Η δύναμη της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας σήμερα
Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι σήμερα ολοζώντανη επειδή κουβαλάει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο νιότης: το εσωτερικό κίνητρο ανάπτυξής της είναι η αλλαγή, το νέο που νομοτελειακά θα γίνει παλιό και θα ξεπεραστεί κι αυτό με τη σειρά του. Μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί ποτέ να σκουριάσει, να τελματώσει και να απονεκρωθεί, όσο είναι άλυτες οι αντιφάσεις που τη γέννησαν.
Το παρόν κείμενο αποτέλεσε τη βάση για τη διάλεξη που δόθηκε στην ΑΣΟΕΕ, στις 24 Μαΐου 2019. Αν και δοκίμιο, το κείμενο είναι προσανατολισμένο στην διάλεξη και γι’ αυτό τα επιχειρήματα είναι κωδικοποιημένα και συνοπτικά ανεπτυγμένα. Επίσης, είναι προσανατολισμένο στο πλαίσιο της συζήτησης για τη θέση και το νόημα του Μαρξισμού στα Πανεπιστήμια και δη στις Σχολές Οικονομικών.
Μαρξισμός και Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία
Ο Μαρξισμός έχει διττή φύση. Από τη μια, είναι κοσμοθεωρία, τρόπος σκέψης που βασίζεται στον διαλεκτικό υλισμό, στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την ταξική πάλη (Ενδεικτικά: Οι βασικές αρχές της μαρξιστικής φιλοσοφίας, 2005, Σύγχρονη Εποχή) Από αυτήν την πλευρά διαχωρίζεται τόσο από τη μεταφυσική, όσο και από την εμπειριοκριτική και τη μηχανιστική θεώρηση των πραγμάτων.
Από την άλλη, είναι επαναστατική θεωρία, επανάσταση στην πράξη. Ο Μαρξισμός δεν έχει σαν πρώτιστο καθήκον του να καταλάβει τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξει. Σκοπός του είναι η επαναστατική ανατροπή των σχέσεων παραγωγής, που βρίσκονται σε αντίθεση με τα μέσα παραγωγής, η κοινωνικοποίηση του παραγόμενου πλούτου, ώστε να λυθεί η αντίφαση άλλος να δουλεύει κι άλλος να καρπώνεται το προϊόν της δουλειάς. Φυσικά, προϋπόθεση είναι η γνώση / κατανόηση του κόσμου. Από αυτή τη σκοπιά διαχωρίζεται σήμερα από την απολογητική θεώρηση που έχει σαν πρώτιστο καθήκον να δικαιολογήσει τον κόσμο – αυτή η τελευταία είναι εξ ορισμού συντηρητική προσέγγιση.
Ο Μαρξισμός είναι παιδί της Γερμανικής Φιλοσοφίας, της Αγγλικής Πολιτικής Οικονομίας και του Γαλλικού Σοσιαλισμού.
Με αυτήν την έννοια, ο Μαρξισμός είναι μέθοδος που διαπερνά όλες τις επιστήμες και διασφαλίζει τη διεπιστημονικότητα, αλλά και την επικοινωνία μεταξύ των επιστημών. Εξάλλου η φύση και η κοινωνία είναι αδιαίρετες· ο άνθρωπος δημιουργεί τεχνητούς διαχωρισμούς στη φύση και την κοινωνία και αντίστοιχες επιστήμες ώστε να διευκολύνει τη μελέτη τους. Δεν υπάρχουν σινικά τείχη μεταξύ των επιστημών και πολλές περιοχές της πραγματικότητας εξετάζονται από περισσότερες επιστήμες, ενώ νέες επιστήμες δημιουργούνται όταν η γνώση μας για ένα αντικείμενο πλαταίνει. Ένας Μαρξιστής ΠολιτικοΟικονομολόγος μπορεί να επικοινωνήσει καλύτερα με ένα Μαρξιστή Ιστορικό, Κοινωνιολόγο, Νομικό, αλλά και Φυσικό, Χημικό, Βιολόγο παρά με έναν Αστό, απολογητή Οικονομολόγο. Από την άλλη, ο τελευταίος δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν, παρά μόνο με τα αφεντικά του, με την αστική τάξη, όταν δεν είναι και ο ίδιος αστός.
Επίσης, ο Μαρξισμός είναι ενεργή συμμετοχή στην αλλαγή του κόσμου μέσα από όλα τα πεδία πάλης – το οικονομικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό και το συνδικαλιστικό. Η αποκοπή από αυτή τη δράση οδηγεί αργά ή γρήγορα σε στείρο Μαρξισμό, ακαδημαϊσμό, βυζαντινισμό και γραφικότητα. Όπως ο επαναστάτης πρέπει να ξέρει καλά τη θεωρία για να έχει ελπίδες στην δράση του, έτσι κι ο θεωρητικός πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην πάλη για να έχει ελπίδες να είναι η θεωρία του Μαρξιστική.
Ο Μαρξισμός πήρε το όνομά του από τον Μαρξ αλλά αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν Μαρξισμό βασίζεται σε περισσότερους θεωρητικούς επαναστάτες. Φυσικά αναφορά γίνεται στον Ένγκελς. Μαρξισμός χωρίς Λένιν είναι Μαρξισμός ευνουχισμένος, είναι θεωρία χωρίς πράξη. Η αποκοπή του Μαρξ από τους επίγονούς του, ή και από τον ίδιο τον Ένγκελς, είναι άλλη μια μορφή επίθεσης στο Μαρξισμό, ενίοτε με τη μάσκα του φίλου του λαού. Η πιο ακραία μορφή αυτής της επίθεσης εκφράζεται στην αποκοπή του Μαρξ από τον ίδιο τον εαυτό του!
Πολλοί μεγάλοι επαναστάτες από όλο τον κόσμο έχουν συμβάλει θεωρητικά στο Μαρξισμό, ενώ υπάρχουν και διανοητές που έχουν αναπτύξει πλευρές του Μαρξισμού. Όμως ο Μαρξισμός τροφοδοτείται και αναπτύσσεται από όλη τη εξέλιξη της κοινωνικής πραγματικότητας. Πολλοί αστοί ξεπερνούν τους περιορισμούς της απολογητικής και προσφέρουν πολύ χρήσιμες αναλύσεις ή παρατηρήσεις και δεδομένα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Κέυνς. Μια συνθήκη που τους υποχρεώνει να κάνουν κάτι τέτοιο είναι η ταξική πάλη, μέρος της οποίας είναι και η αντίθεση μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου.
Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι η επιστήμη που εξετάζει τις σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, άρα με αυτήν την έννοια είναι ανθρωπιστική επιστήμη και όχι θετική, φυσική κλπ. Ο Ένγκελς σε ένα από τα δύο άρθρα του, για την “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Μαρξ, σημειώνει: «…η πολιτική οικονομία δεν πραγματεύεται πράγματα αλλά σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα σε τάξεις. Οι σχέσεις αυτές όμως είναι πάντα δεμένες με πράγματα και εμφανίζονται σαν πράγματα. Αυτή η συνάφεια, που είναι αλήθεια, άρχισε σε μερικές περιπτώσεις να τη διαισθάνεται τούτος ή εκείνος ο οικονομολόγος, την αποκάλυψε πρώτος ο Μαρξ σ’ όλη τη σημασία της για ολόκληρη την πολιτική οικονομία και έκανε έτσι τόσο απλά και ξεκάθαρα τα πιο δύσκολα προβλήματα, που θα μπορούν τώρα να τα καταλάβουν ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι.»
Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία στην Κοινωνία και τα Πανεπιστήμια
Η θέση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας είναι σε ανάλογη συνάρτηση με το εργατικό, λαϊκό και κομμουνιστικό κίνημα σε μια χώρα σε μια ιστορική περίοδο. Άνοδος του κινήματος θα εκφραστεί αργά ή γρήγορα σε εδραίωση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, ενώ η υποχώρηση του κινήματος θα είναι και υποχώρηση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας.
Στην κοινωνία ο Μαρξισμός αναπτύσσεται ή υποχωρεί σε σχέση με την εξέλιξη του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό γίνεται μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες. Δείτε μερικά παραδείγματα ανάπτυξης του Μαρξισμού από αυτό το κίνημα. Πρώτον, τα Μαρξιστικά περιοδικά που κυκλοφορούν (ΚΟΜΕΠ, Θέσεις, e-krisi, Θέματα Παιδείας, Επιστημονική Σκέψη παλιότερα) τα οποία δίνουν βήμα σε Μαρξιστές (αυτοδίδακτους ή ΠΕ), αλλά μορφώνουν και τους εμπλεκόμενους στο κίνημα. Δεύτερον, τα μαθήματα που διεξάγονται μέσα στους οργανωμένους φορείς του κινήματος, με προεξάρχουσα την πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Τρίτον, οι εκδηλώσεις και οι πρωτοβουλίες των ίδιων φορέων που λειτουργούν σαν ερέθισμα αλλά και σαν μάθημα Μαρξισμού. Ενδεικτικά σας αναφέρω την πρόσφατη συγκρότηση του Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό», παλιότερα το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών κλπ.
Ιστορικά, βασικός φορέας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας είναι το ΚΚΕ που πέρσι συμπλήρωσε 100 χρόνια από την ίδρυσή του.
Το επίπεδο του Μαρξισμού στη χώρα μας (από άποψη θεωρητικής κατάρτισης και ενεργής συμμετοχής στην αλλαγή του κόσμου, από ποιότητα και ποσότητα) είναι πολύ υψηλό συγκριτικά με άλλες καπιταλιστικές χώρες, ειδικά της Ευρώπης.
Από τα παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς ότι η ισχνή παρουσία των Μαρξιστικών στο αστικό Πανεπιστήμιο σήμερα είναι πράγματι έκπληξη. Μπορεί κανείς να σταθεί στο «ισχνή», αλλά θα έπρεπε να τονιστεί η «παρουσία», σε αντίθεση με την απουσία που κυριαρχεί στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, ειδικά μάλιστα στις μεγάλες σχολές Οικονομικών Επιστημών. Οι φοιτητές της ΑΣΟΕΕ θα πρέπει να νιώθουν πραγματικά τυχεροί που προσφέρονται δύο εξάμηνα μαρξιστικής στο Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης, τα οποία μάλιστα διεξάγονται υπό την ευθύνη της Ανδριάνας Βλάχου, μιας καθηγήτριας με συμβολή στο Μαρξισμό. Πέρα όμως από αυτά, ο Μαρξισμός σαν μέθοδος υπεισέρχεται ή αποτελεί μέρος του αντικειμένου και άλλων μαθημάτων, όπως η Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, η Οικονομική του Περιβάλλοντος κλπ, ενώ τροφοδοτείται και υποστηρίζεται από μαθήματα όπως η Οικονομική Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη κλπ.
Ένα τέτοιο Πρόγραμμα Σπουδών είναι εξαιρετικά δυσεύρετο στο εξωτερικό. Φυσικά, και εδώ γίνεται προσπάθεια να αλλάξει το Πρόγραμμα Σπουδών από τους αστούς απολογητές, εντός κι εκτός ιδρυμάτων. Γίνεται προσπάθεια να καταργηθούν τα μαθήματα και ιδιαίτερα η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία ακόμα κι από μάθημα επιλογής. Τα μαρξιστικά ακαδημαϊκά περιοδικά θεωρούνται υποδεέστερα ή δεν περιλαμβάνονται καν στις λίστες των αποδεκτών περιοδικών για την κρίση των διδασκόντων. Δεν προκηρύσσονται θέσεις σε καμιά βαθμίδα γι’ αυτά τα μαθήματα.
Η υπεράσπιση της Μαρξιστικής περιλαμβάνει την παρακολούθηση των διαλέξεων και την ενεργή συμμετοχή σε αυτές, πέρα από την κινητοποίηση ενάντια στις περιοδικά εμφανιζόμενες απόπειρες να καταργηθούν τα μαθήματα.
Ιδιαίτερα ο Μαρξισμός είναι άκρως επικίνδυνος για τα συμφέροντα της αστικής τάξης σε σχολές Οικονομικών, Νομικής, Ιστορίας κλπ γιατί είναι ξεκάθαρη η αντιπαράθεση και οι φοιτητές έχουν τη δυνατότητα να αρχίσουν να σκέφτονται και να κρίνουν όχι με βάση το τι τους μοιάζει πιο σωστό, ωραίο, δικαιολογημένο γενικά κλπ, αλλά με βάση το τι τους συμφέρει, ανάλογα με την ταξική τους θέση. Αυτό το θέμα είναι κεντρικό και θα το δούμε μέσα και από μερικά παραδείγματα.
Ειδικά θέματα Πολιτικής Οικονομίας
Η Απολογητική Πολιτική Οικονομία κρίνεται για δύο λόγους: πρώτον και σημαντικότερο, επειδή κρατάει την κοινωνία πίσω, δικαιολογώντας και διαιωνίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά σε αυτή την αποστολή, δηλαδή δεν καταφέρνει να δικαιολογήσει τα σημερινά φαινόμενα. Αυτή η αποτυχία είναι ένδειξη δύναμης κι όχι αδυναμίας: δεν έχει καμιά θεωρία για το ευρώ αλλά το εφαρμόζει, γιατί μπορεί. Η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών χωρών έχει αποθρασύνει τους κεφαλαιοκράτες, έχει οδηγήσει στην υποχώρηση του κινήματος και σαν επακόλουθο έχει οδηγήσει και στην αποθράσυνση των αστών απολογητών.
Μισθός και Κέρδος
Σε μια καταπληκτική μπροσούρα με τίτλο «Μισθός, Τιμή και Κέρδος» δημοσιεύεται μια ομιλία του Μαρξ του 1865 (Σύγχρονη Εποχή, 1976/2016). Τα επιχειρήματα στα οποία απαντάει ο Μαρξ και τα οποία προέρχονταν τότε από εργάτες χωρίς συνείδηση για τον εαυτό τους, βρίσκονται ακόμα και σήμερα στο οπλοστάσιο των αστών απολογητών. Ο μισθός φαίνεται σαν αμοιβή για την εργασία, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πόσο περίεργο θα ήταν αλήθεια το πρώτο με δεδομένο ότι διαφορετικές εργασίες αμείβονται με τον ίδιο μισθό και ότι ο μισθός προσυμφωνείται χωρίς κανείς να έχει ιδέα για την πραγματική εργασία που θα παρασχεθεί. Φανταστείτε τον παραλογισμό του αστικού ορισμού στο μισθό της ανειδίκευτης εργασίας που είναι ενιαίος, ενώ η ανειδίκευτη εργασία περιλαμβάνει το πιο ευρύ και διαφοροποιημένο φάσμα εργασιών. Το ίδιο παράλογη θα ήταν και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, είτε Γενική ή Κλαδική. Όμως, το αποκορύφωμα του παραλογισμού θα ήταν η περίπτωση των υπερωριών ή της βραδινής εργασίας. Ως γνωστόν, για τις υπερωρίες προβλέπεται αυξημένη αμοιβή, ενώ είναι δεδομένο ότι η παροχή εργασίας είναι μειωμένη, αφού ο εργάτης κουβαλάει την κούραση των προηγούμενων ωρών. Το ίδιο ισχύει και για τη βραδινή εργασία: δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτή να είναι γενικά πιο αποδοτική από την ημερήσια, ώστε να προβλέπεται οριζόντια μεγαλύτερη αμοιβή. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλές άλλες εκφάνσεις του παραλογισμού του αστικού ορισμού του μισθού.
Ο μισθός μπορεί να προσυμφωνηθεί, επειδή είναι γενικά γνωστό πόσο χρειάζεται ένας εργαζόμενος δοσμένων χαρακτηριστικών για να συντηρηθεί. Οι υπερωρίες και η βραδινή εργασία απαιτούν πρόσθετη αναπλήρωση της εργατικής δύναμης, ώστε αυτή να είναι διαθέσιμη την επόμενη μέρα στην ίδια ποιότητα. Η Συλλογική Σύμβαση νοείται μόνο αν σαν αντικείμενο έχει την προς ενοικίαση εργατική δύναμη και όχι την τελική εργασία που θα παρασχεθεί. Η εργατική δύναμη κάποιων ελάχιστων χαρακτηριστικών (ειδίκευσης κλπ) μπορεί να προσδιοριστεί a priori, επιτρέποντας τον υπολογισμό των αναγκαίων εμπορευμάτων που χρειάζονται ώστε αυτή να εμφανίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα στο ναό της εκμετάλλευσης με αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι με λιγότερα. Όλα τα παραπάνω φαινόμενα, που είναι ανεξήγητα αν ο μισθός θεωρηθεί σαν αμοιβή της εργασίας, γίνονται απολύτως κατανοητά και αναμενόμενα, αν ο μισθός θεωρηθεί σαν το μέσο για την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης.
Το κέρδος είναι μια κατηγορία που βασανίζει τους αστούς με σχεδόν μοναδικό τρόπο. Είναι το raison d’ être (λόγος ύπαρξης) του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και στην πιο ιδανική μορφή αγοράς, στον τέλειο ανταγωνισμό, είναι μηδενικό! Εμφανίζεται μόνο σαν αμοιβή του κεφαλαιοκράτη (επιχειρηματία). Κι αν ο κεφαλαιοκράτης δεν εργάζεται καθόλου; Αν η επιχείρηση είναι μετοχική, τι γίνεται; Εδώ κανονικά ο καθηγητής δεν πρέπει να μπορεί να εγκαταλείψει την αίθουσα πριν δώσει μια πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Το κέρδος είναι η χρηματική έκφραση της υπεραξίας, που με τη σειρά της ενσωματώνεται στο υπερπροϊόν. Ξανά κι ανάποδα: ο εργαζόμενος παίρνει ένα μισθό με βάση αυτά που χρειάζεται για να συντηρηθεί, παράγει όμως ένα προϊόν που έχει μεγαλύτερη αξία. Αυτό γίνεται επειδή το τι χρειάζεται ο εργαζόμενος για να αναπαραχθεί και το τι μπορεί να παραγάγει στην μονάδα του χρόνου είναι δύο ανεξάρτητα μεγέθη.
Ας δούμε τα παραπάνω με ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ/ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος μισθός για τη μεταποίηση στην Ελλάδα, το 2018, ήταν 850 ευρώ το μήνα. Η καθαρή προστιθέμενη αξία για τη μεταποίηση, για το 2018 (στοιχεία AMECO, EU), είναι 53.100 ευρώ το χρόνο ανά εργάτη, άρα 4.425 το μήνα ανά εργάτη. Η διαφορά είναι 3.575 ευρώ το μήνα ανά εργάτη. Σε αυτή τη διαφορά περιλαμβάνεται το σταθερό κεφάλαιο (απόσβεση πάγιου κεφαλαίου). Αυτό που μένει είναι το πραγματοποιημένο υπερπροϊόν, το κέρδος ανά εργάτη. Αν είχαμε κάποια στοιχεία για τις αποσβέσεις θα μπορούσαμε εύκολα να το προσεγγίσουμε.
Εξάλλου, αν η αξία της εργατικής δύναμης είναι μεγαλύτερη από το συνολικό (πραγματοποιημένο, πουλημένο) προϊόν της εργατικής δύναμης, τότε η επιχείρηση έχει ζημιές. Συνολικά και μεσοπρόθεσμα αυτό δεν είναι επιτρεπτό – η μονάδα θα σταματήσει την παραγωγή. Η αστική οικονομική το παραδέχεται έμμεσα αυτό όταν βάζει σαν όριο μακροπρόθεσμης λειτουργίας της επιχείρησης το εργατικό κόστος.
Αναρχία στην παραγωγή
Στην αγορά ενός εμπορεύματος που καλύπτει μια ανάγκη δραστηριοποιούνται πολλές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Στον καπιταλισμό, κάθε επιχείρηση παράγει με σκοπό το κέρδος και όχι την κάλυψη της ανάγκης. Περιορίζεται από το κεφάλαιο που μπορεί να βάλει σε κίνηση και όχι από την δίψα των καταναλωτών. Περιορίζεται από το μερίδιο αγοράς της, αλλά προσπαθεί συνέχεια να σπάσει αυτόν τον περιορισμό. Κάνει ανταγωνισμό τιμών για να πουλήσει περισσότερα και να κερδίσει περισσότερα και όχι για να καλύψει μια ανάγκη πιο ολοκληρωμένα. Αν οι συνθήκες το επιβάλλουν περιορίζει την παραγωγή, δημιουργεί ελλείψεις στην αγορά για να ανεβάσει τις τιμές, καίει την παραγωγή.
Η προσφορά έχει σαν γνώμονα το κέρδος (καμπύλες ίσου κόστους, όπου μέσα στο κόστος περιλαμβάνεται το «μηδενικό» κέρδος). Από την άλλη, η κατανάλωση γίνεται με βάση το τι μπορεί να αγοραστεί (εισοδηματικός περιορισμός). Δεν υπάρχει κοινωνικός προσδιορισμός του αναγκαίου και άρα μηχανισμός ζεύξης της προσφοράς και της ζήτησης.
Στην παγκόσμια αγορά, ο ανταγωνισμός του κεφαλαίου είναι αδύνατο να έχει την παραμικρή επαφή με το τι πραγματικά χρειάζεται να καταναλωθεί. Παρουσιάζεται έλλειψη τροφίμων και υπερπληθώρα αυτοκινήτων. Κι ακόμα, υπερπληθώρα αυτοκινήτων και αδυναμία μετακίνησης, έλλειψη τροφίμων και σάπισμα τροφίμων στα ράφια.
Αυτή είναι η αναρχία στην παραγωγή που χαρακτηρίζει όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα, αλλά απογειώνεται στον καπιταλισμό, λόγω της ακόρεστης δίψας για χρήμα.
Αυτό το φαινόμενο διέπει τον καπιταλισμό πάντα, όχι μόνο στην κρίση. Πηγάζει από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού (ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έναντι κοινωνικοποίησης της παραγωγής) και βαθαίνει μαζί της. Αυτό το φαινόμενο το βλέπεις όπου και να κοιτάξεις. Κι όμως, η αστική οικονομική το αρνείται. Κάνει την εξαίρεση κανόνα και τον κανόνα εξαίρεση, αντιστρέφει την πραγματικότητα, περπατάει με το κεφάλι και σκέφτεται με τα πόδια.
Η αστική οικονομική έχει τη δύναμη να διδάσκει τα υποδείγματα γενικής ισορροπίας σε φοιτητές και να τους πείθει ή να τους πειθαναγκάζει να δεχθούν μέσα στην αίθουσα ότι η πραγματικότητα που ξέρουν οι ίδιοι είναι διαφορετική. Θα δούμε ότι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο κατόρθωμα της αστικής οικονομικής που καταφέρνει τους φοιτητές να αρνηθούν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ανισόμετρη Ανάπτυξη
Η ΕΕ είναι μια ένωση 28 κρατών ενώ η Ευρωζώνη έχει 19 μέλη. Περιέργως τις αποφάσεις τις παίρνει μια χούφτα χώρες, μετά από εισήγηση του συμβιβασμού της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Κάθε εθνική οικονομία έχει ένα δεδομένο ρυθμό ανάπτυξης κάθε στιγμή, ενώ αριθμεί μια σειρά από κλάδους. Το περίεργο είναι ότι την ίδια περίοδο οι κλάδοι δεν αναπτύσσονται με τον ίδιο ρυθμό. Επιπλέον, παρατηρείται το φαινόμενο κάποιοι κλάδοι να αναπτύσσονται θετικά και την ίδια ώρα κάποιοι να συρρικνώνονται.
Κάθε κλάδος απαρτίζεται από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Άλλοι κλάδοι είναι εντελώς μονοπωλημένοι, άλλοι λιγότερο. Κάποιες επιχειρήσεις είναι γιγάντιες και δραστηριοποιούνται σε πολλούς κλάδους, σε πολλές χώρες. Κάποιες είναι τόσο μικρές ώστε να χωρούν σε ένα δωμάτιο. Ακόμα και στον ίδιο κλάδο, και στην ίδια χώρα, στην ίδια περιφέρεια, κάποιες επιχειρήσεις αναπτύσσονται πολύ πιο γρήγορα από άλλες, με ένα κομμάτι των κερδών των δεύτερων να μεταφέρεται στις πρώτες.
Η ανισομετρία στον καπιταλισμό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Πηγάζει από τον ανταγωνισμό του κεφαλαίου, το μηχανισμό εφαρμογής ενιαίας τιμής για κάθε εμπόρευμα και την μεταφορά κέρδους από τις επιχειρήσεις με χαμηλότερη Οργανική Σύνθεση Κεφαλαίου προς αυτές με υψηλότερη. Η ανισομετρία εξαπλώνεται ραγδαία από κλάδο σε κλάδο, από περιφέρεια σε περιφέρεια και από χώρα σε χώρα μέσα από την κίνηση του κεφαλαίου.
Ο Μαρξισμός έχει μια σειρά από θεωρήσεις τις ανισομετρίας – θα τολμούσα να πω ότι νιώθει άβολα σε καταστάσεις ισομετρίας. Για την αστική οικονομική, η ανισομετρία εντοπίζεται μεταξύ χωρών μόνο στα υποδείγματα μεγέθυνσης, όπου το καθοριστικό είναι το σημείο έναρξης μιας οικονομίας. Πέρα από το θρησκευτικό στοιχείο που έχει αυτή η προσέγγιση, δεν έχει κάποια πρακτική χρησιμότητα. Κατά τα άλλα, η αστική οικονομική προσφέρει το έδαφος για να ανθίσουν μια σειρά χυδαίων αντεργατικών επιχειρημάτων όπως ότι «στην Ήπειρο είναι ανεπρόκοποι», «οι κλωστοϋφαντουργοί κάναν πολλές απεργίες», «η Ελλάδα γενικά είναι ψωροκώσταινα», «εκτός από μερικούς, πραγματικά πρωτοπόρους αστούς που είναι ανήσυχα πνεύματα και δεν αρκούνται σε λίγα δις».
Η ανισόμετρη ανάπτυξη βρίσκει το αντίθετό της στην κεντρικά σχεδιασμένη παραγωγή που προκύπτει από τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η ανατροπή της βασικής αντίφασης του καπιταλισμού, η αλλαγή στις σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας που φέρνει η σοσιαλιστική επανάσταση οδηγεί και στην αλλαγή του κινήτρου για την παραγωγή, το οποίο πλέον είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, κι όχι το κέρδος. Ο κεντρικός σχεδιασμός έχει κι αυτός εμπόδια που προκύπτουν από τα κατάλοιπα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, από την συνύπαρξη με τον καπιταλισμό κι από τα εκάστοτε φυσικά όρια της παραγωγής. Η τεράστια διαφορά είναι ότι το μέλλον του κεντρικού σχεδιασμού είναι η νίκη πάνω στα εμπόδια, ενώ το μέλλον της ανισόμετρης ανάπτυξης είναι η ανατροπή της από τον κεντρικό σχεδιασμό.
Ανεργία
Η ανεργία ως γνωστόν προσιδιάζει σε φυσικό φαινόμενο για τα απολογητικά οικονομικά: εξ ου και το φυσικό ποσοστό ανεργίας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το φυσικό φαινόμενο έχει ημερομηνία γέννησης. Σε αντίθεση με τα ευφάνταστα σενάρια των απολογητών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι το τραπεζικό κεφάλαιο γεννήθηκε στα βάθη του χρόνου, στη Μεσοποταμία και άλλα τέτοια φαιδρά, απ’ όσο ξέρουμε, δεν υπήρχε την ίδια εποχή άνεργος δούλος. Αλλά ούτε και άνεργος δουλοπάροικος υπήρξε ποτέ, απ’ όσο ξέρουμε. Αντιθέτως, οι οικογένειες επιδίωκαν να κάνουν όσο πιο πολλά παιδιά μπορούσαν έχοντας σαν δεδομένο ότι, όσα ζούσαν και έβγαιναν γερά, θα δούλευαν. Οι πρώτοι άνεργοι στην ιστορία της ανθρωπότητας δημιουργούνται με το ξεκλήρισμα αγροτών με σκοπό τη δημιουργία διπλά ελεύθερων εργατών – ελεύθεροι από μέσα παραγωγής (εξ ου και το ξεκλήρισμα) και ελεύθεροι να διαλέξουν το αφεντικό τους. Φυσικά, η διπλή αυτή ελευθερία δημιούργησε αντίστοιχα δεσμά.
Η αστική οικονομική, όχι μόνο δεν έχει καμιά θεωρία για τη συνεχή δημιουργία της ανεργίας, σε όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου, αλλά έχει και το θράσος να βγάζει νόμους γι’ αυτήν (βλέπε καμπύλη Phillips κλπ) καθαρά σε εμπειρική βάση.
Για το Μαρξισμό, η ανεργία είναι αποτέλεσμα της κίνησης του κεφαλαίου και κομμάτι του βασικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Κάθε κεφάλαιο προσπαθεί συνεχώς να αυξήσει την παραγωγικότητα για να ρίξει τις συνθήκες παραγωγής κάθε εμπορεύματος κάτω από το μέσο αναγκαίο χρόνο εργασίας. Όσο και να λιώνει όμως τον εργάτη, υπάρχει ένα όριο παπουτσιών που μπορείς να καρφώσεις με ένα σφυράκι. Μόλις εφευρίσκεται η μονταριστική μηχανή, αντικαθιστά δεκάδες εργάτες που καρφώνουν. Για ένα διάστημα, οι άνεργοι προέρχονται μόνο από αυτή τη μονάδα, αλλά σε λίγο όλοι οι ανταγωνιστές παράγουν ανέργους, είτε επειδή αγοράζουν κι αυτοί τη μηχανή, είτε επειδή δεν μπορούν να την αγοράσουν και κλείνουν εντελώς.
Αν αντί για φοιτητές οικονομικών, είχαμε στο ακροατήριο τσαγκάρηδες, θα ακουγόταν κάπου από το βάθος η φράση: «έλα παππού μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου» και τίποτα το περίεργο δεν θα υπήρχε. Όμως σε ένα αμφιθέατρο οικονομικών μπορεί να περάσει σαν αλήθεια ο χαρακτήρας του φυσικού φαινομένου, διανθισμένος με μπουμπούκια όπως η γεωγραφική ανεργία, η ανεργία τριβής, η εποχική ανεργία κλπ. Το οξύμωρο εδώ είναι ότι μπορεί να υπάρχουν στο ακροατήριο άνεργοι, ενώ είναι στατιστικά σίγουρο πως υπάρχουν φοιτητές που έχουν εμπειρία της ανεργίας μέσα από το σπίτι τους ή τον στενό τους κύκλο. Εδώ λοιπόν έρχεται ο φοιτητής να αρνηθεί την εμπειρία του και ενίοτε τον ίδιο του τον εαυτό.
Από την άλλη, κοιτά κανείς το σοσιαλισμό του 20ου αιώνα, αλλά και χώρες που συνεχίζουν να παλεύουν για την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής όπως η Κούβα, και διαπιστώνει ότι σε αυτές τις οικονομίες δεν υπήρχε / δεν υπάρχει ανεργία. Δεν χρειάζεται κανένα πτυχίο, ούτε γνώσεις οικονομικών για να καταλήξει κανείς στο ότι η ανεργία είναι γέννημα θρέμμα του καπιταλισμού, γεννιέται και πεθαίνει μαζί του. Η οικονομική ανάλυση θα χρειαζόταν για την παραπέρα εμβάθυνση στους νόμους της ανεργίας, τη σχέση της με τη κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, τα αποτελέσματά της στην ταξική πάλη, τις επιπτώσεις από τη μετανάστευση κλπ.
Κρίση
Η ανεργία είναι φαινόμενο σύμφυτο με τον καπιταλισμό σε όλες τις φάσεις του και ευτυχώς οι απολογητές καταδέχονται να το αναγνωρίσουν. Αυτό όμως που δεν τολμούν καν να αναγνωρίσουν είναι η κρίση! Για τους αστούς οικονομολόγους, το φαινόμενο για το οποίο γίνονται πόλεμοι, γράφεται ιστορία, το όποιο έχει τις πιο χτυπητές εκφάνσεις και από το οποίο δεν γλιτώνει καμιά καπιταλιστική χώρα, κανένας κλάδος και καμιά καπιταλιστική επιχείρηση – η κρίση, δεν υπάρχει!! Τόμοι χιλιάδων σελίδων που αυτοαποκαλούνται εγχειρίδια οικονομικών φροντίζουν ώστε ο όρος να μην εμφανιστεί ούτε σε άλλα συμφραζόμενα (πχ κρίση ειλικρίνειας). Εδώ, η αντιμετώπιση είναι μάλλον πιο τίμια: άρνηση της πραγματικότητας στη μορφή και στο περιεχόμενο της αστικής θεωρίας.
Η κρίση όμως υπάρχει και είναι χαρακτηριστική φάση του καπιταλισμού. Παρόλο που δεν υπάρχει ξεχωριστή, αυτοτελής εργασία του Μαρξ για το θέμα, παρά μόνο αναφορές σε όλο του το έργο, Μαρξισμός χωρίς θεωρία κρίσης δεν είναι Μαρξισμός. Το δεύτερο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι ο Μαρξισμός υπερέχει έναντι όλων των άλλων θεωριών σε αυτό το πεδίο, κι όχι μόνο έναντι της νεοκλασικής ή της νέο-κευνσυανής. Το τρίτο είναι ότι οι μαρξιστικές προσεγγίσεις έχουν όλες επαφή με την πραγματικότητα.
Οι μαρξιστές δίνουν έμφαση στη μια ή την άλλη πλευρά για να εξηγήσουν το μηχανισμό της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση ανάγεται στη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, που από κινητήρας της ανάπτυξης και κάτω από την επενέργεια διαφορετικών κάθε φορά περιστάσεων, μετατρέπεται σε τροχοπέδη. Για παράδειγμα, μπορεί να εκδηλωθεί λόγω πτώσης του ποσοστού κέρδους και αποεπένδυσης ή λόγω υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, λόγω ανεπάρκειας σταθερού κεφαλαίου (καύσιμα, πρώτες ύλες), λόγω ανεπάρκειας χρήματος (χρηματική κρίση), λόγω δυσαναλογίας μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής μέσων συντήρηση κλπ. Συχνά εκφράζεται σαν κρίση υπερπαραγωγής (σχετικής πάντα). Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει σύγκρουση μεταξύ μορφής ιδιοκτησίας και μορφής ιδιοποίησης του κοινωνικού προϊόντος.
Το σίγουρο είναι ότι η κρίση συνεπάγεται καταστροφή κεφαλαίου σε όλες τις μορφές, με πρώτη και καλύτερη την εργατική δύναμη. Η ανεργία εκτοξεύεται, τα εργασιακά δικαιώματα και ο μισθός κατακρημνίζονται, οι μηχανές σκουριάζουν, οι επιταγές διαμαρτύρονται, τα παλιά δάνεια κοκκινίζουν και δεν γεννιούνται νέα, η μετανάστευση ανακατεύει τους πληθυσμούς προς όλες τις κατευθύνσεις, το χρήμα αποθησαυρίζεται, οι τιμές πέφτουν, τα έργα παγώνουν, οι κύκλοι του κεφαλαίου μικραίνουν κλπ.
Επίσης, όλοι επισημαίνουν ότι, ενώ καταστρέφεται συνολικά κεφάλαιο, με βεβαιότητα την πληρώνει μόνο ο εργάτης γιατί είναι φυσικά δεμένος με την εργατική του δύναμη, ενώ ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να αποδεσμευτεί από το κεφάλαιό του, να το καταστρέψει μετατρέποντάς το σε χρήμα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μικρών κεφαλαιοκρατών (ιδιοκτητών μέσων παραγωγής μικρής έκτασης και αξίας) που δεν καταφέρνουν να αποδεσμευτούν έγκαιρα και ξεμένουν με απαξιωμένα και αχρείαστα μέσα παραγωγής.
Από εδώ ξεπηδάει η πρόταση: «η κρίση σαν ευκαιρία» που κοσμεί εκθέσεις διεθνών οργανισμών και μεγαθηρίων. Το χρήμα που λιμνάζει καραδοκεί σαν όρνιο.
Στον αντίποδα, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να γνωρίσει τέτοια κρίση. Η παραπανίσια παραγωγική δυνατότητα και το επιπλέον προϊόν δεν μπορούν να είναι ποτέ πρόβλημα, αφού είναι ζητούμενο. Σε αυτές τις εξελίξεις, ο σοσιαλισμός απαντάει με μείωση των ωρών εργασίας και της εντατικότητας εργασίας, με έξτρα παροχές στο χώρο εργασίας και κατά τη διάρκεια της εργασίας. Αυτές δεν είναι αρχές που διατυπώνονται στη θεωρία, αλλά αποσπάσματα από την παγκόσμια ιστορία, από τις χώρες που ξεκίνησαν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Ευρώ
Το Ευρώ είναι ομολογουμένως από τις πιο εντυπωσιακές και φανταχτερές μαύρες τρύπες της αστικής απολογητικής. Από το 1960 προσπαθεί να φτιάξει ένα θεωρητικό υπόβαθρο που να το δικαιολογεί και να το εξοπλίζει θεωρητικά. Τότε πρωτοεμφανίστηκε η θεωρία των Άριστων Νομισματικών Περιοχών (ΑΝΠ). Στην πορεία έγιναν 2 φιλότιμες προσπάθειες αναβάθμισης της θεωρίας αυτής μέσα στη δεκαετία του 1960. Το πρόβλημα με τη θεωρία των ΑΝΠ είναι πολλαπλό. Το πρώτο είναι ότι έχει αρκετά λογικά κενά και θολές υποθέσεις στα ζητήματα της κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών, της εξειδίκευσης των χωρών (άρα του ειδικού καταμερισμού εργασίας) κλπ. Επίσης, υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια υποχρεωτικής θεωρίας με τα οποία δεν καταπιάνεται καθόλου όπως πχ η θεωρία χρήματος και η τραπεζική. Αλλά μακάρι να ήταν αυτά τα πιο χτυπητά ζητήματα κριτικής αυτής της θεωρίας. Αντίθετα, το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι η θεωρία δεν μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο επιλογής μιας χώρας-μέλους, ούτε νομιμοποίησης των επιλεγμένων χωρών, αφού οι χώρες που εντάχθηκαν από την αρχή στο Μάαστριχτ δεν αποτελούσαν ΑΝΠ, ακόμα και με αυτές τις θολές και ελλιπείς υποθέσεις. Και το ακόμα χειρότερο: η διαπίστωση αυτή ήρθε μέσα από το στρατόπεδο της αστικής οικονομικής.
Η εξέλιξη της Ευρωζώνης, με την διεύρυνση προς Ανατολάς έκανε τα πράγματα μη διαχειρίσιμα για τους απολογητές της ΑΝΠ. Η θεωρητική εξέλιξη της ΑΝΠ ήταν οι ενδογένειες της ΑΝΠ που είναι μια θεωρία-ντροπή, ακόμα και για τα δεδομένα των αστών. Ούτε λίγο ούτε πολύ η θεωρία ισχυρίζεται ότι οποιαδήποτε χώρα μπορεί να ενταχθεί στην Ευρωζώνη και αν αντέξει τότε τελικά ήταν όντως κομμάτι της ΑΝΠ, αλλιώς όχι! Αν αυτό το πόνημα είχε δημοσιευτεί στην Εσπρέσο ή στην Σούπερ-Κατερίνα, δεν θα ήταν πολύ μεγάλο θέμα, και μάλιστα θα το εκλάμβανε κανείς και σαν χιούμορ. Αντίθετα, έχει δημοσιευτεί σε ακαδημαϊκά περιοδικά και διδάσκεται στην ΑΣΟΕΕ.
Ας αφήσουμε όμως τις παρωδίες των αστών, που βρίσκουν και τα λένε, και ας πάμε στο να δούμε τι μπορεί να μας προσφέρει η Μαρξιστική ΠΟ. Το ευρώ είναι μια μορφή παγκόσμιου χρήματος, είναι ιμπεριαλιστικό χρήμα, όπως το δολάριο, η βρετανική λίρα και άλλα. Η γέννησή του σαν τέτοιο ξεκινάει από τη λήξη κιόλας του Β’ ΠΠ, ενώ ο πρώτος Οδικός Χάρτης για το Ευρώ εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, πριν από την κατάρρευση του Bretton-Woods. Το ευρώ είναι αναγκαίο στους κεντροευρωπαίους κεφαλαιοκράτες, αρχικά κυρίως στις πολυεθνικές της Γαλλίας. Οι Γερμανοί κεφαλαιοκράτες χρησιμοποιούν το γαλλικό αίτημα για το ευρώ σαν αντάλλαγμα για τις δικές τους επιδιώξεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μόλις εμφανίζεται η ευκαιρία εισβολής του κεφαλαίου στις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, το γερμανικό κεφάλαιο γίνεται ένθερμος υποστηριχτής του ευρώ και βασιλικότερος του βασιλέως. Προχωράει άλλο ένα βήμα στο συμβιβασμό που κάνει με το γαλλικό κεφάλαιο, ώστε να αποκτήσουν ένα εργαλείο ενάντια στον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ο στόχος είναι άμεσος: η ενοποίηση των δύο Γερμανιών, η κατάκτηση της Πολωνίας, η εξαγωγή κεφαλαίου και η πρωτοκαθεδρία των γαλλογερμανικών πολυεθνικών στην γειτονιά. Ο στόχος επετεύχθη, όπως όλοι ξέρουμε.
Το ευρώ σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε εξ αρχής πίσω από κλειστές πόρτες και παράθυρα, μακριά από τους λαούς και τη θέλησή τους. Όταν απαιτήθηκε η συναίνεσή τους, έγιναν κάποια σποραδικά δημοψηφίσματα τα οποία ενίοτε έφεραν αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό δεν πτόησε τους κεφαλαιοκράτες που συνέχισαν τη διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης.
Το ελληνικό κεφάλαιο συναίνεσε στο ευρώ για μια σειρά από οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Πρώτον, οι εθνικοποιήσεις της δεκαετίας του 1980 οδηγούσαν αναγκαστικά σε μια εθνική βιομηχανική πολιτική όπως αυτή που ακολούθησαν μια σειρά καπιταλιστικών χωρών (αν όχι όλες) αμέσως μετά τον πόλεμο. Το 1990 όμως ήταν η στιγμή των ιδιωτικοποιήσεων και το ελληνικό κεφάλαιο δεν μπορούσε να χάσει αυτό το τρένο, ούτε την ευκαιρία να μπουκάρει στα Βαλκάνια, μόνο και μόνο επειδή η λογική σειρά έλεγε «πρώτα δημιουργία εθνικών πρωταθλητών με κρατικούς πόρους και μετά ξεπούλημα». Εξάλλου, όπως φάνηκε κι από την εμπειρία με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χρειαζόταν στήριξη οικονομική, πολιτική και ιδεολογική για να προχωρήσει στις «μεταρρυθμίσεις».
Το σημείο αναφοράς
Δεν είναι δυνατόν να καλύψουμε εκτενώς και αποτελεσματικά σε μια διάλεξη μια σειρά από ζητήματα, το καθένα από τα οποία θα απαιτούσε μια σειρά διαλέξεων και ακόμα και τότε θα υπήρχαν κενά και δυσκολίες. Δεν ήταν εξάλλου αυτός ο σκοπός. Υπαινιχτήκαμε την ανωτερότητα της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας σε μια σειρά καυτών οικονομικών θεμάτων όπου η αστική απολογητική είτε δεν έχει καθόλου άποψη ή έχει για άποψη μια καρικατούρα. Όπως ισχυριστήκαμε, αυτό είναι ένδειξη δύναμης και υπεροχής, και όχι αδυναμίας. Κανείς δεν βρέθηκε στη θέση να απολογηθεί για το επιχείρημα ότι η άνοδος του Χρηματιστηρίου το 1999 ήταν μια μορφή «λαϊκού καπιταλισμού» που μάλιστα οδήγησε και στην «ανάγκη» να φτιαχτεί ένα ξεχωριστό τμήμα στην ΑΣΟΕΕ.
Η Μαρξιστική είναι σήμερα ολοζώντανη επειδή κουβαλάει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο νιότης: το εσωτερικό κίνητρο ανάπτυξής της είναι η αλλαγή, το νέο που νομοτελειακά θα γίνει παλιό και θα ξεπεραστεί κι αυτό με τη σειρά του. Μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί ποτέ να σκουριάσει, να τελματώσει και να απονεκρωθεί, όσο είναι άλυτες οι αντιφάσεις που τη γέννησαν.
Κι εδώ ερχόμαστε στο ζητούμενο: ποια είναι η θέση του φοιτητή οικονομικών θεωριών; Πρέπει να διαλέξει ένα θεωρητικό πλαίσιο; Κι αν ναι, ποιο; Και με ποιο κριτήριο; Υπάρχει σωστό και λάθος; Καλό και κακό; Χρήσιμο και άχρηστο;
Η πρώτη απάντηση είναι ότι αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απασχολούν τον υποψήφιο επιστήμονα, αλλά και το σύνολο της οργανωμένης ακαδημαϊκής κοινότητας, συνέχεια και ακατάπαυστα. Κανονικά, θα έπρεπε να τίθενται στις διαλέξεις. Είναι το κατεξοχήν αντικείμενο του μαθήματος της ιστορίας οικονομικών θεωριών, αλλά πρέπει να προκύπτει από τη Μίκρο και την Οικονομετρία μέχρι τη Λογιστική και τα Ευρωπαϊκά Οικονομικά. Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντώνται μια φορά, στην αρχή της ακαδημαϊκής καριέρας, δεν είναι προπατορικά. Πρέπει να συντροφεύουν τον επιστήμονα σε όλη του τη σταδιοδρομία, για να μην πω: ζωή, ώστε να γίνεται καλύτερος, αλλά και να θωρακίζει τα κεκτημένα του.
Στο προκείμενο τώρα, η δεύτερη απάντηση είναι ότι δυστυχώς δεν υπάρχει μια απάντηση για όλους. Κάνω την αξιολογική κρίση «δυστυχώς» επειδή καταλαβαίνω ότι, αν υπάρχουν δύο ή περισσότερες απαντήσεις σε μια ερώτηση, αυτό φαίνεται να υπονομεύει τις ίδιες τις απαντήσεις, στερεί την αντικειμενικότητα και την επιστημονικοφάνεια των απαντήσεων. Να συμφωνήσουμε πρώτα ότι δεν υπάρχει μια απάντηση, αλλά τουλάχιστον δύο, και να εξετάσουμε μετά το γιατί.
Πάρτε για παράδειγμα τα θέματα που συζητήσαμε σήμερα: την ανεργία, την κρίση, την αναρχία στην παραγωγή κλπ. Για τον εργάτη, η ανεργία είναι δαμόκλειος σπάθη που τον οδηγεί σε συμβιβασμό στην ταξική πάλη και, ανάμεσα στα άλλα, σε χαμηλότερο μισθό. Για τον κεφαλαιοκράτη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ο πρώτος θέλει να καταργηθεί εντελώς η ανεργία, ο δεύτερος θέλει να υπάρχει και να συντηρείται κοντά σε ένα φυσικό ποσοστό (η πολύ μεγάλη ανεργία οδηγεί σε απαξίωση του εργατικού δυναμικού και είναι πρόβλημα και για τον κεφαλαιοκράτη). Για τον μικροαγρότη, η ανεργία είναι δεύτερη ευκαιρία για συμπλήρωση του πενιχρού αγροτικού εισοδήματος, αλλά και απειλή για την απορρόφηση των προϊόντων του, αν αυτά κατευθύνονται στην τοπική αγορά.
Η μείωση των μισθών προσελκύει επενδύσεις και αυξάνει την κερδοφορία του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη μειώνει το εργατικό εισόδημα και την ικανοποίηση των εργατικών αναγκών. Ο εργάτης θα ήθελε την πλήρη κατάργηση του μισθού και την ανταμοιβή του σε είδος στο επίπεδο των μέσων παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, κάτι που θα ισοδυναμούσε σχηματικά σε χρήμα με μια ρήτρα αυξήσεων των πραγματικών μισθών στο ύψος της αύξησης της παραγωγικότητας, συν την αναλογική μοιρασιά μερισμάτων και κερδών των κεφαλαιοκρατών. Ο κεφαλαιοκράτης θέλει να ανακαλύψει τρόπους για να πείσει τον εργάτη ότι χωρίς μισθό δε ζει (φετιχισμός του χρήματος) και ότι θα πρέπει να δέχεται και μειώσεις μισθού για το κοινό καλό. Δεν μπορείς να υποστηρίζεις και τις δύο απόψεις, αν δεν είσαι σχιζοφρενής.
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι στις απαντήσεις, αλλά στα ερωτήματα, που διατυπώθηκαν με μια σοβαρή έλλειψη. Θα πρέπει να συμπληρώσουμε το: για ποιον; Για ποιον να διαλέξει κανείς ένα θεωρητικό πλαίσιο; Σωστό ή λάθος για ποιον; Καλό ή κακό για ποιον; Χρήσιμο ή άχρηστο για ποιον; Αυτά τα ερωτήματα έχουν μία απάντηση το καθένα. Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να είναι καλό για τον έναν και κακό για τον άλλον, χρήσιμο για τη μια τάξη και επικίνδυνο για την άλλη.
Αν είναι σπουδαίο βήμα να τίθενται τα πρώτα ερωτήματα σε μια σχολή οικονομικών θεωριών και στην αντίστοιχη κοινότητα, τότε αυτά τα τελευταία θα είναι αντανάκλαση σοβαρής αλλαγής στους συσχετισμούς δύναμης και την ιδεολογική πάλη που διεξάγεται μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο. Η επιβολή αυτών των ερωτημάτων είναι από μόνη της νίκη για τους καταπιεσμένους γιατί οδηγεί σχετικά εύκολα σε ένα κριτήριο για την απάντηση: την ταξική θέση του ερωτώμενου.
Θα πρέπει να κλείσω με μια αναγκαία επισήμανση, για την αποφυγή παρεξηγήσεων. Ένας φοιτητής που δεν εργάζεται ο ίδιος για την συντήρησή του, ή έστω για το χαρτζιλίκι του, ή που δεν είναι κεφαλαιοκράτης και εισοδηματίας, είναι άλλοτε περισσότερο ή λιγότερο δύσκολο να προσδιορίσει την ταξική του θέση. Ανήκει σε ένα ρευστό από άποψη συνείδησης στρώμα νεολαίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν θέτει εύκολα τα παραπάνω ερωτήματα, πολλώ δε μάλλον δε δίνει τις σωστές για το συμφέρον του απαντήσεις. Αυτή είναι μια αντικειμενική δυσκολία που εκμεταλλεύονται οι αστοί απολογητές για να περάσουν το δηλητήριο του εκλεκτικισμού (θεωρίες χτισμένες από συστατικά στοιχεία άλλων θεωριών, χωρίς εσωτερική συνοχή κλπ) ή για να αρνηθούν θεωρητικά την ύπαρξη φαινομένων όπως η κρίση και το ευρώ.
Φυσικά, οι φοιτητές δεν φυτρώνουν, προέρχονται από οικογένειες με συγκεκριμένη θέση στην παραγωγή που αποτελεί το αντικειμενικό υπόβαθρο για την ταξική τους θέση και συνείδηση, αλλά και επιτρέπει αυταπάτες ανέλιξης. Σημειώστε ότι η ταξική θέση δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά κοινωνική και οι φοιτητές είναι ένα ρευστό κομμάτι της κοινωνίας με δική του δυναμική και ιδιαίτερα ιστορικά διαμορφωμένα χαρακτηριστικά.
Η παραπάνω δυσκολία αντιμετωπίζεται με το γνωστό φάρμακο δια πάσα θεωρητική νόσο: την πράξη. Η συμμετοχή των φοιτητών στο φοιτητικό κίνημα είναι πρωτίστως όρος ανάπτυξης ταξικής συνείδησης και όχι ανάποδα. Εξάλλου, οι φοιτητές που, για διάφορους λόγους, έρχονται στο πανεπιστήμιο με διαμορφωμένη ταξική συνείδηση συμμετέχουν ούτως ή άλλως με κάποιο τρόπο στο φοιτητικό κίνημα.
Εν τέλει, η ουσιαστική υπεράσπιση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας θα πέσει σε συγκεκριμένες πλάτες. Εδώ δεν γίνεται αναφορά στους φοιτητές που παρακολουθούν το μάθημα και που μπορεί να ανήκουν ακόμα και σε παρατάξεις αστικών κομμάτων, δηλαδή σε παρατάξεις που έχουν συμφέρον από την προώθηση της αστικής απολογητικής πολιτικής οικονομίας. Όπως είπαμε, η παρακολούθηση στα μαθήματα της Μαρξιστικής είναι σημαντική, αλλά το ζητούμενο είναι η συμμετοχή, που επεκτείνεται και πέρα από αυτά τα μαθήματα. Συμβολή στην υπεράσπιση της Μαρξιστικής είναι οι παρεμβάσεις στο αμφιθέατρο στα μαθήματα της αστικής πολιτικής οικονομίας, η ανάδειξη αντινομιών στις παραδόσεις, η συζήτηση επί θεμάτων πολιτικής οικονομίας στους διαδρόμους, τα πηγαδάκια κι αναπόφευκτα τις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών. Συμβολή είναι η συγγραφή δοκιμίων και εργασιών που να ξεμπροστιάζουν τις διαφορετικές μορφές που παίρνει η αστική πολιτική οικονομία στη διδασκαλία ή στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια. Τέλος, συμβολή είναι το ζωντανό παράδειγμα του αγωνιζόμενου μαρξιστή φοιτητή της πολιτικής οικονομίας.
Η βιβλιογραφία που θα πρέπει να διαβάσει και ο τελευταίος εκκολαπτόμενος οικονομολόγος περιλαμβάνει την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ, που αποτελεί το προσχέδιο του Κεφαλαίου και έχει σε συνοπτική μορφή τα βασικά επιχειρήματα. Είναι πολύ σημαντικό ότι το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε εκ νέου πρόσφατα (2010, Σύγχρονη Εποχή) καθώς η προηγούμενη μετάφραση είχε σοβαρά προβλήματα με αποτέλεσμα το ελληνικό κοινό να μην ιδιαίτερα εξοικειωμένο με αυτό το έργο, πέρα από το διάσημο πρόλογό του. Επίσης, σημαντικό έργο είναι η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, του Ένγκελς (1976) και ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, του Λένιν (1976) επίσης από τη Σύγχρονη Εποχή.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback