Η (ανύπαρκτη) φροντίδα του (καπιταλιστικού) συστήματος (στον ιστό της αδικίας)

Το σωστό ερώτημα όμως δεν είναι αν χρειάζονται οι συλλογικότητες, αλλά τι συλλογικότητες χρειάζονται. 

Τα στερεότυπα είναι μια σειρά αντιλήψεων που επηρεάζουν τόσο την καθημερινή ζωή όσο και τη συλλογική ανάπτυξη των κοινωνιών, από την υγεία ενός πληθυσμού έως τη δυνατότητα της κυρίαρχης τάξης να το χειραγωγεί. Ένας από τους χώρους όπου ανθίζουν και αναπαράγονται τα στερεότυπα είναι ο κινηματογράφος: Οι καλοί Αμερικανοί που σε κάθε καταστροφή σώζουν τον κόσμο, η καλή αστυνομία που είναι εκεί για τον πολίτη, ο καλός στρατός που είναι έτοιμος να εξασφαλίσει  την ευημερία των ανθρώπων, και άλλα πολλά που έκαναν το πέρασμά τους από τη μεγάλη οθόνη τις προηγούμενες δεκαετίες. 

Όμως η καταστροφή έγινε, η πανδημία του sars cov 2 χτύπησε την πόρτα του δυτικού κόσμου το 2020, ενώ μια άλλη πανδημία, αυτή της οικονομικής κρίσης, ήδη μάστιζε εδώ και μια δεκαετία τις ανεπτυγμένες -κατά τα άλλα- χώρες. Και τελικά φάνηκε ότι η καλλιτεχνική αποτύπωση των παραπάνω ήταν πολύ περισσότερο επιστημονική φαντασία από ό,τι θα πίστευε κάποιος. 

Σε αυτό διαφοροποιείται το γαλλικό θρίλερ Στον ιστό της αράχνης (vermines) το οποίο εστιάζει σε μια παρέα μεταναστών οι οποίοι μένουν σε ένα σύγχρονο γκέτο, μια εργατική πολυκατοικία σε μια εργατική γειτονιά, η οποία έχει καταλήξει να είναι αποθήκη για ανεπιθύμητους πολίτες β’ κατηγορίας: ηλικιωμένοι που αναγκάζονται να δουλέψουν, νέοι και νέες που αναλαμβάνουν οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσουν, μια πολυκατοικία από τσιμέντο που τελικά γίνεται ένα νεκροταφείο ονείρων. 

Μέχρι που κάποια στιγμή μια εκτεταμένη μόλυνση από αράχνες αποδεικνύει πως η αστυνομία, και άρα το κράτος, δεν έρχεται για να σώσει αυτούς τους πολίτες, γι’ αυτό είναι το ίδιο ανεπιθύμητοι και επικίνδυνοι με τις αράχνες. Οπότε τους καταδικάζει σε έμμεσο θάνατο, τους κλείνει το ρεύμα και όταν προσπαθούν να βγουν αρχίζει το ξύλο και η καταστολή. Γιατί αυτό υπάρχει μόνο. Ούτε σωστικά συνεργεία, ούτε υγειονομικοί, ούτε πρωτόκολλα. Μόνο γκλομπ, δακρυγόνα, πυροβολισμοί. Οι ένοικοι δεν έχουν να σωθούν μόνο από τις αράχνες αλλά και από τους σωτήρες τους.

Θυμίζει άραγε κάτι όλο αυτό; Αυτή δεν ήταν η αντιμετώπιση των αστικών κρατών κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Η πρόνοια των κυβερνήσεων εξαντλούνταν στις απαγορεύσεις και στην καταστολή, στη βία δηλαδή και όχι στην φροντίδα. Το οποίο οδηγεί σε ένα ερώτημα, το οποίο ανά περιόδους επανέρχεται, στο τι ακριβώς χρειάζεται το κράτος; 

Σε θεωρητικό επίπεδο οι συλλογικότητες ανθρώπων, από την οικογένεια έως τις πόλεις και τα κράτη, δημιουργούνται για να προστατεύουν τα μέλη τους, να εξασφαλίζουν την ευημερία και την προστασία τους. Για παράδειγμα, σε μια οικογένεια τα μωρά, τα νήπια δεν βρίσκουν μόνα την τροφή τους, ακολουθούν την εξέλιξή τους, περπατάνε, μιλάνε, μαθαίνουν, ενώ το υπόλοιπο περιβάλλον ρυθμίζεται και διαμορφώνεται από τους γονείς τους. Σκεφτείτε όταν φτάνουν στην ηλικία των πέντε να τους λένε ωραία τώρα μάθατε να μιλάτε, να τρώτε, να περπατάτε, άρα είστε έτοιμα να βγείτε έξω και να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας. 

Εξωφρενικό; Όμως αρκετά χρόνια αργότερα, εφόσον τελειώσουν το σχολείο, ολοκληρώσουν τις σπουδές τους (οι οποίες στην πλειοψηφία των χωρών στηρίζονται από το κοινωνικό σύνολο και τη φορολογία) το κράτος ακριβώς αυτό λέει, αποτάσσει κάθε ευθύνη και παραδίδει τους νέους εργαζόμενους στην λεγόμενη ελεύθερη αγορά. Και εκεί ξεκινά η κακοποίηση κανονικά και με το νόμο, η ζούγκλα του κέρδους, η επισφάλεια, η πίεση, που τσακίζουν τη νεολαία και εξηγούν τη ραγδαία αύξηση της εμφάνισης περιστατικών αγχώδους διαταραχής και κατάθλιψης. 

Η αιτία είναι πως στην πραγματικότητα το αστικό κράτος, και κάθε προηγούμενη μορφή καταπιεστικού κράτους, δεν εμφανίζεται για να εξασφαλίζει την ευημερία όλης της κοινωνίας, αλλά για να εξασφαλίζει την ευημερία των κυρίαρχων, των αστών στην τωρινή περίοδο. Το όποιο ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους, για τα λαϊκά στρώματα, για τη νεολαία, για τους εργάτες, τους φοιτητές, είναι τόσο όσο να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, το οποίο όμως ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι φτηνό και ευέλικτο. Αλλά ταυτόχρονα και αναλώσιμο, όπως φάνηκε πρόσφατα με την (απαράδεκτη από άποψη ηθικής και ιατρικών πρωτοκόλλων) οδηγία περί προτεραιότητας VIP κρεβατιών και διαλογής επισήμων. Δεν μετράνε όλες οι ζωές το ίδιο.    

Έτσι δημιουργείται το ερώτημα αν τελικά χρειάζονται οι συλλογικότητες, είτε αυτές είναι τα σωματεία, είτε η οικογένεια, είτε οι συνεταιρισμοί, είτε τελικά το κράτος; Και σε αυτό ερώτημα έχει επενδύσει και το καπιταλιστικό σύστημα, και στην αρνητική του απάντηση ως μέσο για την περαιτέρω εδραίωση του ατομισμού. Το σωστό ερώτημα όμως δεν είναι αν χρειάζονται οι συλλογικότητες, αλλά τι συλλογικότητες χρειάζονται. 

Όντως δε χρειάζονται συλλογικότητες οι οποίες υπάρχουν για να εξυπηρετούν μια μερίδα των μελών τους εις βάρος των άλλων, για να ενισχύσουν και να αναπαράγουν τις αδικίες. Από την άλλη όμως είναι αναγκαία η ύπαρξη συλλογικοτήτων που θα καλλιεργούν την αλληλεγγύη, θα φροντίζουν για την ολοκλήρωση των μελών τους μέσα από την ολοκλήρωση του κοινωνικού συνόλου, θα βλέπουν τα μέρη τους όχι ανταγωνιστικά αλλά συνεργατικά. Ίσως και αυτό είναι η καλύτερη απάντηση στο άγχος και την πίεση της σύγχρονης κοινωνίας, και μια καλή αρχή για την εμπέδωση μιας διαφορετικής, πιο φροντιστικής λογικής. 

 

Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: