Για τον εργαζόμενο και το Κόμμα του
Η συνάντηση με το Κόμμα, δεν είναι τακτική επιλογή, αλλά σιδερένια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης στον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό.
1.Μέσα κι έξω από τον τόπο δουλειάς, η νεύρωση και η απώλεια, ως καταστατικά υπαρκτικά στοιχεία της οντολογίας του εργαζόμενου, επιβεβαιώνουν την ουσία της σχέσης του με την εργασία που ασκεί: την αλλοτρίωση. Στη διαλεκτική λογική και πάντα σε συμφωνία με αυτή, η ουσία και το φαινόμενο είναι οι κατηγορίες που εκφράζουν την αντίθεση και την συμπλήρωση του ενός από το άλλο. Την ίδια στιγμή που η ουσία κρύβεται πίσω από το φαινόμενο που μας αποκαλύπτεται αισθητηριακά, μας εκδηλώνεται και αυτή διαμέσου του φαινομένου. Η νεύρωση και η απώλεια είναι ακριβώς αυτές οι φαινομενικές εκδηλώσεις της ίδιας ουσίας, της αλλοτρίωσης, που ενυπάρχει εγγενώς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως παράγωγο της βασικής αντίθεσης κεφάλαιου-εργασίας, και υπάρχει όχι με την απατηλή και παραπλανητική μορφή μιας ενδεχομενικότητας που θα μπορούσε δήθεν να εξαφανιστεί με μια ορθολογική επιλογή από μέρους του εκμεταλλευόμενου υποκειμένου, αλλά με την μορφή μιας σκληρής αντικειμενικότητας που βιώνεται από τις παραγωγικές τάξεις χωρίς δυνατότητα περιστολής ή εξωραϊσμού της εντός των ορίων που θέτει το υπαρκτό αλλά με πραγματική δυνατότητα ολικής άρσης της εκτός των ορίων του δεδομένου υπαρκτού. Η ανατροπή του καπιταλισμού δεν νοείται μονάχα ως πέρασμα σε νέα ποιότητα, αλλά ως άρση, αναίρεση του παλιού μέσα στο νέο, ξεπέρασμα των παλιών εμποδίων στην παραπέρα ανάπτυξη με τα υλικά που κληροδοτεί η παλιά κοινωνία. Ο εργαζόμενος μπορεί να έχει ή να μην έχει συνείδηση καθαρή ή και καθόλου του γεγονότος της αλλοτρίωσης και της πρωταρχικής αιτίας της, κι από αυτό εξαρτάται το είδος της σύνδεσής του με τα άλλα μέλη της τάξης του όπως και με τους ταξικούς του εχθρούς. Η συνείδηση ξεκαθαρίζει από τις αυταπάτες που έντεχνα καλλιεργεί η κυρίαρχη ιδεολογία και κάνει τον εργάτη υποκείμενο με γνώση των συμφερόντων του και των συμφερόντων της κοινωνίας. Μέσω της συνείδησης που αντανακλά κοινές συνθήκες, αγωνίες και αξιώσεις, συναντά ο ένας εργάτης τον άλλον στο έδαφος της κοινής πάλης. Μιλάμε εδώ για μια πραγματική διαλεκτική του ατομικού και του μαζικού όπου ο ένας όρος βρίσκει τη θέση του μέσα από τον άλλον. Το μαζικό συγκροτείται από τα επιμέρους ατομικά καθορίζοντάς τα αλλά και καθοριζόμενο από αυτά. Το ένα μετουσιώνει το άλλο και όταν υψώνονται πλέον σε συλλογικό ταξικό υποκείμενο αναγνωρίζουν συγκεκριμένα τις ανάγκες της δράσης τους σε όλα τα μέτωπα. Διασπούν την συνέχεια που μέχρι τότε θεωρούσαν τον απόλυτο κόσμο τους.
2.Το ότι υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν αντιδρούν ή έστω αντιδρούν αυθόρμητα, ωθούμενοι περισσότερο από κάποιο «ταξικό ένστικτο» παρά από ταξική συνείδηση, είναι φυσικό να συμβαίνει όποτε οι κοινωνικές αντιθέσεις δείχνουν να αμβλύνονται και το εργατικό κίνημα εμφανίζει σημάδια υποχώρησης. Επίσης, είναι οπωσδήποτε λογικό να υπάρχουν εργαζόμενοι που φοβούνται να ορθώσουν το έτσι κι αλλιώς πληγωμένο τους ανάστημα, να αρθρώσουν πολιτικό λόγο και να απεργήσουν, μένοντας στην αδράνεια και υπομένοντας μαρτυρικά τις συνθήκες εργασίας και ζωής τους. Για να μπορέσουν να ανέβουν από το επίπεδο του παθητικού αντικειμένου της καπιταλιστικής διαχείρισης στο επίπεδο του ενεργού πολιτικού υποκειμένου, απαιτείται η συνάντησή τους με το Κόμμα της τάξης τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο συνιστά την ίδια την Τάξη ως συλλογικός, καθολικός εαυτός. Αυτή η συνάντηση είναι που θα εξοπλίσει με δύναμη υλική και θεωρητική τους μέχρι τότε απροστάτευτους εργάτες. Έτσι μόνο το αυθόρμητο μετατρέπεται σε οργανωμένο, το ένστικτο σε θέση, η υποταγή στη κυρίαρχη νόρμα σε συνειδητή και θεμελιωμένη επαναστατικότητα. Η συνάντηση με το Κόμμα, δεν είναι τακτική επιλογή, αλλά σιδερένια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης στον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Το Κόμμα δεν γεννήθηκε αυτόματα με την εμφάνιση της εργατικής τάξης, αλλά αναδύθηκε σταδιακά, μέσα από οξύτατες εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις, αντιφάσεις ενδοταξικές, και ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Οι προλετάριοι, πέρασαν από διάφορες μορφές οργάνωσης, από συνωμοτικές λίγκες, ενώσεις χωρίς διακριτό πρόγραμμα και με αδύνατη συμπάγεια, κι αφού ατσαλώθηκαν από τις εμπειρίες τους και τα ιστορικά διδάγματα, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, βρήκαν τον εαυτό τους στο Κόμμα Νέου Τύπου που πατάει πάνω στη λενινιστική επεξεργασία όλου του κινηματικού παρελθόντος και που συμπυκνώνει τις σύγχρονες ανάγκες του διεθνούς προλεταριάτου. Γι’ αυτό οι κομματικές αυτές αρχές πρέπει να γίνονται οι κοινοί κώδικες όλων των κομμουνιστικών κομμάτων στην κοινή προοπτική της παγκόσμιας κοινωνικής απελευθέρωσης. Όταν κάποιο κόμμα στη μια ή την άλλη χώρα ξέφυγε ή ακύρωσε στην πράξη τις αρχές αυτές, κατέληξε να είναι προδοτικό για την τάξη της οποίας υποτίθεται πως ήταν η πρωτοπορία. Όποτε αυτό συμβαίνει, το κόμμα αυτό καθίσταται ανάχωμα στην επαναστατική μεταβολή, γίνεται ξένο, παρασιτικό, εκβιαστικό σώμα, ένα καρκίνωμα που πρέπει πάση θυσία να αποκοπεί από τον ταξικό ιστό και να αντικατασταθεί από το γνήσιο κομμουνιστικό κόμμα, δηλαδή την ίδια την Τάξη οργανωμένη και ανυψωμένη, τον συλλογικό και καθολικό Εαυτό. Τότε μόνο ο ατομικός εργαζόμενος έχοντας συνενωθεί με τους συντρόφους του, ενσωματωμένος (στο) και ενσωματώνοντας (το) Κόμμα ως τον ταξικό εαυτό του σε ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης, εκτελέι την σπειροειδή κίνηση της διαλεκτικής ανάβασης από το χαμηλότερο προς το ψηλότερο. Επιστρέφει στον τόπο δουλειάς όχι για να υποταχθεί στην κανονικότητα, αλλά για να ρηγματώσει την κανονικότητα μέχρι τη στιγμή που η πάλη θα κλιμακωθεί και θα γενικευτεί στην εκκίνηση της επαναστατικής διαδικασίας.
3.Ο εργαζόμενος στην εργασία του υπάγεται αναγκαστικά, είτε το θέλει είτε όχι, για λόγους (αυτο)συντήρησης. Υπαγωγή δεν σημαίνει ταυτοτικά υποταγή. Υπαγωγή θα πεί μένω στους κόλπους του υπάρχοντος ως η άρνησή του και η θετικότητα του μελλοντικού χειραφετητικού υπάρχοντος. Υπάγομαι στο παλιό και ξεπερασμένο, όπως το έμβρυο στη μητέρα του μέχρι να γεννηθεί. Υποταγή από την άλλη, θα πεί σιωπηρή ή μή, αποδοχή της καθεστηκυϊας τάξης σαν απόλυτης, αδιαμφισβήτητης, υπεριστορικής. Υπαγωγή θα πεί ένταξη στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης, συμμετοχή στο παιχνίδι των σχέσεων παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης για την ανατροπή τους. Υποταγή είναι η θετική αποτίμησή τους είτε ρητά είτε συγκαλυμμένα. Ο υπαγόμενος πλένει το χέρι του αφότου χαιρετίσει το αφεντικό, ο υποταγμένος προτού το χαιρετίσει. Στόχος του Κόμματος ως πρωτοπόρου ταξικού εαυτού, είναι η αφύπνιση των υποταγμένων εργατών και η ανυποχώρητη-αταλάντευτη πορεία στον οικονομικό, ιδεολογικό και κυριότατα πολιτικό αγώνα, στον αγώνα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.