Για τις «διανούμενες πόρνες» του Swinton

Το κακό δεν αφορούσε μόνο τους δημοσιογράφους των αστικών μέσων (εφημερίδων και καναλιών) της ολιγαρχίας, αλλά και εκείνες τις χιλιάδες των διαπλεκόμενων δημοσιογράφων του κρατικού μηχανισμού που αμείβονταν πολλαπλώς με μυστικά κονδύλια, προκειμένου να συμβάλλουν στην τύφλωση και στην πλύση εγκεφάλου του ελληνικού λαού.

Έγραφε ο Μαρξ, στις «Συζητήσεις για την Ελευθερία του Τύπου» [1]: «Ο συγγραφέας πρέπει, φυσικά, να βγάζει χρήματα προκειμένου να μπορεί να ζει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ζει και να γράφει προκειμένου να βγάλει χρήματα». Σε ενίσχυση της θέσης αυτής ο Μαρξ παραθέτει στο ίδιο κείμενο κάποιους στίχους του γάλλου τραγουδοποιού Pierre-Jean de Béranger [2]: 

«Ζω μόνο για να κάνω τραγούδια.
Αν με διώξετε, Κύριε,
θα γράφω τραγούδια για να ζω» [3]

Η άποψη του Μαρξ ήταν ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θεωρεί το έργο του ως «μέσο». «Η ελευθερία του Τύπου συνίσταται πρωτίστως στο ότι δεν είναι εμπόρευμα. Ο συγγραφέας που την εξευτελίζει καθιστώντας την υλικό μέσον, αξίζει ως τιμωρία γι’ αυτή την εσωτερική σκλαβιά, την εξωτερική σκλαβιά, δηλαδή τη λογοκρισία, ή, καλύτερα, η ίδια του η ύπαρξη είναι η τιμωρία του» [4]. Κι ύστερα, αν το πράξει, υποβιβάζει τον εαυτό του στην κατάσταση του ζώου που «παράγει μόνο υπό την  κυριαρχία της άμεσης σωματικής ανάγκης, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος παράγει ελεύθερος από τη σωματική ανάγκη και παράγει αληθινά μόνο όταν είναι ελεύθερος από αυτήν» [5].

Αυτά έγραφε ο νεαρός Μαρξ στις «Συζητήσεις για την ελευθερία του Τύπου…» (1842), αλλά στη συνέχεια, η εργασία των δημοσιογράφων στα πλαίσια των παραγωγικών τους σχέσεων με τους ιδιοκτήτες των αστικών ΜΜΕ παρουσίασε έντονα εκφυλιστικά φαινόμενα. Γι’ αυτά μίλησε το 1880 ο John Swinton, που διετέλεσε Chief Editorial Writer της εφημερίδας «The New York Times», όταν κλήθηκε να μιλήσει στη Λέσχη του Τύπου της Νέας Υόρκης σχετικά με την ελευθερία του Τύπου:

«Η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να καταστρέφουν την αλήθεια, να ψεύδονται ασυστόλως, να διαστρεβλώνουν, να δυσφημούν, να πέφτουν δουλοπρεπώς στα πόδια του μαμμωνά και να πουλάνε την πατρίδα τους και το γένος τους για τον επιούσιο. Το ξέρετε  και το ξέρω τι είδους βλακεία είναι αυτή να κάνουμε πρόποση για ένα ανεξάρτητο τύπο. Είμαστε τα εργαλεία και οι δουλοπάροικοι πλουσίων ανδρών που βρίσκονται στα παρασκήνια. Είμαστε οι μαριονέτες που αυτοί τραβούν τους σπάγκους και χορεύουμε. Τα ταλέντα μας, οι ικανότητές μας και οι ζωές μας είναι όλα περιουσιακά στοιχεία άλλων. Είμαστε διανοούμενες πόρνες (intellectual prostitutes)» [6]. 

Τα δημοσιογραφικά πράγματα, όμως, στη χώρα μας, με τις «διανοούμενες πόρνες» του Swinton, υπήρξαν πολύ χειρότερα, γιατί το κακό δεν αφορούσε μόνο τους δημοσιογράφους των αστικών μέσων (εφημερίδων και καναλιών) της ολιγαρχίας, αλλά και εκείνες τις χιλιάδες των διαπλεκόμενων δημοσιογράφων του κρατικού μηχανισμού που αμείβονταν πολλαπλώς με μυστικά κονδύλια, προκειμένου να συμβάλλουν στην τύφλωση και στην πλύση εγκεφάλου του ελληνικού λαού. Κι ύστερα ρωτούν, στο δήθεν ανήξερο, κάποιοι δημοσιογράφοι από τους παραπάνω πώς ψηφίζουν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες και γιατί δεν ψηφίζει ο ελληνικός λαός εκείνο ή το άλλο κόμμα, χωρίς να θίγουν το θέμα τού  πόσο συνέβαλλαν οι ίδιοι στην αστική πλύση εγκεφάλου και στη φθορά των πολιτικών συνειδήσεων.

Σχετικά με τα παραπάνω κονδύλια, δεν θα μάθουμε ποτέ (τουλάχιστον από το Κράτος δε θα αποκαλυφθούν ποτέ) τα ονόματα όλων εκείνων των μυστικών μισθοφόρων της πένας και της εικόνας που έδρασαν (και φυσικά θα συνεχίσουν να δρουν), εκτελώντας το «εθνικό» έργο της τύφλωσής μας. Μην το ξεχνάμε! Όταν το κράτος σκοτώνει, η «πένα» τυφλώνει. Κι ήταν οι εκπρόσωποι Τύπου των αστικών κομμάτων εξουσίας, εκείνοι που «κατήγγειλαν» τους μισθοφόρους ο ένας του άλλου χωρίς, όμως, να δημοσιεύσουν ποτέ τα ονόματά τους. Έτσι, ήταν ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Ηλίας Μόσιαλος, εκείνος που ανακοίνωσε τον Αύγουστο του 2011, ότι η κυβέρνηση καταργεί «κρυφό λογαριασμό του υπουργείου Τύπου» και μεταφέρει τα κεφάλαια στον κρατικό προϋπολογισμό. Πιο συγκεκριμένα, ο Μόσιαλος ανέφερε τότε ότι επρόκειτο «για κωδικό μυστικών κονδυλίων των Γενικών Γραμματειών (μέσα από ειδική πίστωση), που λειτουργούσε με βάση το Άρθρο 10 του σχετικού Νομοθετικού Διατάγματος 744/1970 (ΦΕΚ 264/Α/10.12.1970) της Δικτατορίας» [7].  Όσο για τις καταστάσεις των ονομάτων εκείνων των δημοσιογράφων που αμείβονταν από τα μυστικά κονδύλια, ο Μόσιαλος πέταξε την μπάλα στην εξέδρα. Προφανώς, ήθελε μόνο να καταγγείλει την Νέα Δημοκρατία για μυστική μισθοφορική στρατιά δημοσιογράφων που τάχα το ΠΑΣΟΚ θα καταργούσε. 

Την ίδια καταγγελία είχε κάνει και ο εκπρόσωπος Τύπου Θεόδωρος Ρουσόπουλος  τής πριν από το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Είχε «καταγγείλει» κάποια μυστική μισθοφορική στρατιά δημοσιογράφων του ΠΑΣΟΚ και είχε τις καταστάσεις των ονομάτων τους, αλλά φαίνεται πως η καταγγελία ήταν ουσιαστικά προειδοποίηση προς όλους εκείνους τους «σοσιαλιστές» της δημοσιογραφίας, γιατί τα ονόματα δεν δόθηκαν ποτέ. Έτσι, όλοι αυτοί, και μιλάμε για χιλιάδες κονδυλιοφόρους του Τύπου και της Τηλεόρασης, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, γράφουν, μιλούν, εκπέμπουν και διασπείρουν τις αστικές και αντικομμουνιστικές τους τοξίνες καλυμμένοι από μια ομερτά που θεσμοθέτησε η χούντα των συνταγματαρχών και που απαγορεύει τη γνωστοποίηση των ονομάτων τους. Άλλωστε, είναι πιθανόν κάποια στιγμή να υπήρξαν κοινοί μισθοφόροι των δύο παραπάνω κομμάτων, όταν αυτά αποφάσισαν για το καλό μας να συγκυβερνήσουν.

Για τις «διανούμενες πόρνες» του Swinton

Η ιστορία, λοιπόν, των μυστικών κονδυλίων που χρησιμοποιήθηκαν από τις Γραμματείες και τις Διευθύνσεις Ενημέρωσης για να χρηματοδοτούν τους δημοσιογράφους και τα έντυπα και τηλεοπτικά μέσα χειραγώγησης και παραπλάνησης του ελληνικού λαού και άλλες μυστικές δράσεις είχαν ως πρόσχημα την προστασία των «εθνικών συμφερόντων». Αυτή η βρόμικη ιστορία αρχίζει από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και, αφού θεσμοθετήθηκε με το διάταγμα που υπέγραψαν ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός, ο Μακαρέζος και άλλα μέλη του χουντικού υπουργικού συμβουλίου, εφαρμόστηκε χωρίς κανένα ενδοιασμό από όλες τις κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ , τουλάχιστον ως το 2011, όταν ο Μόσιαλος μίλησε για κατάργηση του κρυφού λογαριασμού του υπουργείου Τύπου. Το τι μπήκε στη θέση του παραμένει μυστικό, όπως, άλλωστε, όλα τα μυστικά κονδύλια με τα οποία πληρώνονται οι διάφοροι απόκρυφοι ρουφιάνοι και παρατρεχάμενοι του αστικού κράτους.

Πριν από λίγες ημέρες, διάβαζα μια καταγγελία δημοσιογράφου, του Θανάση Αυγερινού, επί 8 χρόνια ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Μόσχα, για «κομματικό έλεγχο των ειδήσεων, απόκρυψη, κατασκευή ή αλλοίωσή τους κατά πώς βόλευε το τότε κυβερνητικό αφήγημα» του ΣΥΡΙΖΑ.  Κι εγώ νόμιζα πως ο κομματικός έλεγχος των ειδήσεων, η απόκρυψη, η κατασκευή και η αλλοίωσή τους σύμφωνα με τα συμφέροντα της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης και των αστικών κομμάτων είναι βασική δουλειά των δημοσιογράφων τους, και γενικά των αστικών ΜΜΕ, είτε αμείβονται με κρυφά είτε με φανερά κονδύλια. Κι ότι γι’ αυτό, άλλωστε, όλες οι αστικές κυβερνήσεις διατήρησαν  άθικτο τον παραπάνω αναφερόμενο νόμο της χούντας και τον εφάρμοσαν πιστά, όλα τα χρόνια που κυβέρνησαν και συγκυβέρνησαν. Ευτυχώς, όμως, τώρα που συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Μητσοτάκη οι αρμοδιότητες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), με τα μυστικά τους κονδύλια, καθώς και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που έχει την ευθύνη τόσο της ΕΡΤ, όσο και του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και του Εθνικού Τυπογραφείου, οι μυστικοί πράκτορες της αστικής δημοσιογραφίας θα φάνε με χρυσά κουτάλια κι εμείς θα έχουμε ακομμάτιστες και αντικειμενικές ειδήσεις, χωρίς απόκρυψη, κατασκευή και αλλοίωσή τους.

 

 Παραπομπές και σημειώσεις

 [1] «Debatten über Pressfreiheit… », Rheinische Zeitung, Nr. 139 vom 19. Mai 1842 

[2] Ο Pierre-Jean de Béranger (19 Αυγούστου 1780 – 16 Ιουλίου 1857) ήταν γάλλος ποιητής και «chansonnier» (τραγουδοποιός), ο οποίος απολάμβανε μεγάλη δημοτικότητα και επιρροή στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Έχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο δημοφιλής γάλλος τραγουδοποιός όλων των εποχών».

[3] Je ne vis que pour fair des chansons

Si vous m’ ôtez ma place Monseigneur,

je ferai des chansons pour vivre.

[4] Βλ. Μιχαήλ Λίφσιτς, «Η φιλοσοφία της τέχνης του Καρλ Μαρξ», Τόπος: Αθήνα 2018, σελ. 79

[5] στο ίδιο, σελ. 128

[6] Richard O. Boyer, Herbert M. Morais, «Labor’s Untold Story: The Adventure Story of the Battles, Betrayals, and Victories of American Working Men and Women», Published by United Electrical, Radio & Machine Workers of America, NY, 1955/1979.

Ολόκληρο το απόσπασμα από το λόγο του John Swinton υπάρχει στα αγγλικά στη διεύθυνση https://www.constitution.org/pub/swinton_press.htm

[7] «Το Βήμα», 24.08.2011

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: