψηφίας που κυβερνά τον κόσμο.
Νίκος Σουβατζής
Εικόνα: Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες, του Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ (William Adolphe Bouguereau)