Για τον Σαχζάτ
Η δολοφονία του Σαχζάτ θεώρησαν ότι θα περνούσε στα ψιλά γράμματα. Όσον αφορά στην επικαιρότητα ίσως και να πέρασε. Δεν θα θεωρήσω τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι όταν ο Παύλος Φύσσας έμαθε για αυτήν, θεώρησε πως το επόμενο θύμα είναι κοντά και θα είναι όποιος τους πολεμά… θα το θεωρήσω πολιτική ανάλυση της πραγματικότητας.
Στις 17 του Γενάρη του 2013, ο Σαχζάτ πήρε το ποδήλατό του και ξεκίνησε για τη δουλειά. Πάλι αξημέρωτα, την ίδια ώρα ακριβώς όπως κάθε μέρα. Στην Ελλάδα ήρθε για να πάρει ανάσα. Είχε εδώ τον ξάδερφό του, μάζεψε τις οικονομίες του μια μέρα κι έφυγε. Ο μισθός στο Πακιστάν ήταν 80 ευρώ το μήνα, δεν τα έβγαζες πέρα ούτε μονάχος. Δεν ήταν εύκολα κι εδώ, αλλά ήταν αλλιώτικα.
Στην αρχή δούλεψε ηλεκτροσυγκολλητής, μετά πουλούσε πορτοκάλια στη λαϊκή. Το μεροκάματο έβγαινε, εκείνος δεν ήθελε και πολλά για να ζήσει. Το διαμέρισμα στο Περιστέρι το πλήρωνε μαζί με το ξάδερφό του κι άλλους 8. Έτσι του περίσσευαν να στέλνει και στη μάνα. Το ποδήλατο του ήταν η περιουσία του. Το είχε φτιάξει μόνος του κι ένιωθε άρχοντας.
Κάθε μέρα σηκωνόταν χαράματα – στις 3.00 το πρωί – και δούλευε ως τις 4.30 το απόγευμα. Τη δουλειά δεν τη φοβόταν. Αυτό που τώρα τελευταία τον φόβιζε ήταν ο τρόπος με τον οποίο τον κοιτούσαν οι άνθρωποι. Διέκρινε ένα βαθύ μίσος και μια ανεξήγητη οργή στα μάτια τους. Οι ρατσιστικές επιθέσεις πλήθαιναν κι αν έκανες το λάθος να απευθυνθείς στην αστυνομία , κινδύνευες να βρεθείς ο ίδιος στο κρατητήριο. Για να γυρίσει πίσω ούτε λόγος. Είχε ένα οικογενειακό δάνειο να ξεπληρώσει και τις αδερφές του να παντρέψει. Στα 27 του εκείνος, μα τον εαυτό του δεν τον λογάριαζε. Άλλωστε είχε βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, τι μπορούσε να συμβεί;
Εκείνη την Πέμπτη έκανε το καθιερωμένο του δρομολόγιο. Πάνω σε αυτές τις δυο ρόδες, που ήταν ολότελα δικές του, ένιωθε ελεύθερος. Στα Πετράλωνα έφτανε κι ήταν ακόμη σκοτεινά. Από μακριά ξεχώρισε δυο τύπους με μηχανάκι να πλησιάζουν. Επιτάχυνε ενστικτωδώς. Από κάποια νυχτερινή έξοδο θα γύριζαν. Κι όμως έρχονταν κατά πάνω του. Άρχισαν να του φωνάζουν. Δεν καταλάβαινε, γιατί ήταν τόσο εξαγριωμένοι. Κοίταξε γύρω του, δεν υπήρχε κανείς. Έκανε να προσπεράσει. Έβγαλαν μαχαίρι. Εφτά μαχαιριές στο θώρακα. Έπεσε, δίπλα εκεί, δίπλα στο ποδήλατό του. Τους είδε να φεύγουν θριαμβευτικά. Σκέφτηκε τη μάνα. Δε θα προλάβαινε να τη βοηθήσει.
Η δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν δεν ήταν το πρώτο ειδεχθές έγκλημα που αποδόθηκε σε ανθρώπους που ανήκαν στο φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής και δυστυχώς ούτε το τελευταίο. Μερικούς μήνες αργότερα, οργανωμένοι οι χρυσαυγίτες θα επιτεθούν μέσα σε λίγες μέρες δύο φορές. Τα θύματα δεν είναι τυχαία. Ξεκινούν με τη δολοφονική επίθεση κατά μελών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα που τυχαία δεν έχει νεκρούς. Λίγες μόλις μέρες μετά θα δολοφονήσουν στο Κερατσίνι τον αντιφασίστα Παύλο Φύσσα.
Η δολοφονία του Σαχζάτ θεώρησαν ότι θα περνούσε στα ψιλά γράμματα. Όσον αφορά στην επικαιρότητα ίσως και να πέρασε. Δεν θα θεωρήσω τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι όταν ο Παύλος Φύσσας έμαθε για αυτήν, θεώρησε πως το επόμενο θύμα είναι κοντά και θα είναι όποιος τους πολεμά… θα το θεωρήσω πολιτική ανάλυση της πραγματικότητας. Η ουσία όμως είναι πως αν ο περιβόητος φάκελος Χρυσή Αυγή είχε δοθεί νωρίτερα εκεί που έπρεπε και δεν είχε μείνει να αραχνιάζει σε συρτάρια, τα μέλη του ΠΑΜΕ δεν θα είχαν κινδυνεύσει να χάσουν τη ζωή τους και ο Παύλος θα ήταν εδώ να αναλύουμε την αθλιότητα στην οποία ζούμε και να συζητάμε την ανατροπή της.
ΥΓ: Το κείμενο το είχα αφιερώσει τότε στη μητέρα του Σαχζάτ Λουκμάν, Σουγκράν, της οποίας το βλέμμα και τα χέρια είναι ό,τι πιο ζεστό έχω ποτέ συναντήσει.